Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γκανάς Μιχάλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γκανάς Μιχάλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

3.6.20

Το γιασεμί, ο ποιητής κι ο τροβαδούρος




Είτε βραδιάζει
είτε φέγγει
μένει λευκό
το γιασεμί.
Γιώργος Σεφέρης 
.-.-.-.






Είναι φορές που χωρίς αφορμή

κάτι γιορτάζει βαθιά στο κορμί,

και ξαναβλέπεις το φως,

σαν να 'σουν χρόνια τυφλός.

Κι ένας αέρας ζεστός

γιασεμιά φορτωμένος,

φυσάει βουρκωμένος.

Είναι φορές που δεν ξέρω γιατί

κάτι νυχτώνει βαθιά και πενθεί

και δε σου κάνει κανείς

κι όπως γυρεύεις να βρεις

λίγο λευκό να πιαστείς

γιασεμί στο σκοτάδι

σαν άστρο ανάβει.

Λευκό μου γιασεμί

μη νυχτώσεις.

Είναι φορές που χωρίς αφορμή,

μέσα μου τρέμει μια ξένη φωνή,

που μου θυμίζει στιγμές

από παλιές μου ζωές

και ένας αέρας ζεστός

γιασεμιά φορτωμένος,

φυσάει βουρκωμένος

Λευκό μου γιασεμί, μη νυχτώσεις...


Παναγιώτης Καλατζόπουλος, Μιχάλης Γκανάς


.-.-.-.



Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
κ’ ήρθα να το κλαδέψω
ωχ γιαβρί μου
Και νόμισε η μάνα σου
γιασεμί μου
πως ήρθα να σε κλέψω
ωχ γιαβρί μου
Αυτά τα μάτια τα γλυκά
γιασεμί μου
τα φρύθκια τα μεγάλα
ωχ γιαβρί μου
Με κάμαμε κι αρνήθηκα
γιασεμί μου.
Της μάνας μου το γάλα
ωχ γιαβρί μου
Παραδοσιακό Κύπρου
.-.-.-.-. 


Μυρίζει ο κόσμος γιασεμί
κι η γη αναστατωμένη


κι είναι το Σάββατο χλωμό, πολύ χλωμό 
σαν κάτι που πεθαίνει

Κι ήρθες εσύ με τα παλιά
τα ρούχα τα τριμμένα


και με ρωτάς τι να `γινε

η αγάπη αυτή που είχα για σένα

Μυρίζει ο κόσμος γιασεμί
κι ο ουρανός λιβάνι


και λες πως ήρθε η στιγμή, πικρή στιγμή 
ο κόσμος να πεθάνει

Γίναν τα μάτια σου βαθιά
και οι θάλασσες μεγάλες


μου πήραν όλες τις χαρές

κι όμως χαρές δεν 'φέραν άλλες
Μάνος Χατζιδάκις, Μιχάλης Μπουρμπούλης
.-.-.-.-.



Στων ραντεβού την ερημιά
στα μακρινά καφενεδάκια
της μιας δραχμής τα γιασεμιά
που μας πουλάνε τα παιδάκια
μαθαίνουν τόσα μυστικά
που όταν χωρίζει κάθε ταίρι
μπαίνουν στον κόρφο βιαστικά
μην παραπέσουν ξαφνικά
σ’ ενός αδιάκριτου το χέρι
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά
λένε στα ξέγνοιαστα ζευγάρια
που απ’ τις αγάπες τους καμιά
ποτέ δε ζει πολλά φεγγάρια
κι έχει μια μόνη ασχημιά
ο έρως που όλους περιπαίζει
πως για μια νέα γνωριμιά
τα τελευταία γιασεμιά
ξεχνιούνται πάνω στο τραπέζι
Και τα δικά μας γιασεμιά
στο τελευταίο καυγαδάκι
χωρίς συγκίνηση καμιά
τ’ άφησες στο καφενεδάκι
Κρυφά από σένα,τρυφερά
εγώ τα μάζεψα,κυρία
και από ένα φάκελο ξερά
μου λένε τώρα θλιβερά
τη σύντομή μας ιστορία
Αττίκ

30.10.17

Μιχάλης Γκανάς, Υστερόγραφο σε μια ανάγνωση 2

Με τον τρόπο της Κ. Δ.

Πίνοντας έρχεται η δίψα τι νομίζεις;
Πίνοντας πίκρες συνήθως μονορούφι
πίνοντας γλύκες  με κουταλάκι του γλυκού
- γιατί ο φόβος του πνιγμού
φυλάει  τα εύθυμα ανέκαθεν.
Πίνοντας το νερό της λησμονιάς.
(Ποια βρύση να το κάνει;)
Πίνοντας τέλος  τ’ αμίλητο κρασί.

Άκου - τίποτε  τόσο αμίλητο
όσο το μιλημενο.
Τόσο μουγγό κι ανόητο και ηττημένο
πως  τα ‘πε όλα τάχαμου
πως   τα ‘βγαλε από μέσα του
ενώ μπορεί να τα ‘βγαλε απλώς απ’ το μυαλο του

Ποιήματα (1978 - 2012)
Εκδόσεις Μελάνι 

29.10.17

Μιχαλης Γκανάς, από την Άψινθο

Οὔτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε  ζεστός οὔτε ψυχρός,, 
μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου

Αυτοί παιδί μου δεν
δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους
όλο δεν και δεν και δεν-
τρόπο δεν φύτεψαν τα χέρια τους
δεν χάιδεψαν σκύλο γάτο πουλάκι πληγωμένο
γυναίκα άσχημη και στερημένη
αυτοί παιδί μου δεν
δεν δίνουν τ’ Αγγέλου τους νερό
δεν άκουσαν ποτέ
ανάκουστο κιλαϊδισμό και λιποθυμισμένο
δεν έπιασαν με τα ρουθούνια τους
το  άοσμο άνθος του θανάτου
δεν είδαν - κατάργησαν τα μάτια τους -
μια πιπεριά  να γίνεται λιμπελουλα
αυτοί παιδί μου δεν
δεν ξέρουν δεν αγαπούν
ξέρουνε μόνο ν’ απαιτούν
παρισσοτεραπερισσότεραπερισσότεραπερί-
που έτσι γράφεται το μέλλον μας
στον Θανάση Μαρκόπουλο 

27.10.17

Μιχάλης Γκάνας, από την Αψινθο

Ὁ γάρ καιρός ἐγγύς

Ω αγέννητε γέροντα
εσυ με τα μακριά μαλλιά
με τα άκοπα νύχια
έρχεται μπόρα.

Τα πουλιά τρυπώνουν  στα κλαργιά
εσυ με τα μεγάλα φρύδια.

Είμαι μυρμήγκι στην παλάμη σου
και τα μυρμήγκια έχουν φωλιά
εσυ με τα παγωμένα μουστάκια.
Φυλαξέ με
πάρε το φόβο
να περάσει η νύχτα
εσυ με τα κατηφενεια γενιά.
Αγεννητε γέροντα αιώνιο βρέφος .

Άψινθος (2012)

8.5.11

Μιχάλης Γκανᾶς από τον Ύπνο του Καπνιστή


.......
Ἡ διάρκεια εἶναι πάθος.

Ἰδιαίτερα στὴν ἀγάπη.
Σοῦ τὸ λέω ἐγὼ ποὺ ἀγαπῶ
τόσους ἀνθρώπους ἐπὶ τόσα χρόνια
χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν.
Μεταξύ μας γιὰ μένα τοὺς ἀγαπῶ.
Μοῦ κάνει καλό.
Ὅπως ἠ ἀγάπη μου γιὰ σένα φέρ’ εἶπεῖν.
Μὲ κάνει καλύτερο.
Καλύτερο καὶ ἀπὸ σένα ἐνίοτε.
Ἔλα, σὲ πειράζω.

Δῶσ’ μου τὸ χέρι σου να τὸ κοιμίσω.
Εἶναι παλτὸ ξεκούμπωτο ἡ νύχτα
προβιὰ σφαγμένου ζώου ποὺ ἀνασαίνει ἀκόμα.
Κοιμήσου· ἡ καρδιά μου ξαγρυπνᾶ.


Μιχάλης Γκανᾶς
ἀπὸ τὸν Ὕπνο τοῦ καπνιστῆ

19.12.10

Μιχάλης Γκανάς

μια συνέντευξη του 2008. Πυκνός λόγος και επίκαιρος
jiagogina
«Αυτή η χώρα με φοβίζει, αυτό το χώμα τ' αγαπώ»
Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;
Είναι μια περίεργη αί­σθηση, αν όχι παραί­σθηση. Άλλοτε εκδηλώ­νεται ως σωματική και ψυ­χική ευφορία και άλλοτε ως σύμπτωμα ανίατης ασθένειας. Το περίεργο είναι ότι μπορεί να νιώσεις το ένα ή το άλλο την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, α­κόμη και την ίδια στιγμή. Εμένα τουλάχιστον μου συμβαίνει. Η ελληνικότητα, πάντως, αν πρόκειται για ένα ιδεολόγημα, όπως υπο­στηρίζουν  πολλοί, δεν είναι μόνον ελληνική επινόηση. Κάτι αντίστοιχο υπάρχει σε κάθε χώρα και σε κάθε λαό. Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι και οι αντιδράσεις της κάθε «.. ,ότητας" είναι σχεδόν ίδιες. Η «ισπανικότητα» έ­βγαλε στο δρόμο τους Ισπανούς για να γιορ­τάσουν την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Κυ­πέλλου, όπως κάναμε κι εμείς το 2004. Αντί­θετα, καμία «πολωνικότητα» δεν έκανε τους Πολωνούς να πανηγυρίσουν την απονομή του Βραβείου Νομπέλ στην ποιήτρια Σιμπόρκσα κι απ' όσο θυμάμαι το ίδιο «ψύχραι­μοι» ήμαστε κι εμείς τόσο το 1963 με τον Σεφέρη όσο και το 1979 με τον Ελύτη
Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.

Τη μυρωδιά του βασιλικού· πλατύφυλλου ή σγουρού, θεατού ή αθέατου.

Η υπέροχη εκδοχή του Έλληνα.

Όταν επιλέγει ή αναγκάζεται να ζήσει έξω α­πό την Ελλάδα και δεν ξεχνάει ότι είναι Έλλη­νας ούτε ντρέπεται γι’ αυτό. Όταν αποφασίζει ή υ­ποχρεώνεται να μείνει στην Ελλάδα και δεν φέρεται σαν να μας κάνει χάρη που ζει ανάμεσα μας. 
Αυτό που με χαλάει.

Πολλά. Αυτά που μας χαλάνε όλους λίγο-πολύ,  Έλληνες και... Φιλέλληνες. Αυτή η χώρα με φοβίζει, αυτό το χώμα τ' αγαπώ, λέει ένα στιχούργημα, που ίσως γίνει τραγούδι. Και παρακάτω... Αυτό το βλέμμα με τρομάζει, αυτά τα μάτια τ' αγαπώ. Οι εξυπνάδες, οι ει­ρωνείες, η χολή και το όξος που κερνάμε και μας κερνούν δεν μας βοηθούν σε τίποτε. Αν δεν υπάρχει κάτι που να το αγαπάμε πραγμα­τικά, είμαστε χαμένοι.
Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Έλληνας σήμερα;
Ανάμεσα στη «Δυστυχία (ή την Ευτυχία) του να είσαι Έλληνας» υπάρχει και μία κατάσταση στην οποία νιώθεις Έλληνας, χωρίς να ντρέ­πεσαι ή να υπερηφανεύεσαι γι’ αυτό. Υπάρ­χουν βέβαια και κάποιοι που υπερηφανεύο­νται επειδή... ντρέπονται που είναι Έλληνες. Αυτό υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να είναι προσόν...
Παράγει πολιτισμό ο Έλληνας ή παραμένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνι­κότητα;
Νομίζω ότι ισχύει και στον πολιτισμό ό, τι και στην οικονομία μας: παράγουμε ελάχιστα, ει­σάγουμε τα πάντα και δεν εξάγουμε τίποτα. Το πρώτο δεν είναι και προς θάνατον, ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι είμαστε. Το δεύτερο είναι καταστροφικό γιατί τρεφόμαστε με πολιτιστικά σκουπίδια. Το τρίτο πονάει γιατί το μόνο είδος που θα μπορούσαμε να εξάγουμε είναι η ποίηση, που ως γνωστόν ούτε μετα­φράζεται ούτε έχει ιδιαίτερη ζήτηση...
Με ποια ταυτότητα οι Έλληνες περιέρχο­νται στον σύγχρονο κόσμο;

Με την παλαιά, με τη νέα ή με διαβατήριο, αλ­λά σε κάθε περίπτωση με την ασίγαστη πε­ριέργεια και την ακοίμητη φλόγα να δημιουρ­γήσουν, να σπουδάσουν, να διακριθούν, να πλουτίσουν. Κάποιοι βγαίνουν αλώβητοι από αυτήν την προσπάθεια, ακομπλεξάριστοι και χαλαροί. Κάποιοι άλλοι βγαίνουν «τσαλακω­μένοι" και γι' αυτό είναι γεμάτοι οίηση και τουπέ, πραγματικοί λεβεντομαλάκες.

Ο Έλληνας ποιητής μου.

Ο Σεφέρης. Όχι ως παμπόνηρος Σμυρνιός και κοσμοπολίτης ούτε ως γενάρχης της ελ­ληνικότητας. Ο Σεφέρης ως ένας οικουμενι­κός ποιητής που έγραψε Ελληνικά.

Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου. 
Όλα φαίνεται να είναι διαπραγματεύσιμα στην Ελλάδα εκτός από το φως. Το ελληνικό φως. Το αγγελικό και μαύρο φως του Σεφέρη. Ως πότε, όμως; Δεν ξέρω,

Η οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρ­τη-ορίστε την.

Οι Έλληνες ήταν πάντα ταξιδιώτες στη στεριά και στη θάλασσα. Βρέθηκαν πολύ συχνά σε κρίσιμα σταυροδρόμια και έδωσαν τη δική τους απάντηση στα αινίγματα και στα μηνύματα των καιρών. Τώρα οι καιροί είναι κό­ντρα. Τραβερσωμένοι ας πάμε, λοιπόν, μέ­χρι να φυσήξει ούριος άνεμος.
Κυριακάτικη Καθημερινή 26-10-2008
Συνέντευξη στην Άννα Γρυμάνη





28.10.10

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ από ΤΑ ΜΙΚΡΑ

αφιερωμένο εξαιρετικά στη σημερινή επέτειο


Τα τριαντάφυλλα και τα σπαθιά
τάχτηκαν για το κόκκινο.


Κι η μνήμη 
για να φιλάει τα σύνορα.
ΤΑ ΜΙΚΡΑ,  εκδόσεις Καστανιώτη

22.10.10

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ: λευκό μου γιασεμί -το τραίνο των εννιά και δέκα

ποίηση: ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ
μουσική: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΛΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
ερμηνεία: ΕΛΛΗ ΠΑΣΠΑΛΑ


Είναι φορές που χωρίς αφορμή,
κάτι γιορτάζει βαθιά στο κορμί,
και ξαναβλέπεις το φως,
σαν να 'σουν χρόνια τυφλός.
Κι ένας αέρας ζεστός
γιασεμιά φορτωμένος, φυσάει βουρκωμένος.

Είναι φορές που δεν ξέρω γιατί
κάτι νυχτώνει βαθιά και πενθεί
και δε σου κάνει κανείς
κι όπως γυρεύεις να βρεις
λίγο λευκό να πιαστείς
γιασεμί στο σκοτάδι
σαν άστρο ανάβει.
Λευκό μου γιασεμί
μη νυχτώσεις.

Είναι φορές που χωρίς αφορμή,
μέσα μου τρέμει μια ξένη φωνή,
που μου θυμίζει στιγμές
από παλιές μου ζωές
και ένας αέρας ζεστός
γιασεμιά φορτωμένος, φυσάει βουρκωμένος.
Λευκό μου γιασεμί, μη νυχτώσεις.








Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
από το σήριαλ "Η ζωή που δεν έζησα"



Είν' η ώρα που περνά
το τραίνο των 9:10
σ' ένα βαγόνι μια γυναίκα
προς το παράθυρο γυρνάει.


Θαμπό το τζάμι απ' τα χνώτα
και βιαστικά το καθαρίζει
καθώς η μηχανή σφυρίζει
και χαμηλώνουμε τα φώτα.


Και βλέπει μέσα στο σκοτάδι
ένα σπιτάκι φωτισμένο
και της μορφής της το μαγνάδι.


Το σπίτι τρέχει ή το τραίνο
ή μήπως έτρεχε το βράδυ
προς το δικό της πεπρωμένο.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ

από τη συλλογή "Παραλογή"
εκδόσεις Καστανιώτη
Έρχονται μέρες που ξεχνάω πώς με λένε.


Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες
τ'  αλεύρι γίνεται σπυρί ύστερα στάχυ
θροΐζει με πολλά δρεπάνια
αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.
Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται
αόρατο το χέρι που ξηλώνει
και τρέμω μην κοπεί το νήμα.
Νήμα νερού στημόνι χωρίς μνήμη
σταγόνα διάφανη σε βρύα και λειχήνες
νιφάδα-χνούδι των βουνών
χαλάζι-φυλλοβόλο
κι άξαφνα σκάφανδρο ζεστό
στην κιβωτό της μήτρας.
Αρχαίο σκοτάδι τήκεται και τρίζει
αχειροποίητη φλογίτσα που το γλείφει.


Συναγωγές υδάτων υετοί πρόγονοι παγετώνες
στην πάχνη ακόμη της ανωνυμίας.


........................


Κοιτάζω ένα πηγάδι. με κοιτάζει.
Κοιταζόμαστε ώρα πολλή
σαν μαλωμένα αδέρφια.
Μονόφθαλμο σκοτάδι με τραβάει
και κατεβαίνω πέτρα πέτρα
απόκρημνη ζωγραφική.


Σωτήρη. Με τα δικά σου δάχτυλα κρατιέμαι
με το δικό μου σώμα κινδυνεύω
γλιστρώ και με φωνάζεις Κωνσταντίνο.


Μου πέφτουν τα σγουρά μαλλιά και το ξανθό μουστάκι
σαν άρρωστο παιδάκι ψιθυρίζω
τη βραδινή μου προσευχή


....................


Μια μάνα γύρευα να βρω
μ'  εννιά μαχαίρια στο πλευρό
και με τη μια της κόρη.


Τη βρίσκω στα βασιλικά
σε πέντε όνειρα κακά
και μες στα καρυοφύλλια.


Να 'πιανε μια νεροποντή
να ξύπναγε τον Κωσταντή
να πάει βρεγμένος σπίτι.


Να του φορέσει τα στεγνά
να τον μαλώσει σιγανά....


.......................


Μάνα - δεν είναι τα βουνά.
Είναι ο ίσκιος που με πατάει.
Ούτε τα κυπαρίσσια.
Είναι το ερπετό χορτάρι. Με πλακώνει.
Είναι μια μέλισσα ξανθή απ'  τον απάνω κόσμο.
Με βρίσκει στα λουλούδια
και μ'  αποδίδει στο κερί - όχι στο μέλι.
Φαρμάκι να της γίνω.


Σ'  ένα ξωκλήσι θα καώ
λιώνοντας λιγοστό σκοτάδι
προτού με σβήσουνε
τα λαδωμένα δάχτυλα του νεωκόρου.
Έτσι την πνίγουνε τη φλόγα μάνα
όχι φυσώντας
μην πάρουν οι ψυχές φωτιά και λαμπαδιάσει ο κόσμος.


Όρθρος βαθύς.
Σκύβει να πιει νερό και ξαναμπαίνει
στο μνήμα από το κυπαρίσσι.


Μελίσσι γύρω τα πουλιά.


...........................

-Εσύ δεν θα πεθάνεις.
-Μάζεψε τη φωτιά.
-Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.
-Όχι. Κοίταξε μην καείς.
-Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;
-Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη.
-Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;
-Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.
Σύρε να παίξεις.
-Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.
-Μπα σε καλό σου. Φέρε μου το σινί.
-Η γιαγιά όμως θα πεθάνει.
-Θα 'σαι μεγάλος τότε μη φοβάσαι.
-Πόσο μεγάλος θα 'μαι;
-Άντρας. Θα 'χεις γυναίκα και παιδιά.
Μπορεί κι αγγόνια.
-Κι εσύ πώς θα 'σαι τότε;
-Σαν τη γιαγιά. Γριούλα.
-Σαν τη γιαγιά; Φαφούτα μ'  ένα μάτι...
Εσύ δε θα 'σαι έτσι. Και ούτε θα πεθάνεις.
Θα πεθάνεις;
-Όχι δε θα πεθάνω. Φέρε μου τη γάστρα.
-Άμα πεθάνεις θα πεθάνω να το ξέρεις.
-Κούφια η ώρα. Μη λες τέτοιες κουβέντες.
-Άμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ'  ακούς;

Σ'  ακούω. Ψεύτη.
Ούτε αυτά που μου 'ταξες παιδί δεν κράτησες.

.....................

Ξημέρωσε. Αθέατος βασιλικός μυρίζει
αλλά η μέρα δίβουλη γεμάτη έγνοιες.
Προτού με γονατίσει
καλωσορίζω εδώ το φως
ανοίγοντας χαραματιά στη μνήμη.
Που θα μου φέγγει κάποτε κι εμένα
αν αγαπήθηκα ποτέ.
και σβήνω δίπλα μου τη λάμπα.

....................

Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη.

.....................

Χλωρίδα μου πατρίδα μου
γέννημα θρέμμα σου βορά των ψυχανθών
βασιλικός πλατύφυλλης αποδημίας
σγουρό μελισσοβότανο της μνήμης
που το φυσώ κι έρχονται σμήνος οι σκιές
στη βουερή κυψέλη του κορμιού μου
κάνοντας το πικρό-γλυκό
τον κόσμο μέλι.


.
Πανίδα μου πατρίδα μου
αειθαλή αγρίμια
και φυλλοβόλα χρώματα της νύχτας
ισόβια παραμυθία μου σταθήκατε
με τ'  άσπρο δόντι πεινασμένου λύκου
το κανελί της αλεπούς το γκρίζο της αρκούδας
κραυγές σκουξίματα και αίμα
με χιόνι φεγγαρόφωτου και πάχνη αστροφεγγιάς
ραντίζοντας το μακελειό της φύσης
κάνοντας τα μονά-ζυγά
δικοτυλήδονο τον κόσμο.
.

Γέννημα θρέμμα του κι εγώ
βορά της μνήμης άθυρμα της αγάπης
άλλοτε πάνοπλος από φωνές και βλέμματα
κι άλλοτε κάμπος θερισμένος
χωρίς τον ψίθυρο μιας καλαμιάς.
.

Και τι να πω για τη ζωή
τη ζω με ζώνει με πονάει
και τι να πω για την αγάπη
δεν τη σπούδασα την ξέρω από στήθους
κι αν απαγγέλλω έναν ίαμβο χλωρό
εκείνη τον ποτίζει νύχτα μέρα
κι αν της μιλώ ελληνικά
μόνον αυτά καταλαβαίνει
στη μουσική τους μοναχά χορεύει
με τον αυλό τη λύρα το κλαρίνο.


.
Πατρίδα μου ασπίδα μου
και δόρυ αιχμηρό στο στήθος
παίρνω το αίμα-αίμα μου και σε γυρεύω
στον κάτω κόσμο στον απάνω - άφαντη
στις πολιτείες στα χωριά σου - άχνα
και λέω δεν υπάρχεις σ'  ονειρεύτηκα
κι αχειροποίητη σε χτίζω με το ράμφος μου.


.
Αλλά το φως με διαψεύδει πάλι
μια μέρα στις Μυκήνες την άλλη στην Κασσώπη
καταμεσήμερο αγγίζοντας τοπία συλημένα
και πρόσωπα αγνώριστα από την τύρβη των αιώνων
υφαίνοντας άλλες μορφές στο διάφανο αέρα
κι ο τόπος γράφεται ξανά
βουνό-βουνό και δέντρο-δέντρο
κι η θάλασσα φιλάει τη φτέρνα του
κι η μνήμη οχιά που με δαγκώνει
και λέω ναι -εδώ- στο φως θανάτωσέ με.


.
Γιατί το φως θα μας δικάσει
κι αλίμονο σ'  όποιον φοράει ματογυάλια.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...