Ποῦ πάει, ποῦ μὲ πάει αὐτὸ τὸ ποίημα,
Μᾶλλον δὲ μὲ πάει· μ’ ἐπιστρέφει.
Ἀγκυλωμένο τώρ’ ἀνηφορίζει
πρὸς τὶς πηγὲς ἀπ’ ὅπου κατηφόρισε ἔξαλλο.
Πάντως ἀνηφορίζει, πάντ’ ἀνηφορίζει.
Κάποτε κάπου ὡστόσο ξάφνου ἀπογειώνεται
καὶ πιὰ μαζὶ μὲ τὸν ἀέρα κλαίει
στὰ κυπαρίσσια ἀνάμεσα
ποὺ σὰ μοιρολογῆστρες
λυγίζουνε δεξιὰ – ζερβὰ τὶς κορυφές τους
πάν’ ἀπ’ τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν μου:
-Δὲ συνηγόρησες γι’ αὐτούς – μοῦ λέει
-Δὲν τοὺς ἔχεις ἐξηγήσει ὅπως ἐπρεπε.
Φόρεσες τὸ δέρμα τους,
πῆρες τὰ ὀνόματά τους.
Ἀλλὰ τοὺς πλαστογράφησες.
Δὲν τοὺς ἔχεις ζήσει,
μόνο τοὺς ὑποδύθηκες.
Αἷμα δὲν τοὺς μετέγγισες.
Νὰ ἐνσαρκωθοῦν, καὶ να ΄ρθουνε στὶς δίκες τους
νὰ φωνάξουν, νὰ ἐπιμείνουν
νὰ βροῦν παραδοχή. Δικαιοσύνη.
Δὲν πάει, δὲ μὲ πάει αὐτὸ τὸ ποίημα.
Μᾶλλον μ’ ἐπιστρέφει.
Βαραίνει πάνω μου βαρὺ κι ἀσήκωτο
μολύβι ὀκάδες μὲ βουλιάζει μὲς στὸ χῶμα
ἐκεῖ ποὺ τρέμουνε καὶ τρίζουν
«θολὲς κι ἀξήγητες γιὰ πάντα
οἱ σκοτεινές μου ρίζες τῆς κραυγῆς».ἀπὸ η συλλογὴ
"Ποῦ πάει ποῦ μὲ πάει αὐτὸ τὸ ποίημα"
Ἑρμῆς, 1985
οι στίχοι στα εισαγωγικά παραπέμπουν στον τελευταίο μονόλογο της Μάνας από το Ματωμένο Γάμο του Λόρκα.
Ιδού:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου