Στ’ Οσίου Λουκά το μοναστήρι, απ΄’οσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι όσες,
μοιρολογήτρες ως με του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη – έτσι γλυκά θρηνούσαν! –
πως, κάτου απ΄τους ανθούς, τα’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Επιτάφιος Θρήνος,
κι οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ΄του ναού τη θύρα αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!..
Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π΄απ΄την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τα΄άλλα ως κάτου,
κι απ΄ τ’ Άγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ως με την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στην μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!»
Και να, ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο. Και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!..
Και τότε – μάρτυράς μου να’ ναι ο στίχος,
ο απλός και αληθινός ετούτος στίχος –
απ’ το στασίδι που’ μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντήλι, να χυμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
-έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-,
και να σύρει από τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου… Βαγγέλη!»
Κι ακόμα, - μάρτυράς μου να’ ναι ο στίχος -,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένο Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως το στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!..
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι όσες,
μοιρολογήτρες ως με του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη – έτσι γλυκά θρηνούσαν! –
πως, κάτου απ΄τους ανθούς, τα’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Επιτάφιος Θρήνος,
κι οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ΄του ναού τη θύρα αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!..
Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π΄απ΄την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τα΄άλλα ως κάτου,
κι απ΄ τ’ Άγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ως με την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στην μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!»
Και να, ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο. Και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!..
Και τότε – μάρτυράς μου να’ ναι ο στίχος,
ο απλός και αληθινός ετούτος στίχος –
απ’ το στασίδι που’ μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντήλι, να χυμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
-έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-,
και να σύρει από τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου… Βαγγέλη!»
Κι ακόμα, - μάρτυράς μου να’ ναι ο στίχος -,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένο Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως το στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου