16.10.14

Ο ΟΡΚΟΣ

το διήγημα αυτό το έγραψα  από αφορμή την συναυλία που θα δώσουμε με την μουσική ομάδα αλληλεγγύης  "Αλληλέγγυες Νότες", στην οποία συμμετέχω,  υπέρ του νεοσύστατου φιλοζωικού Συλλόγου "ΣΩΦΙΑ",  που θα γίνει στο Δημαρχείο του Αμαρουσίου στις 12/11/14. Η συναυλία μας με τον  τίτλο "Θα πούμε το Νερό Νεράκι"  έχει θέμα το νερό. Μαζί με τα τραγούδια θα αφηγηθούμε και ιστορίες λαϊκές  και άλλες πάντα σε σχέση με  το νερό. Σκεφτήκαμε όμως να υπάρχει και μια ιστορία για τα  ζώα, λόγω του θέματος της εκδήλωσης... Κι έτσι  έγραψα αυτήν  την ιστουριούλα....


Ο ΟΡΚΟΣ
Ήταν 10 το πρωί και είχε ήδη θάψει και το τελευταίο γατί στον κήπο της. Τέσσερα της φόλιασε η Γειτόνισσα το βράδυ. Τα βρήκε το πρωί κοκαλωμένα έξω από την πόρτα. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Όλο το τσούρμο των γατιών που τάιζε εδώ και χρόνια η Γειτόνισσα το είχε ξεκληρίσει. Τα είχε καταφέρει τελικά. Αυτή ήταν η τελευταία, η χαριστική βολή. Η κυρία Λυγερή ακούμπησε την τσάπα στο ντουβάρι της παλιάς μονοκατοικίας, σκούπισε τον ιδρώτα και πήρε βαθιά ανάσα. Πώς την ελέγαν τη Γειτόνισσα. Αναρωτήθηκε αν είχε ποτέ όνομα. Κάποτε χαιρετιόντουσαν. «Γεια σας, κυρία Λυγερή!», «Γεια σας κυρία Μαίρη!». Ναι, μπράβο, Μαίρη την έλεγαν! Από τότε που πέθανε ο άντρας της όμως η κυρία Μαίρη το έχασε το όνομά της.  Και τα μυαλά της και τη ζωή της όλη. Κλείστηκε στο σπίτι και για μήνες το κλάμα της ακουγόταν σ’ όλο  τον κήπο της Λυγερής. Βουβό, πνιγμένο. Μόλις σταμάτησε να κλαίει, άνοιξε το παράθυρο, έβγαλε το κεφάλι της με το άβαφτο κοκκινωπό μαλλί αχτένιστο και φώναξε με στριγγή φωνή: «Κυρία Λυγερή, τα γατιά σου έχουν κάνει τον κήπο αποχωρητήριο. Λάβε τα μέτρα σου! Θα καλέσω το υγεονομικό!»
Από τότε άρχισαν όλα. Ένα – ένα, δύο – δύο τα γατιά άρχισαν να λιγοστεύουν. Όποιο το έβρισκε νεκρό το έθαβε στο κηπάκι. Πάλι άρχισε να βγαίνει το κοκκινωπό κασίδι από το παράθυρο και να φωνάζει: «Μας δηλητηριάζεις, κυρά μου, τι είναι εδώ, γατοταφείο; Θα φωνάξω το υγεονομικό!»
Το «υγεονομικό» ήταν ο κοινός παρανομαστής…  Η Λυγερή ποτέ δεν απαντούσε. Θύμωνε, ναι, μέσα στη φαντασία της τη σκότωνε τη Γειτόνισσα, που κάπου εκεί έχασε το όνομά της, μέσα της την μπούκωνε με φόλα και την παρατηρούσε να σπαρταράει και να πεθαίνει με φριχτούς πόνους, αλλά έξω της δεν μιλούσε. Έτσι είχε μάθει, από παιδί. Να μη μιλάει. Να σκύβει. Τώρα πια στα εξήντα τρία της το σώμα της είχε πάρει κλίση, κι αδύνατη σαν δεντράκι μισοξεραμένο έσερνε αργά τα ποδάρια με την αρθρίτιδα κι έμπαινε στο σπίτι της. Φθαρμένο και αυτό όπως κι εκείνη. Προικώον από τον πατέρα. Ποτέ δεν το χάρηκε γαμπρός. Μόνο έναν έρωτα είχε να απαριθμήσει στην άχαρη ζωή της. Κι αυτός δειλός, άγαρμπος, συνεθλίβη μέσα στις απαιτήσεις του Γονέως. «Είναι αμόρφωτος, δεν κάνει για σένα! Εσύ είσαι  πιανίστα! Είσαι μουσικός. Την καριέρα σου πρέπει να κοιτάξεις! Αυτός είναι προικοθήρας!»
Λύγισε η Λυγερή στις απαιτήσεις του πατρός, λύγισε και μέσα στα χρόνια, έχασε τη νιότη, την ομορφιά που ίσως είχε κάποτε, έχασε την πολλά υποσχόμενη καριέρα, έμεινε  μόνο μια  πίκρα, το πιάνο κλειστό, γεμάτο σκόνη, και το προικώον ανέπαφο… Συνηθισμένα πράγματα, ανθρώπινα. Μόνο το όνομα της έμεινε, ένα κακό καλαμπούρι της ζωής.
Τώρα όμως για πρώτη φορά κάτι έσπασε. Στόμωσε η ψυχή της από την οργή. Για το άδικο. Της δικής της ζωής κι όλων των κατατρεγμένων. Αδέσποτη κι αυτή σ’  έναν επικίνδυνο κόσμο. «Δεν αντέχω άλλο», ψιθύρισε. «Νίκησες, Γειτόνισσα! Να πα΄ να χαθώ, χώμα στο χώμα να γίνω κι εγώ. Σκουλήκι! Δεν ξαναμαζεύω αδέσποτα. Το ορκίζομαι! Στο διάβολο όλοι! Στο διάβολο κι εγώ!»
Δάκρυα, πόσα δάκρυα είχε φυλακισμένα μέσα της τόσα χρόνια. Έσπασε το φράγμα, τα δάκρυα ξεχύθηκαν. Δεκατέσσερα γατιά είχε θάψει τον τελευταίο χρόνο. Έπεσε στο παλιό ντουβάρι με τον ξεφτισμένο σοβά και τραντάχτηκε από λυγμούς. Το κεφάλι στηριγμένο στον τοίχο. Τα αραιά μαλλιά της γεμάτα σοβάδες. Έκλαιγε, έκλαιγε. Για τα χαμένα της ζωής, για τον αζώητο έρωτα, για τα τουμπανιασμένα ζωντανά, για το τίποτα που είχε μπροστά της.
Τότε ακούστηκε από την άκρη της μάντρας ένα ασθενικό νιούριασμα. Έντρομη η Λυγερή έστρεψε το κεφάλι. Προχώρησε προσεκτικά προς τη μάντρα. Το νιαούρισμα δυνάμωσε. Μέσα στα φυλλώματα της παλιάς περικοκλάδας έτρεμε ένα μαδημένο μικρό γατί, με μάτια τσιμπλιάρικα. Στάθηκε η Λυγερή. Έκανε  να φύγει. Να το αφήσει. Να μείνει πιστή στον όρκο της. Ένα βήμα πίσω και το παπούτσι της μάγκωσε στο πιατάκι του νερού για τα αδέσποτα, άδειο τώρα πια. Της ήρθε να το πατήσει, να το σπάσει. Θρύψαλα να το κάνει. Το γατί συνέχισε να νιαουρίζει. Αδύναμα αλλά επίμονα. Μέσα από τις τσίμπλες την κοίταζε στα μάτια, της φάνηκε. Το κοίταξε κι αυτή. Κι έτσι πέρασε πολλή ώρα, της φάνηκε.
Μετά από μία αιωνιότητα η Λυγερή έσκυψε και πήρε από κάτω το πιατάκι. Περπάτησε παραδίπλα στη βρύση και το γέμισε νερό.
«Άντε πιες λίγο, Πουπουλάκι!», μονολόγησε. «Μέχρι εκεί! Από μένα τίποτα άλλο!».

Έβαλε το πιατάκι με το νερό δίπλα στο γατί κι αυτό άρχισε να πίνει λιμασμένο. Τότε η Λυγερή συνειδητοποίησε ότι μόλις το είχε βαφτίσει....
jiagogina

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...