16.2.25

DA CAPO

  

 DA CAPO

 

1.

Σμίλεψε σήμερα ο άνεμος

καινούργιο σώμα

 

εκείνη ζούσε ακόμα - ένα μυστήριο -

βγήκε ο ήλιος και ξεθάφτηκε μόνη της

βρήκε το παγούρι θαμμένο κι αυτό μέσα στην άμμο

 - πώς το βρήκε ένα μυστήριο  

βάδισε τριάντα βήματα προς το βορρά κι άρχισε να σκάβει 

κι απλώς το βρήκε

ένα μέτρο κάτω απ΄ την άμμο με το λουράκι του σπασμένο -

 

Λογικά θα ΄πρεπε να προχωρήσει, έτσι κάνουν

συνήθως αυτοί που ελπίζουν στην όαση

εκείνη όμως γονάτισε κι άρχισε να κλαίει

περιμένοντας να την πυρπολήσει

ο ήλιος και 

να καεί ολοσχερώς

επιτέλους.

 

Ο ήλιος έκαιγε πολύ

και τα δάκρυά της εξατμίζονταν

πριν τα πιει η άμμος.

Έκλαψε για πολλή ώρα.

Μετά σηκώθηκε, ήπιε λίγο νερό κι άρχισε να προχωρά

ελπίζοντας ξανά

ότι η καλή τύχη ίσως φέρει στο δρόμο της κανένα καραβάνι

ή το βήμα της σε καμιάν όαση.

 

Πριν στερέψει η λέμφος του πένθους

και γίνει παρανάλωμα της ερήμου

 

 

 

 

 

 2.

Ήταν τρεις μέρες μετά ή τέσσερις - ποιος ξέρει - κι είχε ξανά παραισθήσεις:

 ήρθε ο Ευθύμιος ντυμένος με μπλε σκούρο κουστούμι λέει

υποκλίθηκε και την πήρε να χορέψουν ταγκό.

Πέρασαν τρία λεπτά ή τέσσερα - ποιος ξέρει -και χόρευε ταγκό με τον Ευθύμιο με βαμμένα χείλια βυσσινιά

xτενάκια  στα μαλλιά 

κι ανέμιζε μεταξωτό το φόρεμά της

βαθυκόκκινο

όπως το αίμα που ανάβλυσε απ΄ τις πληγές μιας άλλης κάποτε

ετοιμοθάνατης

πιο παλιά

τότε που έμαθε πως δεν υπάρχει ρόγχος κι ότι

το πρόσωπο του νεκρού σαπίζει πρώτο.

Σ΄ αυτή τη σκέψη ο Ευθύμιος μεταμορφώθηκε σε άλογο κι άρχισε να χλιμιντρίζει

κάλπασε και χάθηκε τρομαγμένο

μέχρι που έσβησε μες στην αχλύ.

Ακόμα ηχούσε η μουσική.

Βιμπράφωνο, βιολιά κι ακορντεόν μιας νοσταλγικής ορχήστρας

στα σαλέ της Αργεντινής κι οι μουσικοί

να χαμογελούν

με βλέμμα βυθισμένο στην ευωδία της μνήμης.

 

Εκείνη μπρούμυτα πεσμένη

έμεινε

μέχρι που χάθηκαν οι ήχοι.

Σηκώθηκε κι άρχισε πάλι να προχωράει.

 

 

 

 

 

 

 

3.

Την έκτη μέρα πίστεψε ότι την αγαπούσε ο άνεμος

γιατί της φέρθηκε όμορφα το προηγούμενο βράδυ στην αμμοθύελλα 

κι έτσι φαντάστηκε ότι ο άνεμος της μιλούσε και την ενθάρρυνε

σαν

Άγγελος Κυρίου.

Την έβδομη μέρα μίσησε τον άνεμο

γιατί το βράδυ της πήρε το παγούρι

κι έμεινε μόνο το λουρί που το κράταγε σφιχτά παρ΄ όλα αυτά

ακόμα

έτσι από πείσμα

για να του δείξει πόσο τον μισούσε.

Την όγδοη μέρα - ή ήταν η εικοστή, ποιος ξέρει - 

είδε μακριά μιαν όαση μα δεν το πίστεψε πια.

Προχώρησε όσο άντεχε κι έπεσε ελπίζοντας ετοιμοθάνατη

διακόσια μέτρα πριν το ρυάκι.

Τη μάζεψαν κάτι νομάδες που μιλούσαν ακατάληπτες γλώσσες τραχύθερμες

της δώσαν  φαϊ και νερό κι έμεινε τρία μερόνυχτα ή τέσσερα 

- ποιος ξέρει - 

να τρέμει απ΄ τον πυρετό μέσα στη σκηνή.

Όταν συνήλθε βγήκε ξημερώματα

πέταξε τα κουρέλια της και πλύθηκε στο ποταμάκι.

Έσκυψε στο νερό κι είδε ένα πρόσωπο που δεν το γνώρισε.

Ξανάσκυψε κι είδε ένα πρόσωπο που δεν το αισθάνθηκε

μετά βούτηξε πίσω το κεφάλι της και πήρε βαθιά αναπνοή

κοίταξε πάνω χρυσογάλανος

ήταν ακόμα ο ουρανός

σαν ξένο όνειρο

σκέφτηκε

και μετά έμεινε ανάσκελα για λίγο με τα χέρια ανοιχτά

να ακούει τη σουρντίνα των υδάτων.

 

 

 

4.

Την τριακοστή μέρα - ή την τριακοστή πρώτη, ποιος ξέρει -

καθόταν στο ανατολικό άκρο και ρέμβαζε.

Την τριακοστή δεύτερη μέρα καθόταν στο νότιο άκρο με τ΄ αυτί  κολλημένο στο χώμα κι αφουγκραζόταν τη βουή της ερήμου.

Την τριακοστή τρίτη μέρα καθόταν στο δυτικό άκρο και βούρκωνε ενώπιον της δύσης

μ΄ αυτή την Αφροδίτη που έλαμνε σιγά-σιγά 

έκπαγλη στο λυκόφως μ΄ ένα ρίγος.

Το ίδιο βράδυ στη γιορτή των νομάδων έκατσε δίπλα στη φωτιά και φαρμακώθηκε απ΄ τον τρόμο της φυγής.

Κάποιος ξένος περιηγητής κι αυτός φαίνεται το κατάλαβε

ήρθε κοντά της 

και το πρόσωπό του πυρόχαλκο μες στις ανταύγειες

λίγο της μίλησε

κάτι με τη ζεστασιά του βλέμματος

κάτι με τα χαμόγελα του σώματος

κάτι με τα πεστά ματόκλαδα που σα ν΄ ανοίγαν κάτι...

 

Θρόισαν τα φοινικόδεντρα

και ριγούσε το ποτάμι

και πάνω ο θόλος έναστρος

 

Περπάτησαν μαζί στην όχθη.

 

Κι εκείνη ξετύλιξε μπροστά της λεπτή

μια μουσελίνα,

για να τον βλέπει τρυφερά έστω γι΄ αυτό το βράδυ.

Τον έντυσε με μουσελίνα και μετά

γδύθηκε απ΄ τα βαμβακερά της και ντύθηκε μετάξι.

Αγγίχτηκαν πρώτα στα ακροδάχτυλα των ποδιών

κι ύστερα λίγο οι κοιλιές

Τα χέρια σα συνεσταλμένα δε θέλαν να διαρρήξουν το μετάξι.

Κι έτσι σιγά-σιγά ζευγάρωσαν  καθώς

θρόιζαν τα φοινικόδεντρα

και ριγούσε το ποτάμι 

και πάνω ο θόλος έναστρος.

5.

Την άλλη μέρα έκατσε στο βόρειο άκρο

και το σώμα της ήταν γεμάτο έρωτα ακόμα

μ΄ αποτυπώματα φιλιών σε κόχες και σε κοιλάδες με άνθη

γλυκά νερά λουσμένο και σε γκρεμνούς πυράκανθοι.

Αναστέναξε

και κάτι νοστάλγησε

 

(το ανομολόγητο πλήγμα της φυγής μάλλον 

παρά τον πόθο της πατρίδας λέω ΄γω σήμερα που 

γνώρισα τη φύση της έστω για λίγο

πριν από χρόνια σ΄ ένα θάλαμο προσφύγων απ΄ τα αντίπερα βουνά.

Λίγο μιλήσαμε - δεν ξέρω, ίσως πολύ -

εικάζω τέλος πάντων ότι κάτι δεν άντεχε κι έφευγε να το βρει.

Δεν ξέρω πάλι, τέλος πάντων.

Μου μάθαινε ψιθυριστά παρ΄ όλη την οχλοβοή και τη συνάφεια

ένα δικό της άμετρο τραγούδι το εξής περίπου:

 

...άγονο δάκρυ άγονο 

μέρα τη μέρα ατμός γίνεται η ζωή μου.

Νομάδες ακόμα δεν ήρθαν τι κι αν θα φανούν

γι΄ αυτό το δάκρυ δεν υπάρχει αντίτιμο

έπεσε και κανέναν δε δρόσισε

κανείς Θεός δεν το ΄δε να ευφρανθεί

κανείς άνθρωπος δεν το στραγγίζει λα λα λα...

Με τρώει η έρημος αιμορραγώ

τι να τραγουδήσω πώς να παρηγορηθώ

ζω μες στο ευεπίφορο των αμμολόφων

κι η Ποίηση είναι μακριά...

Άγονο δάκρυ λα λα λα

η Ποίηση χορεύει τώρα σε μιαν όαση

μακριά απ΄ τη δική μου τη διάρκεια

η Ποίηση χορεύει τώρα με τους γαλαξίες στα χέρια της 

βραχιόλια

κι εγώ μαντεύω ήδη την απόσβεση

 

που θα παλέψει με τον πόνο μου και θα νικήσει

λα λα λα 

αύριο πρωί

μόλις τελειώσει αυτή η Νύχτα

και ξεχυθούνε τα δρεπάνια της Αυγής.

 

...τι να πω,

 νοσταλγούσε ίσως τον εχθρό τον άνεμο

και τον πόλεμο ίσως 

με το ατελέσφορο κενό 

των διακαών παθών)...

 

Κι έφυγε εν τέλει είκοσι μία του μηνός ή είκοσι δύο

- ποιος ξέρει - 

μ΄ ένα παγούρι τρεις κουβέρτες και τη μουσελίνα στο σακίδιο

για το βορρά είπε και χαιρέτησε.

 

Ποιος ξέρει αν ζει ακόμα

και σε ποιαν επικράτεια

ορμέμφυτης ποιας μοναξιάς.

 

Da Capo Al Fine.

Fine.

 

Απρίλιος ΄97

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...