3.6.20

Τάσος Λειβαδίτης, Οι Ορτανσίες




 Οι Ορτανσίες
Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε 
επίμονα, εγώ αργοπορούσα
ν’ ανοίξω, απολαμβάνοντας όπως πάντα 
την αγωνία μου. Όταν
άνοιξα ένας νέος στεκόταν έξω. “Έισαι ο 
Αρθρούρος Ρεμπώ απ΄τη
Σαρλεβίλ, είπα-τί θέλεις;” “Κινδυνεύουμε 
και οι δυο” μου λέει.
Όμως εγώ δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα 
να σηκώνομαι αργά το
πρώι, έψηνα τσάι και διόρθωνα λίγο το 
καπέλο μου που για να πα-
ραπλανώ τους διώκτες μου το φορούσα 
ακόμα και στον ύπνο μου. Αλλά
το πρόβλημα ήταν μετά. Πώς θα 
περνούσαν οι ώρες; Η μικρή κόρη
του κηπουρού είχε πεθάνει σ’ ένα 
νοσοκομείο απόρων, οι φυλακισμέ-
νοι έκοβαν βόλτες στα γκρίζα προαύλια 
χωρίς να κοιτάζουν τον ου-
ρανό και το καφενείο “Η Ωραία Εποχή” 
που μαζευόμαστε νέοι
είχε κλείσει. Καθόμουν λοιπόν και 
χαιρόμουν την ησυχία ή ξεφύ-
λιζα δρομολόγια τραίνων ή πλοίων (η 
αεροπλοΐα ήταν ακόμα για
τους πολύ τολμηρούς κι η λήθη πάντα για 
τους χαμένους). “Αρ-
θούρε, του λέω, πως μ΄ανακάλυψες; εμένα 
κανείς δεν με ξέρει.”
Χαμογέλασε. “Πάντα αγαπούσα τις 
ορτανσίες” είπε. Και κατεβή-
καμε τη σκάλα και πήραμε τους μεγάλους δρόμους
που δε βγάζουν πουθενά...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...