23.11.20

Πάνου Σταθόγιαννη, Περσεφόνη

 

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

Άλλος με έχει ως κύκλο στο μυαλό του, άλλος ως μια γραμμή που πάει, όμως εγώ σαν φυσαλίδα τρεμοπαίζω μέσα στο αλφάδι – μια εδώ, μια εκεί, ούτε εδώ, ούτε εκεί. Γι’ αυτό, μονάχα με μεταφορές μιλώ πλέον για μένα, μήπως σας πιάσει λίγο το μελάνι και με ξεχάσετε.

Γνώριζα πού σκιζότανε το χώμα και πήγα αυτοβούλως προς τα εκεί, δεν μ’ έστειλε η μάνα μου να μάσω μανουσάκια. Τον Άδη τον φέρεις μέσα σου όπως τον λυρισμό – του παραδίνεσαι προτού σε αιφνιδιάσει. Σου επιτρέπεται, ασφαλώς, να ισχυριστείς πως είναι αρπαγή, να ολολύξεις, όμως καλύτερα να κρατήσεις την ανάσα σου για λίγο, να τη δεις να αχρηστεύεται από μόνη της σαν κάθε τι το ευτράπελο. 

Ναι, ξέρω, υπάρχει κάτι ατιμωτικό σε αυτό. Είναι λες και από μια μισάνοιχτη πόρτα σε κρυφοκοιτάζει ένας ξεδιάντροπος υπηρέτης. όμως είναι αρκετή μια αυστηρή ματιά μου πάνω απ’ τον ώμο, ένα συριστικό μονοσύλλαβο. Και μπορώ να ντυθώ ή να γδυθώ ανενόχλητη.

Σιγά σιγά οι τρίλιες του αηδονιού θα ακουστούν σαν γαύγισμα. Το πρόσωπο αποσβήνει την αισχρότητά του, όπως το μπλε στο βάθος της χαράδρας, που δεν προλαβαίνει να εννοήσει πότε μαύρισε. Ο ήλιος ξαναγίνεται αυτό που πράγματι είναι – ένα συνώνυμο του ρύπου.


Με κόπο πια ανέρχομαι στις πάνω γειτονιές, παρότι ανθίζουν πικραμυγδαλιές στην Ελευσίνα. Σπεύδει η μητέρα να δέσει έναν Μάρτη στον καρπό του δεξιού μου χεριού. Με καθίζει στα γόνατά της και μου λέει πόσες αγέλες λύκων κατέβηκαν από τα χιόνια και ποιος θα υψώσει κούπα ετούτη τη χρονιά να πει “τούτο εστί το αίμα μου”. 

Μέσα μου βιάζομαι να ξαναβγώ με συμμαθήτριες στον Νύσιον πεδίον, τάχα για λουλουδάκια. Δυο βήματα πριν απ’ το ρήγμα, θα αδειάσω απ’ τα παπούτσια μου την άμμο του καλοκαιριού. Τώρα κατέρχομαι αυτοβούλως. Όπως βασίλισσα το ξύλινο κλιμακοστάσιο, σέρνοντας την παλάμη στην κουπαστή.


Και μην ακούτε τι σας λένε – η μνήμη είναι μεγαλύτερη από τον άνθρωπο. Πάντα του φτάνει. Εδώ, μάλιστα, της επιτρέπεται να καταχραστεί ηπείρους ολόκληρες από τη φαντασία, να επινοήσει παραδοξότητες, να εποικήσει ανύπαρκτα άστεα. 

Το ευτύχημα με τα βαθιά είναι πως πλέον δεν χρειάζεσαι τιμόνι.

Από τη σελίδα φβ του ποιητή 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...