10.5.20

Θανάσης Μαρκόπουλος, για τη Μάνα


Η ΜΑΝΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Πήγαμε τις προάλλες
τη μάνα στους θεούς
Όταν τελειώσαμε
κατηφορίσαμε την Αριστοτέλους
χαζέψαμε τις βιτρίνες
καθίσαμε σ’ ένα café
Και τότε η μάνα
σαν κάτι να έσπασε μέσα της
βρήκε δρόμους παλιούς
κι έλεγε κι έλεγε
και πέφταν τα λόγια της
φτεροκοπώντας        
στη θάλασσα

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΜΑΝΑ

Η μάνα στην πόρτα
ο γιος στο φτερό
Την αποχαιρετά σαν γείτονας
που θα την ξαναδεί το απόγευμα
κι όχι Πάσχα Χριστούγεννα
άντε και καλοκαίρι

Στο μεταξύ
πώς διάολο τυχαίνει
βρέχει πάντα τέτοιες στιγμές

Η ΜΑΝΑ ΣΕ ΙΣΟΒΙΑ

Καιρός να φτερουγίσω πάλι

Με προσεγγίζει η μάνα βάρκα στο κύμα και μου προτείνει ασήμι να μου φέγγει στο δρόμο

Ξέρει πως είμαι συνταξιούχος του Δημοσίου και πως πήρα εφάπαξ ενώ εκείνη ζει στο χωριό με τη σύνταξη του πατέρα κι έχει τέσσερα παιδιά οχτώ εγγόνια δεκάξι φαρμάκια τη μέρα και μονάχα δυο πόδια που κι αυτά κονταίνουν από νύχτα σε νύχτα

Κι όμως

Μεγαλώνει η μάνα ρημάζει κι εγώ μαζί της μα παραμένει μάνα κι εγώ ο γιος της που πάντα έφευγε και πάντα επέστρεφε σαν το φεγγάρι

(Χαμηλά ποτάμια, Μελάνι, 2015)

Το δανείστηκα από τη σελίδα φβ του ποιητή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...