Περπατώ εις την πόλη. Στον κεντρικό δρόμο τα μαγαζιά στολισμένα με λαμπιόνια που αναβοσβήνουν. Τα μεγάφωνα του Δήμου σπέρνουν παντού τενόρους και στρουμφάκια. Γιορτάστε, λένε, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Έρχονται Χριστούγεννα. Απαραίτητο πασπαρτού: Σε κάθε διασταύρωση του δρόμου κι ένας ζητιάνος. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα σε πολλές παραλλαγές.
Θέλω να χαρώ κι εγώ με όλη αυτή την υπόσχεση χαράς που αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Αδυνατώ. Προσπαθώντας να καταφέρω να χαρώ, φέρνω στη μνήμη μου τη χαρά των Χριστουγέννων που είχα όταν ήμουν παιδάκι. Τι φύσεως ήταν; Μια προσμονή, μια αναστάτωση όλο υποσχέσεις. Λάμψεις, στολίδια, αντανακλάσεις από χρωματιστό γυαλί. Σίγουρα η φωταψία με μάγευε. Οι φωτεινές γιρλάντες στους δρόμους, η υπόσχεση των δώρων, το παγωμένο χνώτο των περαστικών, οι "Ιστορίες του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν", δώρο της θείας μου για τις γιορτές.
Άλλες φορές, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου καθισμένη, ενώ οι εικόνες της πόλης περνούσαν με ταχύτητα μπροστά μου, είχα τη μούρη μου κολλημένη στο τζάμι, να προλάβω να δω όσα πολύχρωμα λαμπόγυαλα πρόφταινε το βλέμμα μου. Ιδιαίτερα μου άρεσαν τα στολισμένα δεντράκια πίσω από τις μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα. Η ανταύγεια τους ζέσταινε το μάτι. Ήταν μια διακριτική νύξη της χαράς του σπιτιού, που οργίαζε εντός.
Και τότε και σήμερα, ωστόσο, ζούμε τα Χριστούγεννα σαν μια κοσμική εορτή. Δεν έχουν καμία θρησκευτικότητα. Κι αυτό όλοι το ξέραμε και τότε, που ήμουν εγώ παιδί, το ξέρουμε και τώρα. Ο Χριστούλης, η φάντη, οι μάγοι, το άστρο της Βηθλεέμ κτλ, κτλ, είναι ένα παραμυθάκι, λίγη ζάχαρη άχνη που την πασπαλίζουμε στο κέικ της καταναλωτικής βουλιμίας. Δεν προτίθεμαι λοιπόν να προβώ σε αναμνησιολογία, πόσο καλά ήταν "τότε" και πόσο χάλια είναι "τώρα". Απλώς, "τότε" μπορούσαμε να καταναλώνουμε λιγότερο, αλλά είχαμε ήδη αποκοπεί οριστικά από τα παλιά έθιμα της κλειστής κοινωνίας του χωριού, όπου ο εορτασμός των Χριστούγεννων είχε έντονο το στοιχείο της κοινωνικής συνοχής, της ενεργούς συμμετοχής της κοινότητας στη γιορτή και η θρησκευτικότητα ήταν οργανικό μέρος της συλλογικής χαράς.
Ήδη στα παιδικά μου χρόνια, δηλαδή στη δεκαετία του '60, στην Αθήνα επικρατεί μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Οι άνθρωποι δεσμεύουν χώρο, διεκδικούν ιδιωτικότητα. Ο έλληνας κλείνει τους λογαριασμούς του με την Ιστορία κι αποφασίζει να ξεχάσει. Έτσι μοιάζει να επουλώνονται οι πληγές του Εμφυλίου. Λήθη, εντατική αστικοποίηση και τα φαντάσματα άς σαπίζουν στις φυλακές.
Εν τέλει, αυτό το φωτεινό δεντράκι πίσω απ' το παράθυρο με την τραβηγμένη κουρτίνα, όσο κι αν σήμερα το αναπολώ, συγκρίνοντάς το με την κακογουστιά, την αμερικάνικη επαρχιώτικη κακογουστιά, της τωρινής μου πόλης, αλλά και της επαρχίας και του νησιού μου και του τελευταίου χωριού μου στο χάρτη - κακογουστιά που μεταδίδεται μέσω της τηλεόρασης σαν την πανούκλα - ήταν ήδη ένα εύγλωττο σύμβολο της ενδοστροφής του εκκολαπτόμενου αστού, της απόφασής του να ασχοληθεί με την πάρτη του, την επιβίωσή του και την προσωπική του ευημερία.
Δε φτάσαμε στο σήμερα χωρίς χτες... Φτάσαμε μέχρι εδώ καλά προετοιμασμένοι.
Και περπατώ εις το δάσος. Δάσος λαμπτήρων εν προκειμένω. Αναβοσβήνουν άναρχα σε κάθε μπαλκόνι, σε κάθε πρασιά, σε κάθε ταπεινωμένο λέιλαντ που από κεδροειδές κατέληξε φυτοφράχτης. Σπατάλη, ανοησία, ιδιοτέλεια, ατομικισμός, μιμητισμός, όλα βροντοφωνάζουν: "Γιορτάζουμε!", ή "Έχουμε και παιδιά να μεγαλώσουμε, να μη χαρούνε λίγο κι αυτά;" ή " Μόνο ο γείτονας θ' αναβοσβήνει τα λαμπιόνια του;".
Πίσω από τις μεγεθυμένες ευχαριστήσεις, τα αναλώσιμα γέλια και τα πλαστικά χειροκροτήματα κρύβεται όμως ένα φυλλοκάρδι που τρέμει, γιατί υπάρχει κι ένας λύκος στο παραμύθι, όπου να 'ναι θα εμφανιστεί. Κι όχι τίποτα άλλο, είναι κι αυτός υπό εξαφάνιση, πώς να τον σκοτώσεις!
Εγώ πάντως προτείνω το εξής, για όποιον περιπατεί απροστάτευτος και τρωτός εις τον υπέρ σούπερ έξτρα γκίγκα αστικό τούτο δρυμό: καθώς περιπολείται από τα κόκκινα λαμπιόνια και απειλείται από άι-βασίληδες διαρρήκτες που σκαρφαλώνουν στα μπαλκόνια, καθώς το βλέμμα του ιριδίζει μέσα στων πολυποίκιλων προβολών το ανεξιχνίαστο βάθος, και άλλοτε σεμνύνεται κάτω από τον ίσκιο των κομμένων ελατοκορφών, ή τρεμοπαίζει ανάμεσα στα πούπουλα μιας γαλοπούλας, να τρέφει μέσα του μόνο το χνώτο του αρνιού και να ακροάται μόνο τον ήχο του σανού.
Καλά Χριστούγεννα..
jiagogina
Και τότε και σήμερα, ωστόσο, ζούμε τα Χριστούγεννα σαν μια κοσμική εορτή. Δεν έχουν καμία θρησκευτικότητα. Κι αυτό όλοι το ξέραμε και τότε, που ήμουν εγώ παιδί, το ξέρουμε και τώρα. Ο Χριστούλης, η φάντη, οι μάγοι, το άστρο της Βηθλεέμ κτλ, κτλ, είναι ένα παραμυθάκι, λίγη ζάχαρη άχνη που την πασπαλίζουμε στο κέικ της καταναλωτικής βουλιμίας. Δεν προτίθεμαι λοιπόν να προβώ σε αναμνησιολογία, πόσο καλά ήταν "τότε" και πόσο χάλια είναι "τώρα". Απλώς, "τότε" μπορούσαμε να καταναλώνουμε λιγότερο, αλλά είχαμε ήδη αποκοπεί οριστικά από τα παλιά έθιμα της κλειστής κοινωνίας του χωριού, όπου ο εορτασμός των Χριστούγεννων είχε έντονο το στοιχείο της κοινωνικής συνοχής, της ενεργούς συμμετοχής της κοινότητας στη γιορτή και η θρησκευτικότητα ήταν οργανικό μέρος της συλλογικής χαράς.
Ήδη στα παιδικά μου χρόνια, δηλαδή στη δεκαετία του '60, στην Αθήνα επικρατεί μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Οι άνθρωποι δεσμεύουν χώρο, διεκδικούν ιδιωτικότητα. Ο έλληνας κλείνει τους λογαριασμούς του με την Ιστορία κι αποφασίζει να ξεχάσει. Έτσι μοιάζει να επουλώνονται οι πληγές του Εμφυλίου. Λήθη, εντατική αστικοποίηση και τα φαντάσματα άς σαπίζουν στις φυλακές.
Εν τέλει, αυτό το φωτεινό δεντράκι πίσω απ' το παράθυρο με την τραβηγμένη κουρτίνα, όσο κι αν σήμερα το αναπολώ, συγκρίνοντάς το με την κακογουστιά, την αμερικάνικη επαρχιώτικη κακογουστιά, της τωρινής μου πόλης, αλλά και της επαρχίας και του νησιού μου και του τελευταίου χωριού μου στο χάρτη - κακογουστιά που μεταδίδεται μέσω της τηλεόρασης σαν την πανούκλα - ήταν ήδη ένα εύγλωττο σύμβολο της ενδοστροφής του εκκολαπτόμενου αστού, της απόφασής του να ασχοληθεί με την πάρτη του, την επιβίωσή του και την προσωπική του ευημερία.
Δε φτάσαμε στο σήμερα χωρίς χτες... Φτάσαμε μέχρι εδώ καλά προετοιμασμένοι.
Και περπατώ εις το δάσος. Δάσος λαμπτήρων εν προκειμένω. Αναβοσβήνουν άναρχα σε κάθε μπαλκόνι, σε κάθε πρασιά, σε κάθε ταπεινωμένο λέιλαντ που από κεδροειδές κατέληξε φυτοφράχτης. Σπατάλη, ανοησία, ιδιοτέλεια, ατομικισμός, μιμητισμός, όλα βροντοφωνάζουν: "Γιορτάζουμε!", ή "Έχουμε και παιδιά να μεγαλώσουμε, να μη χαρούνε λίγο κι αυτά;" ή " Μόνο ο γείτονας θ' αναβοσβήνει τα λαμπιόνια του;".
Πίσω από τις μεγεθυμένες ευχαριστήσεις, τα αναλώσιμα γέλια και τα πλαστικά χειροκροτήματα κρύβεται όμως ένα φυλλοκάρδι που τρέμει, γιατί υπάρχει κι ένας λύκος στο παραμύθι, όπου να 'ναι θα εμφανιστεί. Κι όχι τίποτα άλλο, είναι κι αυτός υπό εξαφάνιση, πώς να τον σκοτώσεις!
Εγώ πάντως προτείνω το εξής, για όποιον περιπατεί απροστάτευτος και τρωτός εις τον υπέρ σούπερ έξτρα γκίγκα αστικό τούτο δρυμό: καθώς περιπολείται από τα κόκκινα λαμπιόνια και απειλείται από άι-βασίληδες διαρρήκτες που σκαρφαλώνουν στα μπαλκόνια, καθώς το βλέμμα του ιριδίζει μέσα στων πολυποίκιλων προβολών το ανεξιχνίαστο βάθος, και άλλοτε σεμνύνεται κάτω από τον ίσκιο των κομμένων ελατοκορφών, ή τρεμοπαίζει ανάμεσα στα πούπουλα μιας γαλοπούλας, να τρέφει μέσα του μόνο το χνώτο του αρνιού και να ακροάται μόνο τον ήχο του σανού.
Καλά Χριστούγεννα..
jiagogina
2 σχόλια:
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΖΩΡΤΖΙΝΑΚΙ ΜΕ ΠΟΛΥ ΑΓΑΠΗ ΣΕ ΣΕΝΑ ΤΙΣ ΓΑΤΕΣ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΟΥ! ΠΟΛΛΑ ΦΙΛΙΑ!
Χάρης
Με καθυστέρηση,μέχρι να καταλάβω πώς λειτουργεί η φάση με τα σχόλια, ανταποδίδω τις ευχές! Στις συναντήσεις!
Δημοσίευση σχολίου