Η Αγαθή Δημητρούκα
μάς συστήνει άγνωστες πλευρές της προσωπικότητας του ποιητή
και συγχρόνως ξεδιπλώνει τη δική της ιστορία
Συνέντευξη στη Γιωτα Συκκα
Tα τραγούδια του αγαπήθηκαν από εκατομμύρια Ελληνες και μελοποιήθηκαν από τους μεγαλύτερους δημιουργούς. Ομως ελάχιστοι είναι αυτοί που έμαθαν ποιος ακριβώς ήταν ο Νίκος Γκάτσος. Κοινωνός του ρεύματος του υπερρεαλισμού με ένα μόνο ποιητικό έργο, την «Αμοργό», αλλά και με στίχους πολλών τραγουδιών που τον παντρεύουν μοναδικά με την παράδοση, δεν έδωσε ποτέ συνεντεύξεις, ούτε ενέδωσε στη γοητεία της τηλεόρασης. Οσοι τον έζησαν από κοντά στις λογοτεχνικές παρέες μιλούν για τη μοναδικότητα αυτού του αυστηρού με ιδιαίτερο πνεύμα και χιούμορ, Ελληνα ποιητή.
Η πνευματική του κληρονόμος, η Αγαθή Δημητρούκα, που έζησε κοντά του σχεδόν δύο δεκαετίες από τότε που «αυτοβούλως ανέλαβε την ευθύνη» της, μέσα από τη «μυθιστορηματική αυτοβιογραφία» της «Πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε το θάνατο» (εκδ. Πατάκη), ξεδιαλύνει την προσωπικότητα του Γκάτσου, μας συστήνει άγνωστες πλευρές του και συγχρόνως ξεδιπλώνει τη δική της ιστορία. Ενός κοριτσιού από το Πεντάλοφο Αιτωλοακαρνανίας, που έζησε τη βαρβαρότητα αλλά και την ανθρωπιά, την κακοποίηση αλλά και τη γενναιοδωρία, που τηλεφώνησε στον Γκάτσο για να στείλει στο σπίτι του, στην οδό Σπετσών 101, τους πρώτους της στίχους.
Ηταν η αφορμή για να γνωρίσει τον ποιητή στα 16 της χρόνια και έκτοτε να συναντηθεί με τον κόσμο της ποίησης και της μουσικής, με προσωπικότητες που σημάδεψαν την ιστορία της νεώτερης Ελλάδας πολιτιστικά, διαμορφώνοντας και τη δική της ταυτότητα.
Η Αγαθή Δημητρούκα, που ονειρευόταν άλλοτε να γίνει γιατρός -μάλλον εξαιτίας του ανάπηρου πατέρα της που λάτρευε-, αρχιτέκτονας ή νηπιαγωγός και τελικά βρήκε τον δρόμο της από νωρίς, ως στιχουργός, μεταφράστρια, συγγραφέας βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας και τώρα του πρώτου της ολοκληρωμένου βιβλίου, όταν δεν γράφει -πράγμα ασυνήθιστο-, προσπαθεί να βάλει σε τάξη το αρχείο του Νίκου Γκάτσου, να βοηθήσει Ελληνες και ξένους μελετητές του έργου του, να οργανώσει μια έκθεση για εκείνον μαζί με τα αφιερώματα που ετοιμάζονται φέτος για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του.
Θα ξανατηλεφωνούσα άμα ξαναγεννιόμουν
– Πώς αποφασίσατε να γράψετε αυτό το βιβλίο που ξεκινά από τη ζωή σας στην Αιτωλοακαρνανία και συνεχίζει με εκείνη δίπλα στον Νίκο Γκάτσο; Ηταν ένα ψυχαναλυτικό χρέος προς τον εαυτό σας;
– Καλύτερα να μη μιλάμε για χρέη. Ηταν μια εσωτερική ανάγκη που ένιωσα στις αρχές Μαΐου, τόσο επιτακτική σαν να επρόκειτο για ζήτημα ζωής ή θανάτου. Εξ ου και ο τίτλος, όπως και το μότο με το θανατερό χιούμορ του Κεβέδο, του αγαπημένου μου Ισπανού ποιητή. Μια ανάγκη να σκάψω κάτι σαν τσιμέντο μέσα μου, να ανασυνθέσω την κατακερματισμένη ταυτότητά μου, μήπως και βρω τη μαχητικότητα που απαιτεί η σημερινή ζωή.
– Το να εξομολογείται κανείς σκληρές προσωπικές ιστορίες, όπως ο παιδικός βιασμός, είναι και μια λύτρωση;
– Εν μέρει. Απόλυτη λύτρωση δεν νομίζω πως μπορεί να υπάρξει ποτέ. Το τραύμα θα παραμένει βαθύ. Απλώς βλέπει κανείς πιο καθαρά τις συνέπειες του βιασμού, μετριάζει το αίσθημα ενοχής του κι αρχίζει να υπερασπίζεται τον εαυτό του χωρίς τον πανικό μήπως βρεθεί αυτός στη θέση του βιαστή - ένας πανικός που τον έκανε μέχρι τώρα να θυσιάζεται στην επιθυμία ή στο συμφέρον του άλλου.
– Γράφοντας τι συνειδητοποιήσατε για τον εαυτό σας και τους γύρω σας; Σας έκανε αυτό το βιβλίο να δείτε τη ζωή σας και από μια άλλη ματιά;
– Με έκανε να δω τη ζωή μου από τη σωστή ματιά. Να την ξαναδιαβάσω από την αρχή με καθαρό βλέμμα, χωρίς το θάμπωμα που προκαλούν τα εκτυφλωτικά σκουπίδια. Κι ακριβώς γι’ αυτό συνειδητοποίησα πρώτα τα δικά μου λάθη κι έπειτα τα λάθη ή σφάλματα των γύρω μου.
– Υπήρξατε ένα κορίτσι, αγρίμι όπως σας χαρακτήριζαν στον χώρο του τραγουδιού για χρόνια, αλλά με τσαγανό όπως αποδείχτηκε, που πήρε τη ζωή στα χέρια του. Σήμερα στα 52 σας χρόνια, με μια απόσταση από τότε, τι λέτε, θα ξανακάνατε τις ίδιες επιλογές;
– Αν εννοείτε τις ορθές επιλογές, όπως αυτή που ξεκίνησε από την παρόρμηση να τηλεφωνήσω στον Νίκο Γκάτσο, βεβαίως και θα τις ξανάκανα άμα ξαναγεννιόμουν ή το επέτρεπαν οι συνθήκες.
– Πώς τον αντιμετώπισαν οι γονείς σας, όταν ήρθε στο χωριό για να σας συναντήσει και να τους γνωρίσει;
– Είτε επειδή τους είχα μιλήσει είτε επειδή θαύμαζαν τους ανθρώπους των γραμμάτων, δεν τον μπέρδεψαν -μέσα στο σκούρο κοστούμι του- με τους Αθηναίους πολιτικούς που κατέλυαν στο καφενείο του χωριού, ούτε με τους πρωτευουσιάνους διευθυντές της ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ που μας επισκέπτονταν μήπως τους πουλήσουμε για χαλίκι ένα χωράφι πλάι στον Αχελώο. Τον περίμεναν με μεγάλη χαρά σαν να δέχονταν μια σπάνια τιμή: Η μάνα μου είχε ετοιμάσει τα καλύτερα φαγητά της κι ο πατέρας μου, αν και λίγο μεγαλύτερος από τον Γκάτσο, τον υποδέχτηκε με την περίφημη φράση «Καλώς τον Γέροντα», δηλαδή «Καλώς τον ανώτατο άρχοντα».
– «Αργησες 20 χρόνια», σας είπε όταν ήρθατε να τον βρείτε στην Αθήνα. Νιώσατε αργότερα ότι αυτή η διαφορά καλύφθηκε;
– Ενιωσα πολύ γρήγορα να μειώνεται, όμως, ποτέ δεν καλύφτηκε. Γιατί, πώς θα μπορούσα να φτάσω το δικό του πνευματικό επίπεδο; Βλέπετε, η φύση αντιστέκεται.
– Εκτοτε ζήσατε μαζί του και έγινε ο μέντοράς σας. Νιώσατε ποτέ την καχυποψία των άλλων απέναντι σ’ αυτή τη σχέση;
– Αν εννοείτε τους ανθρώπους στο δικό μου χωριό ή στου Γκάτσου, για λίγο, στην αρχή. Στον περίγυρο του Γκάτσου στην Αθήνα, ποτέ. Λες και ήταν το φυσικότερο πράγμα του κόσμου.
– Στις συντροφιές του Φλόκα και του GB γνωρίσατε τους Χατζιδάκι, Ελύτη, Ξαρχάκο, Μούτση, Αργυράκη, Κηλαηδόνη… Τι σήμαιναν για σας και πώς σας δέχονταν;
– Ηταν τα πρόσωπα του «αόρατουθιάσου» που φανταζόμουν κυρίως πίσω από τα τραγούδια που άκουγα στο ραδιόφωνο και που τώρα έπαιρναν σάρκα και οστά και αποκτούσαν ανθρώπινες συνήθειες. Πώς με δέχονταν; Σαν το πιο αγαπητό πρόσωπο του Γκάτσου.
«Γιάννης ο φονιάς»
– Τα «μαθήματα» στιχουργικής που άρχισαν από τον «Γιάννη τον φονιά», τι σας έδειξαν για τα δικά σας βήματα; Ακόμη και σήμερα αναζητούμε τους πρωταγωνιστές των τραγουδιών του.
– Μου έδειξαν το πώς μετράμε μια μελωδία, πώς διακρίνουμε το αίσθημά της και πώς οργανώνουμε τους στίχους μας ώστε να έχουν «ευκρίνεια εικόνας», σαφήνεια λόγου και φυσική διαδρομή από τη μία ομοιοκαταληξία στην άλλη. Οσο για τους πρωταγωνιστές των τραγουδιών του, η αληθοφάνεια με την οποία τους περιβάλλει, δείχνει τη μεγάλη μαεστρία του. Κι όταν εμείς αναρωτιόμαστε αν υπήρξαν πραγματικά, σίγουρα ο Γκάτσος θα χαμογελάει πονηρά σαν πειραχτήρι.
– Πόσο διαφορετικός ήταν ο Γκάτσος που έκανε παρέα με τον Σωτήρη Μουστάκα κι έπαιζε στο καζίνο από εκείνον του ποιητικού του κύκλου;
– Με τρομάζετε με την ερώτησή σας. Δεν μιλάμε για σχιζοειδή προσωπικότητα, αλλά για… πολυσχιδή. Οσο για τον Μουστάκα, εκτός από σπουδαίος ηθοποιός -ήδη στις εξετάσεις της σχολής του ο Γκάτσος είχε διακρίνει το ταλέντο του- ήταν και υπέροχος άνθρωπος με πασιφανείς αποδείξεις. Ετσι, λοιπόν, κυνηγώντας και οι δύο την μπίλια της ρουλέτας, ο Γκάτσος κυνηγούσε το τυχαίο, τόσο αγαπητό μεταξύ των υπερρεαλιστών. Τα αποτελέσματα αυτού του κυνηγιού τα συζητούσε την επομένη με τον Ελύτη.
Φερθήκαμε σαν μωρόπιστοι παντού
– Τι μάθατε από την αυστηρότητά του και τι από τη στάση του απέναντι στη ζωή αλλά και τη δημοσιότητα;
– Δυστυχώς, δεν έμαθα να είμαι το ίδιο αυστηρή ούτε να κρατώ τις ίδιες αποστάσεις ή επιφυλάξεις. Παρασύρομαι από τη ζωή και εμπιστεύομαι ανθρώπους, οι οποίοι το μόνο που θέλουν είναι να σε κάνουν να μιλήσεις τη δική τους γλώσσα και να ασπαστείς την ημιμάθειά τους. Κι έρχεται τότε η φωνή της Μερσέντες Σόσα να με νουθετήσει: «Δυστυχισμένος αυτός που αναγκάζεται να ζήσει έναν διαφορετικό πολιτισμό».
– Γενικά, ζήσατε την ιδιωτική πλευρά των μεγάλων του ελληνικού τραγουδιού και της ποίησης. Πόσο διαφορετική ήταν από τη δημόσια;
– Με συγχωρείτε, αλλά εδώ έχω μια ένσταση: μόνο την ιδιωτική πλευρά του Γκάτσου έζησα και κατά ένα μέρος του Χατζιδάκι και της Μούσχουρη. Κανενός άλλου. Οι συναντήσεις τους ήταν ανοιχτές συνεδρίες σε δημόσιους χώρους.
Είχε χιούμορ
– Οσοι τον έζησαν έχουν να λένε για το χιούμορ του. Τον ενδιέφερε να βγαίνει και στη στιχουργική του ή το αντίθετο;
– Στον βαθμό που το ζητούσε η μελωδία, όχι επί τούτου, όχι βεβιασμένα. Αντίθετα απ’ ό,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά, υπήρχαν και πολλοί στίχοι του με πολιτικές αιχμές.
– Παρακολουθούσε την πολιτική; Θυμάστε κάποιες χαρακτηριστικές στιγμές που τον θύμωσαν;
– Δεν θύμωνε. Πικραινόταν. Και ακριβώς επειδή παρακολουθούσε την πολιτική τόσο της Ελλάδας όσο και του κόσμου, μέσω των ξένων εφημερίδων, έβλεπε το μέλλον δυσοίωνο. Από τις τελευταίες συμβουλές του ήταν να κοιτάξω να κάνω χρήματα, να προλάβω τη μεγάλη φτώχεια που θα ερχόταν. Ομως, δεν μου είχε μάθει και τον τρόπο, κι εγώ, ως πνεύμα αντιλογίας, εξέλαβα τον φόβο του ως ανάμνηση και απόηχο της Κατοχής.
Χάσαμε επαφή
– Η ποίηση του Γκάτσου είχε μια ενότητα ελληνικότητας. Τι έγινε στην ελληνική κοινωνία και έσπασε αυτή η ενότητα;
– Ως ευφυολόγημα θα απαντούσα ότι η κοινωνία έχασε την επαφή της με την ποίηση. Στην πραγματικότητα, όμως, ενώ δεν έχουμε ούτε δύο αιώνες που συσταθήκαμε ως κράτος δυτικού τύπου, βαλθήκαμε να «ανήκομεν εις την Δύσιν», και μάλιστα την παγκοσμιοποιημένη, άρον άρον και τσάτρα πάτρα. Δηλαδή, χωρίς αντιστάσεις, με μόνο κριτήριο το ότι καθετί ελληνικό είναι και εθνικιστικό, προκειμένου να ξεχάσουμε τη μικρή, φτωχή Ελλάδα που ξέραμε ώς τη δεκαετία του ’70, καθώς και την γκλίτσα και τα τσαρούχια των παππούδων μας. Φερθήκαμε σαν μωρόπιστοι, φαντασμένοι και κουτοπόνηροι χωριάτες, με οδυνηρές συνέπειες σε όλους τους τομείς και κυρίως στον τομέα της παιδείας. Γι’ αυτό, μην απορούμε αν προβάλλει ως μόνο εγγυημένο μέλλον για τα παιδιά μας το να γίνουν μισθοφόροι μιας καινούργιας υπερδύναμης.
– Στα 16 σας, η μετάφραση του «Ματωμένου γάμου» που έκανε ο Ν. Γκάτσος, αλλά και στίχοι τραγουδιών που ακούγατε στο ραδιόφωνο, σας οδήγησαν σε μια τολμηρή απόφαση για ένα κορίτσι της επαρχίας. Σήμερα θα ήσασταν τόσο παρορμητική;
– Φαντάζομαι ότι εννοείτε ως τολμηρή την απόφασή μου να τηλεφωνήσω και να επιδιώξω επικοινωνία με τον Νίκο Γκάτσο. Ασφαλώς και θα ήμουν και σήμερα το ίδιο παρορμητική. Και είμαι. Ορισμένα πράγματα, όπως ο χαρακτήρας των ξεροκέφαλων ανθρώπων, δεν αλλάζουν.
– Και πόσο ανοιχτοί είναι σήμερα οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι απέναντι σε μια μαθήτρια που θαυμάζει το έργο τους;
– Δεν ξέρω να σας απαντήσω. Μου φαίνεται πολύ ρομαντική η ερώτησή σας στην τόσο μηδενιστική πραγματικότητα που ζούμε.
Ενας επαναστατημένος νέος, άρα υγιής
– Ο γιος σας σάς ρωτάει για τη ζωή και τις συναντήσεις σας;
– Εχουμε μιλήσει κατά καιρούς, όταν ήρθε η κουβέντα. Τώρα είναι ένας επαναστατημένος νέος, άρα υγιής, όπως θα έλεγε ο Χατζιδάκις. Τολμάει ακόμη και να με επικρίνει πως, ό,τι και να κάνω, δεν θα φέρω πίσω τον Γκάτσο.
Οσο για τις μελλοντικές απορίες του, θα έχει πια το βιβλίο, στο οποίο μου επέτρεψε να τον αναφέρω γενικά ως γιο μου ή ως παιδί μου χωρίς το όνομά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου