μια συνάντηση που δεν έχει εξεταστεί επαρκώς μέχρι τώρα:
Ο Μικρός Ναυτίλος
Είσοδος
Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικό-
νισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο
αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα
Γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ' ό,τι να' ναι: το σάκο μου τον ταξιδιωτικό
στον ώμο· στην τσέπη μου έναν Οδηγό· τη φωτογραφική μου μηχανή
στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω
ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο
Χρυσέ ζωής αέρα...
ΚΑΙ
Έξοδος
Ένας κι εγώ στους χιλιάδες ανάμεσα φονιάδες πάω τους αθώους κι
ανίσχυρους. Τυλίγομαι το αρχαίο ρούχο και τα πέτρινα πάλι κατε-
βαίνω σκαλοπάτια καλώντας και ξορκίζοντας
Έρμα 'ν' τα μάτια, που καλείς
Αιώνες τώρα πάνω από τα γαλάζια ηφαίστεια. Μακριά στο σώμα και
μακριά στο χώμα που πατώ πήγα να βρω ποιος είμαι. Τις μικρές ευτυ-
χίες και τ' αδόκητα συναπαντήματα θησαύρισα, και να με: ανήμπο-
ρος να μάθω τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο
Χρυσέ ζωής αέρα...
Ο Μικρός Ναυτίλος
Είσοδος
ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ
είναι παρά μια λάμψη πίσω απ' τα βουνά
-κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός
που άξαφνα σταματάει όξω απ' τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι
τους βουρκώνει
Χρυσέ ζωής αέρα γιατί δε φτάνεις ως εμάς; που άξαφνα σταματάει όξω απ' τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι
τους βουρκώνει
Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικό-
νισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο
αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα
Γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ' ό,τι να' ναι: το σάκο μου τον ταξιδιωτικό
στον ώμο· στην τσέπη μου έναν Οδηγό· τη φωτογραφική μου μηχανή
στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω
ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο
Χρυσέ ζωής αέρα...
ΚΑΙ
Έξοδος
ΑΛΛ' ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΑ ΔΕΝ
ακούει κανένας. Πάει ψηλά
ολοένα καιούμενο του Παραδείσου το πουλί. Κι όλες οι Παναγίες οι
ασημένιες, τίποτε. Αλλού γυρίστηκε η φωνή και αθαυματούργητα
έμειναν τα μάτια.
Έρμα 'ν' τα μάτια ασημένιες, τίποτε. Αλλού γυρίστηκε η φωνή και αθαυματούργητα
έμειναν τα μάτια.
Ένας κι εγώ στους χιλιάδες ανάμεσα φονιάδες πάω τους αθώους κι
ανίσχυρους. Τυλίγομαι το αρχαίο ρούχο και τα πέτρινα πάλι κατε-
βαίνω σκαλοπάτια καλώντας και ξορκίζοντας
Έρμα 'ν' τα μάτια, που καλείς
Αιώνες τώρα πάνω από τα γαλάζια ηφαίστεια. Μακριά στο σώμα και
μακριά στο χώμα που πατώ πήγα να βρω ποιος είμαι. Τις μικρές ευτυ-
χίες και τ' αδόκητα συναπαντήματα θησαύρισα, και να με: ανήμπο-
ρος να μάθω τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο
Χρυσέ ζωής αέρα...
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
β΄ σχεδίασμα
Έρμα ειν' τα μάτια που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου