Θα πενθώ πάντα —μ' ακούς;— για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο
VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
μόνος, στον Παράδεισο
Στο μεδούλι μέσα κατοικεί το πένθος, όπως ακριβώς ο έρωτας. Το σώμα ξέρει το θάνατο. Το μυαλό όχι. Το σώμα ξεπερνά το μυαλό σε γνώση, έχει δικό του νου, ανώτερο που δεν προαπαιτεί την εμπειρία, για να αντιληφθεί, αλλά είναι συνεχώς εν λειτουργία. Η ζωή κι ο θάνατος είναι μια κοινή, αδιατάραχτη λειτουργία κι η ομιλία τους έρωτας και πένθος.
Πενθούντες βιώνουμε την αποχή από τη ζωή, που δεν είναι μια επιθυμητή αναχώρηση, είναι Απώλεια. Βιώνοντας την Απώλεια, ο νους, αυτός ο ανεπίδεκτος κομπογιαννίτης της αλήθειας, αναγκάζεται να συμβιβαστεί με ό,τι δεν μπορεί να ερμηνεύσει: το αμετάκλητο φευγιό στο τίποτα (πριν πούμε το Τϊποτα "Παράδεισο" ή "Κόλαση", ή "Κάτω Κόσμο" ή "Γη των Μακάρων", ή τόπο συνάντησης ψυχών σε ένα βεβαιωμένο πλην αβέβαιο μέλλον). Η παράδοση του νου στο Τίποτα είναι το πένθος.
Στο τίποτα μέσα μπορώ να απουσιάσω ελεύθερα από τη ζωή. Να θρηνήσω για το παράλογο, το ανήκεστο, για το αψεγάδιαστο του αγαπημένου σώματος που έγινε ψεγάδι με την απουσία του. Να αφεθώ εν ζωή όντας στη μη ζωή και αναγκαστικά να την εμπιστευτώ γιατί με περιλαμβάνει. Να αποδεχτώ τη μη ζωή μέσα μου ζώντας τη.
Αυτή τη μεγάλη ευκαιρία τελετουργικής καταβύθισης στο πένθος την δίνει συλλογικά και ατομικά καθε Μεγάλη Παρασκευή ο θρήνος του Επιταφίου. Και φέτος, μέσα σ΄ αυτήν την πρώτη Άνοιξη, την πιο σκληρή, μέσα στα πρώτα εκτυφλωτικά άνθη της κουτσουπιάς και της γλισίνας, στις πασχαλιές και τις παπαρούνες, ο θρήνος ανεξήγητα ευωδιάζει καθώς η μοίρα των λουλουδικών: σκορπίζεται με βαρύ άρωμα βιολέτας και λιγώνει τα σπλάχνα.
Το λέει ο μύθος, το λέει και το μεδούλι: δεν υπάρχει αναγέννηση χωρίς θρήνο. Δεν υπάρχει ανάσταση χωρίς πένθος.
Τι άλλο είναι ο εξανθρωπισμός;
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
Οδυσσέα Ελύτη, Μονόγραμμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου