Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκειὰ ἡ ἑσπέρα...
Ἡ σκέψη μου νοσταλγικὰ ἐνυχτώθη
στὸν κῆπο, στὴ λιμνούλα καὶ στὴ σέρρα,
ποὺ ἐσβήνανε τριαντάφυλλα σὰν πόθοι,
κι ἐπέθαινε στὰ τζάμια πάνω ἡ μέρα.
Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκειὰ ἡ ἑσπέρα...
Ἕνας καημὸς ποὺ ἀκόμα δὲν ἐδόθη
γινόταν ἄστρο. Σύννεφο ἀπὸ πέρα
μεγάλωνε (ἴδιο σάβανο ποὺ κλώθει
μὲ μοχθηρὴ σπουδὴ μοῖρα-μητέρα).
Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκειὰ ἡ ἑσπέρα...
Ὅταν τὸ δέος μου ἀξήγητον ἁπλώθη,
τὸ στερνὸ ρόδο θὰ 'χανεν ἡ σέρρα
καὶ ἡ λίμνη μὲ νεκροφύλλα θὰ ἐστρώθη.
Τ' ἄστρα ζυγόνανε, καημοὶ, ἀπὸ πέρα.
Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκειὰ ἡ ἑσπέρα.
ἀπὸ τη Χαμηλή Φωνή,
μιὰ προσωπικὴ ἀνθολογία του Μανώλη Ἀναγνωστάκη
εκδόσεις Νεφέλη (1990)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου