13.
Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ - ἤμουνα παιδί. Ἔπιασε φωτιὰ τὸ σπίτι μας. Ἀντὶ νὰ βοηθήσω γιὰ τὸ σβύσιμο, καθὼς ὅλοι οἱ ἄλλοι τοῦ σπιτιοῦ, βγῆκα ἔξω μὲ τὸν ξένο κόσμο ποὺ ἔκανε χάζι ἀπ' ἔξω, καὶ χάζευα κι ἐγώ, ἀγναντεύοντας τὸ σπίτι μου ποὺ καίγοταν. Μοῦ ἔφυγε μάλιστα κ' ἕνα περίεργο ξεφωνητό. Ἔλεγα πρὸς τοὺς γύρω μου, κοιτάζοντας τὸ σπίτι μου ποὺ καίγονταν.Ἔλεγα καὶ ξανάλεγα: "Κλαίω καὶ γελάω! Κλαίω καὶ γελάω!" Κάποιος μάλιστα μ' ἄκουσε καὶ γέλασε μὲ τὴν περίεργη φράση μου καὶ τὴν εἶπε καὶ σὲ ἄλλους καὶ γελάσανε κι αὐτοί. Κ' ἔτσι ἄθελα ἐφάρμοζα, δωδεκαχρονίτης penseur τοῦ γλυκοῦ νεροῦ, τὴν ἀρχὴ κάποιων σημερινῶν φιλοσόφων ποὺ τὸν κόσμο δὲν τὸν νιώθουνε παρὰ σὰν ἕνα θέαμα γιὰ ἀπόλαυση καλαισθητική. Περάσανε χρόνια. Μιὰ βραδιὰ βρέθηκα σ' ἕνα σπίτι, γνώριμο, μὰ πάντα ξένο. Τὸ σπίτι ἔπιασε φωτιά. Πῆρα τὸ καπέλλο μου κ' ἔφυγα σὰν ἀστραπή. Ἔτρεξα στὸν ἀστυνομικὸ σταθμὸ τῆς γειτονιᾶς, φώναξα, ζήτησα τὴ βοήθεια τοῦ πυροσβεστικοῦ λόχου, τὸν ἔβαλα μπροστά, καὶ τράβηξα ἥσυχα νὰ κοιμηθῶ. Ὁ λόχος ἔφτασ' ἔγκαιρα κ' ἔτσι σβύστηκε ἡ φωτιά, γλύτωσε τὸ σπίτι. Ὕστερα ἀπὸ καιρό, ἕνα βράδυ, ἡ κυρία τοῦ σπιτιοῦ ποὺ κινδύνεψε νὰ καῆ, μ' ἐρώτησε γελώντας τί ἔγινα τὴ βραδιὰ ποὺ πῆρε φωτιὰ τὸ σπίτι. Ὅταν τῆς εἶπα πὼς ἔτρεξα στὸν πυροσβεστικὸ σταθμό, ξαφνίστηκε: -Μπά! κ' ἐμεῖς νομίσαμε πὼς τρόμαξες και πῆρες τὸ καπέλλο σου κ' ἔφυγες! - Γιὰ νὰ τὰ σημειώνω τώρα τἀσήμαντα τοῦτα, θαρρῶ πὼς κάποιο νόημα θὰ κρέμεται ἀπὸ κεῖνα.
αντιγραφή από τον δέκατο τόμο των Απάντων, εκδόσεις Μπίρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου