ΚΟΣΜΕ ΧΡΥΣΕ
Κόσμε χρυσέ, κόσμ' αργυρέ,
κόσμε μαλαματένιε,
κόσμε και ποιος σε χάρηκε
κόσμε και ποιος σε χάρηκε
και ποιος θα σε κερδίσει,
ψεύτη κόσμε.
Εγώ 'μαι που σε γλέντησα
Εγώ 'μαι που σε γλέντησα
και 'γω θα σε κερδίσω,
ψεύτη κόσμε.
Πεζός περπάτουν στα βουνά,
στους κάμπους καβαλάρης,
στους κάμπους καβαλάρης,
ψεύτη κόσμε.
**********************
Εδώ έχουμε ένα τραγούδι "ριζίτικο".
Θα προσπαθήσω να το πλησιάσω, ορίζοντας αρχικά τα αντικρουόμενα αισθήματα που μου γεννά, εμένα του αμύητου αναγνώστη και ακροατή, καθόλου γνώστη της ιστορίας των ριζίτικων τραγουδιών ή της ιδιοπροσωπίας των Κρητικών, και δίνοντας λέξεις στις συνεπακόλουθες σκέψεις.
Η επαφή μου με το στίχο αυτό ήταν εξ αρχής μέσω της μουσικής. Άκουσα λοιπόν μια φωνή, απ' αυτές που σου συνταράσσουν τα σωθικά, του Νίκου Ξυλούρη εννοώ, κατά τα χρόνια της εφηβείας μου, επί δικτατορίας. Τότε κυριάρχησε μέσα μου η φωνή και η - αναλλοίωτη, μέχρι και σήμερα - γοητεία της. Ο στίχος πέρασε από μέσα μου ξώφαλτσα, συνοδευόμενος από ένα τεράστιο ερωτηματικό. Ο ψεύτης κόσμος πιθανώς, υπέθετα, συνδέεται με τα ψέματα που μας τάϊζε και μας πότιζε η δικτατόρια (;). Μέχρις εκεί.
Το τραγούδι το βρήκα μπροστά μου πριν λίγο καιρό στα πλαίσια εκπαιδευτικής εργασίας. Και στάθηκα πάλι μπρος του με το ίδιο δέος και την ίδια αμηχανία: μια "μεγάλη", "σπλαχνική", φωνή, που αποπνέει ελεύθερο ορίζοντα και ύψος - ύψος βουνίσιο - μια φωνή που δεν έχει ίχνος συναισθηματισμού, αλλά απλώς κρούει τον αέρα, μια φωνή που ακούγοντάς τη καταλαβαίνεις ότι δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά σέρνει πίσω της μια ιστορία, ιστορία ήχων και παθών, συνηθειών και τρόπων πολύ παλιών, μια φωνή τέτοια λοιπόν που απευθύνει το λόγο σε δεύτερο πρόσωπο στον Κόσμο. Το Εγώ της φωνής κοιτάει καταπρόσωπο το Εσύ του Κόσμου, ίσος προς ίσον, με απόλυτη ισοτιμία. Από μόνο του συγκλονιστικό το άκουσμα.
Ο λόγος, απόλυτα υποταγμένος στην προσωδία του μέλους, όπως σε όλα τα δημοτικά τραγούδια, τοξεύει κατ' ευθείαν, χωρίς υπεκφυγές το σκοπό του με δωρική απλότητα - κι αυτό μάλλον δεν είναι μόνον ένα σχήμα λόγου, αν δεχτούμε την άποψη ότι αυτοί οι Κρήτες των βουνών είναι μακρινοί απόγονοι των Δωριέων.
Πράγματι, στο ποίημα υπάρχει φειδώ εκφράσεων που γίνεται ακόμη πιο έντονη από τα μοτίβα των επαναλήψεων. Η μόνη "σπατάλη" είναι στα επίθετα του Κόσμου: χρυσός, αργυρός και μαλαματένιος. Τρία επίθετα απανωτά, αξιοσημείωτο για την οικονομία ενός δημοτικού τραγουδιού!
Η σωρευτική χρήση των επιθέτων όμως έχει το σκοπό της. Είναι ο δείκτης πολυτιμότητας του Κόσμου. Του Ενός Κόσμου, που όμως ο ποιητής τον επικαλείται τρεις φορές με τα επίθετά του, ως τρισυπόστατη οντότητα. Χρυσός, αργυρός και μαλαματένιος. Γίνεται εδώ άραγε υπαινιγμός για τον υλικό πλούτο ή μήπως πρόκειται για μια μεταφορά της πολυτιμότητας της ζωής;
Στο ερώτημα το δικό μου προστίθεται και το σκοτεινό ερώτημα του τραγουδιστή: "ποιος σε χάρηκε και ποιος θα σε κερδίσει;", όπου γίνεται, με την προσωποποίηση του Κόσμου, μια πύκνωση λόγου στο συμβολικό επίπεδο. Γιατί πώς "χαίρεται" ή "κερδίζει" κανείς τον Κόσμο; Τη στιγμή μάλιστα που ο ποιητής τον αποκαλεί "ψεύτη" στην κορύφωση του μέλους, αμφισβητώντας την αρχική του αποστροφή προς την πολυτιμότητά του;
Έρχεται μια αναπάντεχη απάντηση στη συνέχεια: "Εγώ είμαι που σε γλέντησα, Εγώ θα σε κερδίσω"! Στο Εσύ αντιπαρατίθεται το Εγώ σε μια κατά πρόσωπο προκλητική αντιπαράταξη. Παρότι ο Κόσμος δεν κερδίζεται, ως ψεύτης που είναι, ο ποιητής δεσμεύεται να υπερβεί την αντίφαση αυτή με δύο δηλώσεις: α) σε γλέντησα, πολύ μεγαλύτερης βαρύτητας ρήμα από το αρχικό "χάρηκε", και β) ΘΑ σε κερδίσω. Το σχήμα της πρώτης στροφής επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα:
αόριστος χρόνος: "χάρηκε / γλέντησα"
και μέλλων: "θα σε κερδίσει / κερδίσω".
Ωστόσο, πάλι η κατακλείδα "Ψεύτη Κόσμε", έρχεται να σκιάσει την βαρύτητα της δήλωσης, που θα επαναληφθεί και στο τέλος της τρίτης στροφής.
Τέλος, και ολοκληρώνω με τη δομική περιγραφή, ο ποιητής φαίνεται να εξηγεί το γιατί το παρελθόν του καθορίζει το μέλλον του, δηλαδή πώς οι εμπειρίες του παρελθόντος προοικονομούν το κέρδισμα του Κόσμου: "πεζός περπάτουν στα βουνά / στους κάμπους καβαλάρης ". Εδώ έχουμε σχήμα χιαστό: πεζός / καβαλάρης, βουνά / κάμπους. Ο χρόνος, Παρατατικός, δείχνει την επαναλαμβανόμενη πράξη, με τη σωρευμένη εμπειρία που συνεπάγεται. Το χιαστό συνθέτει τις εικόνες, αλλά αναδεικνύει και το δρων πρόσωπο: περπάτουν (=στεκόμουν στα δύο μου πόδια, βάδιζα) ή (ήμουν) καβαλάρης (=ίππευα, ήμουν κυρίαρχος του α-λόγου).
***
Δε θα ήθελα να προχωρήσω σε "ερμηνεία" του ποιήματος, ο ποιητικός λόγος, είναι πανταχόθεν ανοιχτός σε πολλαπλές αναγνώσεις. Απλώς θα ήθελα να ανοίξω κι εγώ ένα παράθυρο ανάγνωσης, έχοντας το διαμάντι αυτό του λόγου οδηγό.
Το κρίσιμο ερώτημα, νομίζω, είναι: ποιος, τι, είναι αυτός ο Κόσμος; Ποια τα στοιχεία, ποια η φύση του, ποια η μορφή του; Επανέρχομαι στο "πολύτιμο Εσύ" του Κόσμου. Χρυσός = ο Κόσμος της μέρας / ο ηλιακός Κόσμος, Αργυρός = ο Κόσμος της Νύχτας / ο Σεληνιακός Κόσμος, Μαλαματένιος = κατασκευασμένος πολύτιμος (γιατί το μάλαμα δεν σημειολογεί την ποιότητα του ορυκτού, αλλά την κατασκευασμένη του αξία). Άρα η πολύτιμη ύπαρξη του Κόσμου έγκειται στη συνεχή του κυκλική εναλλαγή από τη μέρα στη νύχτα, από την ηλιακή στη σεληνιακή όψη. Η φύση, λοιπόν, του Κόσμου δεν είναι μόνο Τόπος, αλλά και Χρόνος. Ο Χρόνος όμως είναι ο μεγάλος προδότης της ζωής, καθώς εμπεριέχει τη φάση του θανάτου, της φθοράς, της λήθης. Επομένως, ο Κόσμος, ως Τόπος και Χρόνος, είναι ισοδύναμα πολύτιμος και ψεύτης, μέσα στην αντινομία του.
Όπως ο Διγενής - ο αρχέτυπος τραγικός πολεμιστής - έτσι κι εδώ ο ποιητής έρχεται αντιμέτωπος με τον Κόσμο ως εκφραστή της φθαρτότητας, του Χάρου. Η πρόθεση μάχης είναι κοινή. Και η τραγική υπόσταση επίσης. Αυτό που θέλω μόνο να επισημάνω ως διαφορά ποιητικού ήθους του ριζίτικου σε σχέση με το ακριτικό τραγούδι είναι ότι εδώ το ποιητικό πρόσωπο έχει γυρισμένη την πλάτη σ' ένα παρελθόν ζωντανής μνήμης, βιωμένης, χορτάτης - με την έννοια του Καζαντζάκειου Ζορμπά - ζωής (έχοντας μάλιστα επιλέξει έναν προσωπικο δρόμο πορείας, που αντίκειται στην κοινή λογική: στην ανηφόρα πάει πεζός και στο ίσιωμα καβαλάρης), και δεν παζαρεύει μέρες. Έχει, παράλληλα, στραμμένο το πρόσωπο στην αναπόφευκτη ήττα του και καταφάσκει με το αυτεξούσιο που του προσφέρει το ανάστημά του στη ζωή, η όρθια στάση και το βάδισμα (περπάτουν) στον Τόπο-Κόσμο, και η αυτοκυριαρχία (καβαλάρης). Ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, σ' αυτό το μη-χρόνο που είναι ο Ενεστώς (ο οποίος απουσιάζει σοφά από το ποίημα), στέκει και τραγουδά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου