Ο ΔΙΕΝΗΣ
Πάνω 'ς βουνίν, κατώ 'ς βουνίν, κάτω δευτερογούνιν,
τζει πάνω ήτουν άρκοντες τραπεζοκαθισμένοι.
Χάροντας μαύρα φόρησεν, μαύρα καβαλλιτζεύκει,
μαύρον σπαθίν εζώστηκεν, στους άρκοντες τζιαί πάει.
Από τον δουν οι άρκοντες επροσηκώθηκάν του·
- Καλώς ήρτεν ο Χάροντας να φα' να πκη μιτά μας,
να φάη άγρη του λαού, να φα' οφτόν περτίτζιν,
να πκη γλυκόποτο κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι,
απού το πίννουν άρρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμένοι.
Τζιαί πολοάτ' ο Χάροντας τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους:
- Έν ήρτα γιώ ο Χάροντας να φα', να πκιώ μιτά σας,
να φάω άγρη του λαού, να φα' οφτόν περτίτζιν,
να πκιώ γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι,
απού το πίννουν άρρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμένοι,
παρά 'ρτα γιώ ο Χάροντας τον κάλλιον σας να πάρω.
Τζιαί πολοούντ' οι άρκοντες του Χάροντα τζιαί λέουν·
- Παρακαλούμεν Χάροντα πκοιός ένι ο καλός μας;
Τζιαί πολοάτ' ο Χόροντας τους άρκοντες τζιαί λέει:
- 'Εναν κοντόν κοντούλλικον τζιαί χαμηλοβρακάτον,
κάτω η σέλλα χώννει τον, πάνω ξηκουρτουλλά τον,
ένι τζ' αναρκοδόντικον τζιαί μαυρομουστακάτον.
Απού τ' ακούει Διενής επροσηκώθηκέν του.
- Ά! Θκεός σ' αφίννω Χάροντα, να πάμε στην παλλιώστραν,
αν με νιτζιήσης, Χάροντα να πάρεις την ψυσιήν μου.
Σιερκές-σιερκές επκιάσασιν τζιαί πάσιν στην παλλιώστραν.
Τζιαί τζείνοι επαλλιώννασιν τρία ημερονύχτιά.
Τζεί πο' πκιάννεν ο Διενής τα κόκκαλα ελιούσαν,
τζεί πο' πκιάννεν ο Χάροντας τα γαίματα πιτούσαν.
Τζεί πο' νωσεν ο Χάροντας ο Διενής νικά τον,
επολοήθην τζιαί λαλεί τζιαί λέει τζιαί λαλεί του·
-Τζιαί χάμνα-χάμνα, Διενή, για να ξαναπκιαστούμεν.
Γρουσός ατός εγίνητζεν στους ουρανούς εξέην.
- Δοξάζω σε καλέ Θεέ, που 'σαι στα ψιλωμένα,
την δύναμιν που έδωκες τζ' ενίτζησέν μ' εμέναν.
Γρουσός ατός εγίνητζεν πάνω στην τζεφαλήν του,
τζ' έσγαφφεν με τα νύσια του να βκάλη την ψυσιήν του.
Τζιαί πολοάται ο Διενής του Χάροντα τζιαί λέει:
- Κατέβα που την τζεφαλήν τζιαί πκιάσ' με που το σσέριν
τζιαί δείξε μου την τέντα σου να πά' να μπούμεν μέσα.
Τζιαί πολοάται ο Χάροντας του Διενή τζιαί λέει:
- Όταν την δης την τέντα μου να κουτσαροθυμήσης,
αππέξω τέντα πράσινη, αππέσσω τέντα μαύρη,
τζι' αππέσσω τα τεντόξυλα ένι ματζελλωμένα.
Ο Διενής ψυχομασσιεί τζιαί τρέμει το παλάτιν,
χαρκωματένον πάπλωμαν τζιαί προύντζενον κρεβάττιν.
Αππεξωθκιόν εστέκασιν τρακόσσιοι δκυό νομάτοι,
τζι' ακόμα εφοούντον τον, να παν' να μπούσιν έσσω.
Ένας που τους παρκατώττερους, τέλεια που τους παρκάτους,
άνοιξεν τζ' ενέηκεν τζ' έκατσεν κοντά του.
Τζι' επολοήθην ο Διενής τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους:
- Καλώς ήρταν οι φίλοι μας να φαν' να πκιούν μιτά μου
να φάσιν άγρη του λαού, να φαν' οφτόν περτίτζιν,
να πκιούν γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι,
απού το πίννουν άρρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμένοι,
τζ' απού το πίννουν άρρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμένοι.
Τζιαί πολοούντ' οι φίλοι του τζιαί λέουν τζιαί λαλούν του:
- Εν ήρτασιν οι φίλοι σου να φαν' να πκιούν μιτά σου,
να φάσιν άγρη του λαού, να φαν' οφτόν περτίτζιν,
να πκιούν γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι,
απού το πίννουν άρρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμένοι,
τζ' απού το πίννουν άρρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμένοι,
παρά 'ρταμεν οι φίλοι σου να πης τες αντρεικές σου,
αν ίχως τζιαί πεθάνης, νά έχουμεν τες ξηές σου.
Τζι' επολοήθ' ο Διενής τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους:
-Κάτσετε τρώτε άρκοντες τζ' εγιώ να εξηούμαι·
Κάτω στο όρος των ορών, τον αρκοκαλαμιώναν,
φίδιν εφανερώθηκεν που μέσ' τον καλαμιώναν,
έγυρεν τζ' εσσαΐττεψεν δεκαοχτώ καμάρες,
έδειξεν τζι' εφανέρωσεν τριάντα τζεφαλάδες·
τζείνον εγιώ το έκαμα αφέλλια στο τηάνιν.
Εφτά βουρκούδκια γέμωσα ούλλον μούττες τζιαί γλώσσες,
οι μούττες εν τους δράκοντες, οι γλώσσες εν τους λιόντες.
Άησ' το που διψώ εγιώ, εδίψασεν τζ' ο μάυρος,
εις τον Αβρίτην ποταμόν Σαρατζηνός ηστέκει.
Στέκουμαι, συλλοΐζουμαι πώς να τον σσαιρετήσω·
εάν του πω, Σαρατζηνέ, εν αντροπή δική μου,
εάν του πω αφέντη μου, εν αντροπή δική του·
άτ' ας τον σσαιρετήσουμε σγιόν πρέπει, σγοιόν τερκάζει.
Γειά σου, γειά σου Σαρατζηνέ, φως τους αντρεικωμένους.
- Καλώς, ήρτεν ο Διενής, το γέλιος τους αθθρώπους.
Ο Διενής καλολοά, τζείνος ξυλιές τον λάμνει.
Τζεί 'πο 'νωσεν ο Διενής, κάτι πικρά θυμώθην.
Τζιαί σούζει το μανίτζιν τζιαί ππέφτει το ραβτάτζιν,
τρεις πιθαμάες σίερον ξύλον όσον εκράτει,
μιάν ττόππουζιά του έδωκεν τζεί πάνω πον' οι νώμοι,
τζ' εξέηκεν η ττοππουζιά, εξηνταπέντε μίλια.
Τρώαν τζ' επίνναν άρκοντες τζ' εππέσαν τα ποτήρκα.
Πολοηθήκαν άρκοντες τζιαί τζα χαμαί που ήταν:
Κάπου στραφτεί, καπού βροντά, κάπου χαλάζι ρίβκει,
κάπου ο Θεός εθέλησεν τον κόσμον να χαλάση.
Επολοήθην ο Θεός που τζεί χαμαί που ήταν.
Μήτε στραφτεί, μήτε βροντά, μήτε χαλάζι ρίβκει,
μίτε Θεός εθέλησεν τον κόσμον να χαλάση·
εν' ττοππουτζιά του Διενή τζι' εξέην τόσον κόσμον.
Τζιαί πολοΰνται άρκοντες που τζει χαμαί που ήταν:
Χαράς τον που την έδωκεν, αλλί τον που την έφαν.
Τζι' ο λόος εν επόσωσεν, μήτε η ομιλία
τζιαί νάσου τον Σαρατζινόν του κάμπου τζι' αναιφαίνει.
Τζει πάνω πον' οι νώμοι του νερόμυλοι γυρίζαν,
πάνω στην τζεφαλλούλαν του περτίτζια κακκαρίζαν
πάνω εις τες μασκάλες του σσύλλοι λαόν βουρούσαν,
πάνω εις τες ραχούλλες του ζευκάρκα αλωνεύκαν
τζεί μέσα στα ρουθούνια του, ζευκάρκα ξησταυλίζαν.
Εν Άγιω Θεόδωρω (Καρπασίας) 1 Αυγ. 1918
Αγαθάγγελος Χ'' Γεώρκι, ετών 45, γεωργός, αγράμματος
Από το βιβλίο που Ξενοφών Π. Φαρμακίδη «Κύπρια Έπη» εν Λευκωσία, 1926
Μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στο διαδύκτιο από NOCTOC, 5.09. 2017
Πάνω 'ς βουνίν, κατώ 'ς βουνίν, κάτω δευτερογούνιν,
τζει πάνω ήτουν άρκοντες τραπεζοκαθισμένοι.
Χάροντας μαύρα φόρησεν, μαύρα καβαλλιτζεύκει,
μαύρον σπαθίν εζώστηκεν, στους άρκοντες τζιαί πάει.
Από τον δουν οι άρκοντες επροσηκώθηκάν του·
- Καλώς ήρτεν ο Χάροντας να φα' να πκη μιτά μας,
να φάη άγρη του λαού, να φα' οφτόν περτίτζιν,
να πκη γλυκόποτο κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι,
απού το πίννουν άρρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμένοι.
Τζιαί πολοάτ' ο Χάροντας τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους:
- Έν ήρτα γιώ ο Χάροντας να φα', να πκιώ μιτά σας,
να φάω άγρη του λαού, να φα' οφτόν περτίτζιν,
να πκιώ γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι,
απού το πίννουν άρρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμένοι,
παρά 'ρτα γιώ ο Χάροντας τον κάλλιον σας να πάρω.
Τζιαί πολοούντ' οι άρκοντες του Χάροντα τζιαί λέουν·
- Παρακαλούμεν Χάροντα πκοιός ένι ο καλός μας;
Τζιαί πολοάτ' ο Χόροντας τους άρκοντες τζιαί λέει:
- 'Εναν κοντόν κοντούλλικον τζιαί χαμηλοβρακάτον,
κάτω η σέλλα χώννει τον, πάνω ξηκουρτουλλά τον,
ένι τζ' αναρκοδόντικον τζιαί μαυρομουστακάτον.
Απού τ' ακούει Διενής επροσηκώθηκέν του.
- Ά! Θκεός σ' αφίννω Χάροντα, να πάμε στην παλλιώστραν,
αν με νιτζιήσης, Χάροντα να πάρεις την ψυσιήν μου.
Σιερκές-σιερκές επκιάσασιν τζιαί πάσιν στην παλλιώστραν.
Τζιαί τζείνοι επαλλιώννασιν τρία ημερονύχτιά.
Τζεί πο' πκιάννεν ο Διενής τα κόκκαλα ελιούσαν,
τζεί πο' πκιάννεν ο Χάροντας τα γαίματα πιτούσαν.
Τζεί πο' νωσεν ο Χάροντας ο Διενής νικά τον,
επολοήθην τζιαί λαλεί τζιαί λέει τζιαί λαλεί του·
-Τζιαί χάμνα-χάμνα, Διενή, για να ξαναπκιαστούμεν.
Γρουσός ατός εγίνητζεν στους ουρανούς εξέην.
- Δοξάζω σε καλέ Θεέ, που 'σαι στα ψιλωμένα,
την δύναμιν που έδωκες τζ' ενίτζησέν μ' εμέναν.
Γρουσός ατός εγίνητζεν πάνω στην τζεφαλήν του,
τζ' έσγαφφεν με τα νύσια του να βκάλη την ψυσιήν του.
Τζιαί πολοάται ο Διενής του Χάροντα τζιαί λέει:
- Κατέβα που την τζεφαλήν τζιαί πκιάσ' με που το σσέριν
τζιαί δείξε μου την τέντα σου να πά' να μπούμεν μέσα.
Τζιαί πολοάται ο Χάροντας του Διενή τζιαί λέει:
- Όταν την δης την τέντα μου να κουτσαροθυμήσης,
αππέξω τέντα πράσινη, αππέσσω τέντα μαύρη,
τζι' αππέσσω τα τεντόξυλα ένι ματζελλωμένα.
Ο Διενής ψυχομασσιεί τζιαί τρέμει το παλάτιν,
χαρκωματένον πάπλωμαν τζιαί προύντζενον κρεβάττιν.
Αππεξωθκιόν εστέκασιν τρακόσσιοι δκυό νομάτοι,
τζι' ακόμα εφοούντον τον, να παν' να μπούσιν έσσω.
Ένας που τους παρκατώττερους, τέλεια που τους παρκάτους,
άνοιξεν τζ' ενέηκεν τζ' έκατσεν κοντά του.
Τζι' επολοήθην ο Διενής τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους:
- Καλώς ήρταν οι φίλοι μας να φαν' να πκιούν μιτά μου
να φάσιν άγρη του λαού, να φαν' οφτόν περτίτζιν,
να πκιούν γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι,
απού το πίννουν άρρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμένοι,
τζ' απού το πίννουν άρρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμένοι.
Τζιαί πολοούντ' οι φίλοι του τζιαί λέουν τζιαί λαλούν του:
- Εν ήρτασιν οι φίλοι σου να φαν' να πκιούν μιτά σου,
να φάσιν άγρη του λαού, να φαν' οφτόν περτίτζιν,
να πκιούν γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι,
απού το πίννουν άρρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμένοι,
τζ' απού το πίννουν άρρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμένοι,
παρά 'ρταμεν οι φίλοι σου να πης τες αντρεικές σου,
αν ίχως τζιαί πεθάνης, νά έχουμεν τες ξηές σου.
Τζι' επολοήθ' ο Διενής τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους:
-Κάτσετε τρώτε άρκοντες τζ' εγιώ να εξηούμαι·
Κάτω στο όρος των ορών, τον αρκοκαλαμιώναν,
φίδιν εφανερώθηκεν που μέσ' τον καλαμιώναν,
έγυρεν τζ' εσσαΐττεψεν δεκαοχτώ καμάρες,
έδειξεν τζι' εφανέρωσεν τριάντα τζεφαλάδες·
τζείνον εγιώ το έκαμα αφέλλια στο τηάνιν.
Εφτά βουρκούδκια γέμωσα ούλλον μούττες τζιαί γλώσσες,
οι μούττες εν τους δράκοντες, οι γλώσσες εν τους λιόντες.
Άησ' το που διψώ εγιώ, εδίψασεν τζ' ο μάυρος,
εις τον Αβρίτην ποταμόν Σαρατζηνός ηστέκει.
Στέκουμαι, συλλοΐζουμαι πώς να τον σσαιρετήσω·
εάν του πω, Σαρατζηνέ, εν αντροπή δική μου,
εάν του πω αφέντη μου, εν αντροπή δική του·
άτ' ας τον σσαιρετήσουμε σγιόν πρέπει, σγοιόν τερκάζει.
Γειά σου, γειά σου Σαρατζηνέ, φως τους αντρεικωμένους.
- Καλώς, ήρτεν ο Διενής, το γέλιος τους αθθρώπους.
Ο Διενής καλολοά, τζείνος ξυλιές τον λάμνει.
Τζεί 'πο 'νωσεν ο Διενής, κάτι πικρά θυμώθην.
Τζιαί σούζει το μανίτζιν τζιαί ππέφτει το ραβτάτζιν,
τρεις πιθαμάες σίερον ξύλον όσον εκράτει,
μιάν ττόππουζιά του έδωκεν τζεί πάνω πον' οι νώμοι,
τζ' εξέηκεν η ττοππουζιά, εξηνταπέντε μίλια.
Τρώαν τζ' επίνναν άρκοντες τζ' εππέσαν τα ποτήρκα.
Πολοηθήκαν άρκοντες τζιαί τζα χαμαί που ήταν:
Κάπου στραφτεί, καπού βροντά, κάπου χαλάζι ρίβκει,
κάπου ο Θεός εθέλησεν τον κόσμον να χαλάση.
Επολοήθην ο Θεός που τζεί χαμαί που ήταν.
Μήτε στραφτεί, μήτε βροντά, μήτε χαλάζι ρίβκει,
μίτε Θεός εθέλησεν τον κόσμον να χαλάση·
εν' ττοππουτζιά του Διενή τζι' εξέην τόσον κόσμον.
Τζιαί πολοΰνται άρκοντες που τζει χαμαί που ήταν:
Χαράς τον που την έδωκεν, αλλί τον που την έφαν.
Τζι' ο λόος εν επόσωσεν, μήτε η ομιλία
τζιαί νάσου τον Σαρατζινόν του κάμπου τζι' αναιφαίνει.
Τζει πάνω πον' οι νώμοι του νερόμυλοι γυρίζαν,
πάνω στην τζεφαλλούλαν του περτίτζια κακκαρίζαν
πάνω εις τες μασκάλες του σσύλλοι λαόν βουρούσαν,
πάνω εις τες ραχούλλες του ζευκάρκα αλωνεύκαν
τζεί μέσα στα ρουθούνια του, ζευκάρκα ξησταυλίζαν.
Εν Άγιω Θεόδωρω (Καρπασίας) 1 Αυγ. 1918
Αγαθάγγελος Χ'' Γεώρκι, ετών 45, γεωργός, αγράμματος
Από το βιβλίο που Ξενοφών Π. Φαρμακίδη «Κύπρια Έπη» εν Λευκωσία, 1926
Μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στο διαδύκτιο από NOCTOC, 5.09. 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου