ΔΙΑΠΛΑΤΑ
Στο βάθος του δρόμου βλέπω ένα πρόσωπο
Που ετοιμάζεται να πεθάνει
Στρώνει το κρεβάτι κι ανοίγει το παράθυρο
Περαστικά πουλιά κελαηδούν
Κι ένα αεράκι σηκώνει την κουρτίνα
Ακροβατεί
Στην κόψη χαμογέλων και οδύνης
Μα πια ξέρει
Τι να πει στους οικείους
Τι έχει σώσει τι έχει χάσει
Τώρα ετοιμάζει το τελευταίο πρωινό
γάλα με μέλι
Πίσω μου υπάρχει ένας άλλος κόσμος
Ένα περιβόλι που έχει πιεί τις σκιές των ανθρώπων
Μια συκιά που ζει απ΄ τα αισθήματα
Ένα πευκάκι που δε μεγάλωσε ποτέ να γίνει πεύκο
Κι ας είναι καταπράσινο
Κρατιέται ζωντανό
Απ΄ τις θυσίες που κάνω καθημερινά στο βωμό της μνήμης
Κι άλλα πολλά δέντρα και πουλιά
Και χώμα ευωδιαστό
Και σιωπή
Λες απ΄ το πρώτο ξύπνημα
Μπρος μου εδώ τώρα ένας πυλώνας
Με ρίζες σα δέντρο βαθειά στη γη
Κι αυτό είμαι εγώ
Όραμα μιας φυλακής που εργάζεται
Λαξεύοντας το μάρμαρο σιγά-σιγά
Από τη γη στον ουρανό τ΄ αυλάκια του
Κι όλο ακούει κλαίγοντας τη μουσική των άστρων
Τι άλλο να πω για το χρόνο μου
Αρκετά με πονάει το κάθε ερμάριο που ανοίγει διάπλατα
Και ξεσπάει εντός μου
Πνεύμα
ΓΔ
5-11-98
Πεύκη
στην καφετέρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου