Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σταθόγιαννης Πάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σταθόγιαννης Πάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10.2.22

ΠΑΝΟΥ ΣΤΑΘΟΓΙΑΝΝΗ, ΕΞΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΕΞ ΑΝΤΙΔΙΑΣΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΡΕΙΣ ΕΞ ΑΠΡΟΟΠΤΟΥ


 



1. Ποίηση είναι η αδυναμία της συνείδησης να ξεκόψει από τις συνήθειες της αφής.
2. Ποίηση είναι το αδίστακτο που διεκδικεί αρετή.
3. Ποίηση είναι η οργή που οξειδώνεται και μετατρέπεται σε απορία.
4. Ποίηση είναι η βούληση, αλλά από την οπτική γωνία της θλίψης.
5. Ποίηση είναι η ύστατη μάσκα της αδιαφορίας.
6. Ποίηση είναι το μέλλον ως υποκατάστατο της μνήμης.
7. Ποίηση είναι η εικονολατρεία που επιβάλλεται από εικονομάχους.
8. Ποίηση είναι η τομή ανάμεσα στο “σφάζω” και το “σφάζομαι”.
9. Ποίηση είναι το να ακούσεις ξαφνικά ελληνικά.

από τη σελίδα fb του ποιητή
Πάνου Σταθόγιαννη

17.11.21

Πάνος Σταθόγιαννης Πεντε σχόλια για τη μνήμη

 


Από τη σελίδα φβ του ποιητή 

ΠΕΝΤΕψ ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΝΗΜΗ


1. Αν η ζωή ενός ανθρώπου χωροθετηθεί σε γεωγραφικό χάρτη, ο ασφαλέστερος τρόπος για να οδηγηθούμε στην απόλυτη ανακρίβεια είναι το να ακολουθήσουμε τις υποδείξεις της μνήμης του.


2. Στη μνήμη δεν εισέρχεσαι, αναρριχάσαι, όπως σε πολύ δύσκολο βουνό˙ τα φαράγγια της είναι γεμάτα από πτώματα τάχα έμπειρων ορειβατών. 


3. Η μνήμη είναι ένα ανόητος κλεπταποδόχος – τα κλοπιμαία από το σεντούκι του χρόνου που αγοράζει ως τιμαλφή είναι εντελώς άνευ αξίας.


4. Η μνήμη μοιάζει με ανώφελη και ατέρμονη εξόδιο ακολουθία – ούτε ενταφιάζει, αλλά ούτε και ανασταίνει.


5. Περισσότερο από όλα τα έμβια όντα θα πρέπει να θυμούνται τα δέντρα, γι’ αυτό και είναι απολύτως καθηλωμένα και ακίνητα.

23.11.20

Πάνου Σταθόγιαννη, Περσεφόνη

 

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

Άλλος με έχει ως κύκλο στο μυαλό του, άλλος ως μια γραμμή που πάει, όμως εγώ σαν φυσαλίδα τρεμοπαίζω μέσα στο αλφάδι – μια εδώ, μια εκεί, ούτε εδώ, ούτε εκεί. Γι’ αυτό, μονάχα με μεταφορές μιλώ πλέον για μένα, μήπως σας πιάσει λίγο το μελάνι και με ξεχάσετε.

Γνώριζα πού σκιζότανε το χώμα και πήγα αυτοβούλως προς τα εκεί, δεν μ’ έστειλε η μάνα μου να μάσω μανουσάκια. Τον Άδη τον φέρεις μέσα σου όπως τον λυρισμό – του παραδίνεσαι προτού σε αιφνιδιάσει. Σου επιτρέπεται, ασφαλώς, να ισχυριστείς πως είναι αρπαγή, να ολολύξεις, όμως καλύτερα να κρατήσεις την ανάσα σου για λίγο, να τη δεις να αχρηστεύεται από μόνη της σαν κάθε τι το ευτράπελο. 

Ναι, ξέρω, υπάρχει κάτι ατιμωτικό σε αυτό. Είναι λες και από μια μισάνοιχτη πόρτα σε κρυφοκοιτάζει ένας ξεδιάντροπος υπηρέτης. όμως είναι αρκετή μια αυστηρή ματιά μου πάνω απ’ τον ώμο, ένα συριστικό μονοσύλλαβο. Και μπορώ να ντυθώ ή να γδυθώ ανενόχλητη.

Σιγά σιγά οι τρίλιες του αηδονιού θα ακουστούν σαν γαύγισμα. Το πρόσωπο αποσβήνει την αισχρότητά του, όπως το μπλε στο βάθος της χαράδρας, που δεν προλαβαίνει να εννοήσει πότε μαύρισε. Ο ήλιος ξαναγίνεται αυτό που πράγματι είναι – ένα συνώνυμο του ρύπου.


Με κόπο πια ανέρχομαι στις πάνω γειτονιές, παρότι ανθίζουν πικραμυγδαλιές στην Ελευσίνα. Σπεύδει η μητέρα να δέσει έναν Μάρτη στον καρπό του δεξιού μου χεριού. Με καθίζει στα γόνατά της και μου λέει πόσες αγέλες λύκων κατέβηκαν από τα χιόνια και ποιος θα υψώσει κούπα ετούτη τη χρονιά να πει “τούτο εστί το αίμα μου”. 

Μέσα μου βιάζομαι να ξαναβγώ με συμμαθήτριες στον Νύσιον πεδίον, τάχα για λουλουδάκια. Δυο βήματα πριν απ’ το ρήγμα, θα αδειάσω απ’ τα παπούτσια μου την άμμο του καλοκαιριού. Τώρα κατέρχομαι αυτοβούλως. Όπως βασίλισσα το ξύλινο κλιμακοστάσιο, σέρνοντας την παλάμη στην κουπαστή.


Και μην ακούτε τι σας λένε – η μνήμη είναι μεγαλύτερη από τον άνθρωπο. Πάντα του φτάνει. Εδώ, μάλιστα, της επιτρέπεται να καταχραστεί ηπείρους ολόκληρες από τη φαντασία, να επινοήσει παραδοξότητες, να εποικήσει ανύπαρκτα άστεα. 

Το ευτύχημα με τα βαθιά είναι πως πλέον δεν χρειάζεσαι τιμόνι.

Από τη σελίδα φβ του ποιητή 

22.11.20

Ο ΗΛΙΟΣ, Η ΣΕΛΗΝΗ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ , του Πάνου Σταθόγιαννη

 Ο ΗΛΙΟΣ, Η ΣΕΛΗΝΗ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ 

(παιδικόν ασμάτιον)

– Τι κοιτάζεις, μικρό και καλό μου παιδάκι;

– Περιμένω τον ήλιο απ’ το βουναλάκι…

– Τι χαζούλι που είσαι, πιστεύεις στο θαύμα,

και σου φαίνεται ήλιος το ουράνιο τραύμα…

 

– Κι αν δεν έρθει ο ήλιος, θα έρθει η σελήνη,

στην καρδούλα μου μέσα θα μπει και θα μείνει...

– Είναι κρύα η σελήνη, η καρδιά θα παγώσει,

και κανείς δεν θα 'ρθεί στη νυχτιά να σε σώσει..


– Θα σωθώ μοναχός, θα κρυφτώ στο ντουλάπι

και θ’ ανοίξω μονάχα, σαν έρθει η αγάπη…

–  Αχ, δεν ξέρεις – η αγάπη θα ’ρθεί και θα φύγει,

κι όλα πάλι γκρεμός, πυρκαγιά και κυνήγι…

 

– Τι κοιτάζεις, μικρό και καλό μου παιδάκι;…


Από τη σελίδα φβ του ποιητή 

13.10.20

Πάνος Σταθόγιαννης, Ο Παύλος κατεβαίνει απ’ τα χιόνια



Ο ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΑΠ’ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ

… μέχρι που βγήκε έξω εκείνος με τα λερωμένα
τρέχανε τα αίματα από τα γένια του 
ποτίζανε τις τρίχες τού στήθους
ένας βούρκος εκεί 
ένα κόκκινο που κόχλαζε
έπαιζε ρόλο και το βαρύ ταμπάκο στο χρου-χρου της ανάσας

έκρυβε ό,τι μπορούσε η κάπα η βαριά 
κι ένα χνούδι από χιόνι
έκρυβε κι εκείνος ό,τι μπορούσε
πήγαινε μονόπαντα, όπως τα έλατα όταν κατέρχονται

σαν μέσα από σπηλιά βγήκε
είχε και μια αρκούδα μέσα που κοιμότανε 
είχε κι έναν μαρμαρωμένο
πολλούς χειμώνες στη σειρά κοιμούνταν αγκαλιά οι τρεις τους

έξω, το χιόνι ένα μέτρο
από τότε με τους κομιτατζήδες είχε να χιονίσει τόσο
από τότε με τον Ευρυβιάδη
όμως εκείνος ήτανε πιο παλιός 
είχε μια έχθρα από παλιά με τους Μποτσαραίους, 
δώσανε τα χέρια 
ένεκα η πατρίς
τόσο παλιός ήτανε, τόσο γέρος

άμα τον κοίταγες έτσι όπως πρέπει να κοιτάνε οι άνθρωποι
νέος φαινότανε, 
κάπου στην οροσειρά του Ορβήλου, με φλογέρα και καριοφίλι 
μπορεί και Ίκαρος
θα ’λεγες – ετούτος δεν βγαίνει από σπηλιά 
ετούτος ίπταται

και σάμπως να ’κλαιγε
είχε μια πίκρα το κλάμα του, φαρμακωμένο ήτανε
σαν όπως όταν η απελπισία γίνεται οργή
μα ήταν ανήμπορος
γέρος πολύ
γερνούσε κι άλλο από τα κλάματα

είχε κι εκείνη τη σπαθιά που του ’σκιζε το φρύδι και το μάγουλο
άγιος του ’σωσε το μάτι, έβλεπε
έβλεπε σωστά 
τίποτα δεν έβλεπε από τα κλάματα

κι ο κάμπος κάτω, έξω απ’ τη σπηλιά, μέσα στο χιόνι
χωριά καμένα
οι εκκλησίες όλες ίσωμα 
οι άνθρωποι σκυφτοί
δεν τον βλέπανε που κατέβαινε κλαίγοντας
δεν βλέπανε τίποτα

“τα μπασταρδάκια μου”, μουρμούριζε 
σκούπιζε κάθε τόσο τα μάτια του
"τα μπασταρδάκια μου"

κατέβαινε γέρος πολύ, αλλιώς νέος
μέσα στα αίματα 
κλαίγοντας
τίποτα δεν έβλεπε από τα κλάματα…

_____________
Στις 13 Οκτωβρίου του 1904, σκοτώθηκε στο χωριό Στάτιστα της Καστοριάς ο μακεδονομάχος Παύλος Μελάς. 

 Το αντέγραψα από τη σελίδα φβ του ποιητή,  με τις ευχαριστίες μου 

27.9.20

Πανος Σταθόγιαννης, ΕΙΧΑ ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΠΟΤΕ

Είχα ένα κορίτσι κάποτε.

Όταν σουρούπωνε, μου άρεσε να του γλείφω με τις ώρες τον ιδρώτα. Και κάτω, χώματα υγρά, και τρυφερά σαλιγκάρια, και των χόρτων τ’ ανθάκια λιωμένα. Και πάνω, αέρινες οροσειρές, πουλιά που έρχονταν από τον Νότο, εύρωστα ζώδια. 

Το σώμα της μύριζε θειάφι πάνω από εκείνο που, όπως ανακάλυψα αργότερα, μυρίζουν όλες οι γυναίκες και γίνονται αυτό που είναι. 

Τώρα πια δεν θυμάμαι το όνομά της. Νομίζω ότι ούτε και τότε το ήξερα. Δεν χρειαζόταν. Την αναγνώριζα αμέσως ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα κορίτσια από τα αράπικα μαλλιά της. 

Ακόμα πιο παλιά, όταν ήταν ακόμα χρυσαλλίδα, είχε παρακαλέσει πολλές φορές τον θεό της να την κάνει αγόρι. Ήθελε να παλέψει μαζί μου και να με νικήσει και ως αγόρι. Διότι, ως κορίτσι, με νικούσε ούτως ή άλλως.


Δυο φορές βάλαμε φωτιά στα σπίτια μας και φύγαμε μακριά. 

Μας γύρισαν πίσω με το ζόρι. Σουρούπωνε κι ένα ζευγάρι πέτρινων ανθρώπων καθόταν σ’ ένα παράθυρο και μας κοιτούσε. 

Εκείνη την είχαν δεμένη με άλλο αγόρι κι εμένα με άλλο κορίτσι. Μου πήρε χρόνια μέχρι να αντιληφθώ ότι, κατά βάθος, ήταν το ίδιο. Στην Ερεσό, νομίζω. Με ζύγωσε στεφανωμένη με σέλινα. 

«Δεν με λυπάσαι;» μου λέει. «Δεν απορείς; Μονάχα έτσι ξέρεις να υφίστασαι; Κατάπληκτος;» 

Κλάψαμε για λίγο μαζί. Ύστερα, πήγαμε ο καθένας στο σπίτι του. Το καμένο.


Είπανε κάποιοι ότι εκείνη ανελήφθη.

Δεν είναι αλήθεια. 

Την ακούω συχνά να τραγουδάει τα σούρουπα, καθώς επιστρέφω απ’ τα πεδία των μαχών. 

Δεν τη ζυγώνω. Γιατί τότε θα της παραχωρήσω το δικαίωμα να ορίσει τη μοίρα μου, κι αυτό είναι κάτι που δεν το αφήνεις ποτέ σε χέρια αθανάτων. 

Σου πρέπει ένα κορίτσι χθαμαλό, σκέφτομαι. Από εκείνα που σου στέλνουν επιστολές αρωματισμένες και κλαίνε για σένα. Μέχρι που κάποιος τρελός θεός δεν αντέχει το κλάμα τους και σε σακατεύει – τα αποσπά με βία από πλευρό σου και σου λέει:

«Ιδού η Νυξ, η Λίλιθ, η Εύα, η Στύγα. Δώσε της ό,τι άλλο όνομα θέλεις. Παρ’ τη όμως και βούλωσ’ το». 

Αυτό το δεύτερο κορίτσι γνωρίζει απέξω όλα τα τραγούδια του πρώτου κοριτσιού. Τα σούρουπα, όταν εγώ επιστρέφω με τα ματωμένα λάφυρα, εκείνο κάθεται πετρωμένο στο παράθυρο, κοιτάζει πέρα και τα επαναλαμβάνει επακριβώς. Σαν ηχώ τους. 

Συχνά τα λέει πρώτη. Και η άλλη, η αθάνατη, έπεται.


Στην πραγματικότητα, εγώ είμαι αυτός που κάθεται στο παράθυρο όταν σουρουπώνει. Μη σας μπερδέψει το μειδίαμά μου – είναι ένα τυπικό ευχαριστήριο στην ύπαρξη, δεν είμαι πραγματικό άγαλμα. 

Το βλέμμα μου προσέξτε. Πάει πιο πίσω από τις λίμνες με τα βουρκονέρια, πίσω ακόμα κι απ’ όλες τις δοκιμασίες μου με τη σμίλη. Βρίσκει εκεί ένα κορίτσι και το φέρνει στο παράθυρο, δίπλα μου. Μαζί αγναντεύουμε το σούρουπο. 

«Ποτέ δεν έφυγα», μου ψιθυρίζει στο αυτί. «Πώς να σ’ αφήσω μόνο σου; Θα σε συλλάβουν. Κοίτα τους άλλους που τους φέρνουνε δεμένους. Κοίτα τι μαζί που είναι. Κοίτα τι χώρια».

Αγνοώ ποιους εννοεί, όμως ξέρω ότι έτσι και βγω από το μάρμαρο, θα ξανακάψω το σπίτι μου και θα φύγω μαζί της.


***


Είχα ένα κορίτσι κάποτε που δεν το έχασα ποτέ. Με βρίσκει εκείνο διαρκώς μπροστά του. Και ξέρει όλα τα ονόματά μου.


----------------

"Τον έρωτα τον κοίταξα", εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015

Το πήρα από τη σελίδα φβ του ποιητή, με τις ευχαριστίες μου!.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...