Ὁ ποιητής
Ὅ |
σο κι ἂν βρέχει τὸ χέρι του μὲς στὸ σκοτάδι,
τὸ χέρι του δὲν μαυρίζει ποτέ. Τὸ χέρι του
εἶναι ἀδιάβροχο στὴ νύχτα. Ὅταν θὰ φύγει
(γιατὶ ὅλοι φεύγουμε μιὰ μέρα) θαρρῶ θα μείνει
ἕνα γλυκύτατο χαμόγελο στὸν κόσμο ἐτοῦτον
ποὺ ἀδιάκοπα θὰ λέει «ναί» καὶ πάλι «ναί»
σ’ ὅλες τὶς προαιώνιες διαψευσμένες ἐλπίδες.
Καρλόβασι, 17.VII. 87
από τη συλλογή "Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχυα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου