1.10.10

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ: Στο τέρμα της πλάνης




Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΣΟΥ

Η βροχή με ηθικό αυτουργό τον ήλιο
παγιδεύοντας αιθέρια υλικά καλλωπίζει
τα τερατουργήματα της ανθρώπινης υπεροψίας.
Συναρμολογεί το τεμαχισμένο, καταλύει το γυαλιστερό
αφήνοντας χώρο στα μη βλεπόμενα.
Υποθάλπει το τρεμάμενο
σταλάζοντας ιάματα στους γδαρμένους τοίχους.
Παρέχει προθεσμία στην ανθρώπινη ατέλεια.
Φτερωτοί κατάσκοποι φερμένοι από θαλάσσια τύχη
με ουράνια πρακτική σκουπίζουν το γαλάζιο.
Αφαιρούν τους ρύπους της ευημερίας, τις οσμές
του πανικού.
Με τους ραμφισμούς τους ανταλλάσσουν πληροφορίες
δημοσκοπούν την ευκρασία των αέρων.
Μειδιούν με το μόχθο των αδαών
που αρνούνται την ακρόαση του σύμπαντος
γειωμένοι στις διαμαρτυρίες του Κιότο και
της Κοπεγχάγης.
Πολιτεύονται ευφρόσυνα με τις αμίαντες περιπολίες τους.
Μεταφέρουν παρθένους σπόρους
και τους σκορπούν εκεί που το μεταλλαγμένο.
Αγνοώντας την επίκτητη χρήση του χρόνου
επιμένουν στην ανθισμένη του ουρανού.
Μάχονται τη συλλογική ύπνωση.
Αφήνοντας μηνύματα στα ακρωτήρια στις στέγες
καταγγέλλουν την υπερχείλιση της ανθρώπινης
χρεοκοπίας.
Κοσμικοί ακτήμονες σταλμένοι από το Άλλο
ειρωνεύονται την αφθονία των λίγων.
Αρκεί μια κοσμική μπαλιά.
Έτσι κι αλλιώς το Σύμπαν αποφασίζει για τη Γη.
Ίσως στη θέση του δεινόσαυρου ο άνθρωπος.
Άραγε τι επίλογο θα γράψει ο ήλιος;

Απόβροχα απογέματα από την απορία κρεμασμένα.

ΠΙΚΡΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ
στον Κωνσταντίνο,
τον αυτόχειρα πατέρα της μητέρας μου

Άραγε, να σε γνώριζα, θα σ'  αγαπούσα τόσο;
Αν σκούπιζα τις μύξες και τα κλάματα στα γόνατά σου
τ'  αναφιλητά που μ'  έπνιγαν, θα γίνονταν λέξεις;
Αν αγκάλιαζα το λαιμό σου πριν του καρφώσεις
το μαχαίρι θ'  άλλαζες γνώμη;
Χωρίς το θρήνο της λαβής θα  'ταν πιο εύκρατο το αεράκι;
Αν αντίκριζα την άχραντη μορφή σου
θα 'ταν αλλιώτικο το φως;
Στο πρόσωπό σου που ποτέ δεν είδα
είδα όσα ποτέ μου δε θα ξαναδώ.

Έρχεσαι στον ύπνο μου ντυμένος στα μπλαβά.
Το ξημέρωμα με φωτεινές προθέσεις σβήνει για λίγο
των παιδικών το γκρίζο
και παύει ο πόνος να 'ναι διάδοχος του ύπνου.
Χρυσάφι στα χέρια σου το στάρι
και μύρο ο ιδρώς στο μέτωπό σου
που τρέχει νοερός να κρύψει τις δικές μου πράξεις
βυθισμένος καθώς είμαι στο μυρωμένο
σκοτάδι το βασιλικού.

Το όνομά σου: το μισό του κόσμου στο κενό.
Μισόλογα, μισόλογα, μισόλογα!
Πώς στα δικά μου λόγια να σε περιλάβω.
Λένε πως... Μα εγώ πιστεύω
πως έφυγες σαν ένα ρόδο που κουράστηκε ν'  ανθίζει.

Έτσι απόκρημνος κι αμάραντος το μέσα μου
στοιχειώνεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...