Κύπρος 1974 |
Τον δ’ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ
θρῆνον Ἐρινύος
αὐτοδίδακτος ἔσωθεν
θυμός, οὐ τὸ πᾶν ἔχων
ἐλπίδος φίλον θράσος.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 990 ἐπ.
«Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα...», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος
δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι
τ’ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα,
«... καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη·
λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ.
Τρία καρτίνια ἀριστερά!»
Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο
κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο,
μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς
στὸν παγωμένον ἥλιο
κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός.
Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια ἀριστερὰ» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης.
...ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστὸς σ’ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ’ τὰ κάδρα.
Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ
σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε
κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας
ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος.
«Τούτη ἡ καμπάνα ―μέρα ποὺ εἴναι―
μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια.
Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος
ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος.
»Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας,
―σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ―
ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησί·
πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ’ ἀκρωτήρι,
χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἀνθρώπου
καὶ φαρμακερά.
Τὸ μοναστήρι τ’ Ἄϊ-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε
Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι
κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια
κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκή·
τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν.
Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα
καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη.
Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα
ποὺ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι.
Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα
καὶ βγαίναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας.
Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε,
ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη
χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι.
Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα
πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.
Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος
χαθήκανε· δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι· γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.
Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969
(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1974)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου