12.6.25

Ημερολόγιο - Ποιήματα για τα μάτια


PRELUDE - ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

Ανοίγοντας πρωί πρωί τα τυφλά μου μάτια βλέπω παχύρρευστο σκοτάδι μέσα σε λίμνη δακρύων. Στην επιφάνεια πλέει  μια γαρδένια θυσιασμενη . 

Ακούω τον αποχαιρετισμό της μυρωμένο,  χωρίς παρηγοριά. 

Γιατί στο βάθος, ω στο βάθος,  το στράτευμα της ιστορίας ελλοχεύει αμείλικτο


LA  FOLIE

Εύφημη στο μαύρο η μνεία

Όχι στο ερεβώδες το ζοφερό

Στο  άλλο της σκοτεινιάς  το δαντελωτό παραπέτασμα που δε καταπίνει μονομιάς 

Σε βυθίζει αργά σε ένα βάλτο από χρόνο

μνήμες αυτοδιασπώμενες  

μαχαίρια θρυμματισμένα 

Και τα δάχτυλα να μη χαϊδεύουν το πρόσωπο ούτε κανένα είδωλο

Μόνο το ανάμεσα κενό αυτό που τόσο λάτρεψες 

Και το χάδι να μετεωρίζεται αγεωμέτρητο 

Ανάμεσα σε ιζήματα βροχής και απουσία


Μην περιμένεις από μένα  πολλά 

Μην περιμένεις τίποτα 

Σε ξόδεψα σαν σερπαντίνα σε καρναβάλι τρελών 

Δεν έχει άλλο 

Βυθίσου 


ΕΦΗΜΕΡΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΕ ΣΚΟΝΗ 

Το μικρό μου αδέξιο χνάρι 

Ένα μισοσβησμένο πρόσωπο χαμογελαστό στο παρμπρίζ 

Βρώμικο το παρμπρίζ άπλυτο δυο χρόνια 

Κι έχει μείνει μόνο αυτό το αδέξιο σκαρίφημα ενός μικρού κοριτσιού που επιμένει να χαμογελάει κοροϊδευτικά με πεταχτά δόντια 

Σε ποιον; Στον Πακιστανό  που καθαρίζει το τζάμι;

Στον απέναντι οδηγό που  συνάντησε  στο φανάρι;

Στον φορτηγατζή  που θα σηκώσει ένα αμάξι χρόνια ακινητοποιημένο;

Ο νέος αγοραστής πάντως  θα το έχει πιο καθαρό το παρμπρίζ,

 μέσα έξω


ΟΞΙΑ Η ΦΗΓΟΣ

 Περνάν φιγούρες

Πρόσωπα που αγάπησα 

Που μίσησα 

Αβαρείς ίσκιοι περνάν όπως ψηλοκορμες οξιές  σε τρένο που τρεχει 

Και σύ στο τζάμι παίζεις ένα  μικρό παιχνίδι παρατήρησης 

Να σκλαβώσεις 

Τα φύλλα της οξιάς που διαφεύγουν

Το προσώπου σου που διαθλάται στο παράθυρο  

Τον υπνωτιστικό θόρυβο της μηχανής που σε  καθησυχάζει 


Περνάει το τρένο από τον μαγικό τόπο των Τεμπων  

Κι οι μορφές όλες εκρήγνυνται με χημική εξάχνωση 

Κι η προοπτική άλλαξε 

Το τρισδιάστατο τοπίο ένα θραύσμα 

Αιωρούνται εικόνες ανθρώπινα μέλη λέξεις ερωτολογα λυγμοί 

Και το ακατόρθωτο που κατωρθωσες 

Και τα ιζήματα της μοναξιάς που ανάθρεψες

(Αλήθεια πώς κατόρθωσες με τόση χειρωναξία να ξεπλένεις  ξανά και πάλι μοναξιά μόνο;)


Οξιά μου οξιά της σκάφης μου χαρά 


Πολλά θα είχε να πει κι  η Χρύσα για τις ψηλοκορμες οξιές 

Μα είναι κάποιες λέξεις που εγώ δεν μπορώ να τις προφέρω 

Αν μου τις έδινε εκείνη  στ’ αυτι να τις ακούσω 

Θα άκουγα σεβαστικα 

Και μετά 

Θα τις έσπαζα αυτοστιγμης κομμάτια   

Τίποτα ακέραιο  

Τίποτε ακαταπόνητο 

Να μην κατέχω 

Μόνο το εισιτήριο του τρένου 

Μεχρι το ανοίκειο φρενάρισμα των βαγονιών  

Και το θαλερό εκκωφαντικό τους θρόμβο


Jiagogina

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...