Περπατώντας εις το Βερολίνο όταν ο ήλιος δεν είναι εδώ…
Φλεβάρης: Έξι μέρες χιόνι ρίχνει στο Βερολίνο κι όταν επιτέλους βγαίνει ο ήλιος, τα πεζοδρόμια – αυτά τα καλοστρωμένα και καλλιτεχνημένα πεζοδρόμια, – γίνονται πίστες για πατινάζ.
Κυκλοφορούν απτόητοι ανάμεσα στις νιφάδες οι ποδηλάτες στη λωρίδα τους, φτυαρίζουν οι κάτοικοι το χιόνι απ’ τις εισόδους, γλιστράει επικίνδυνα και ζαλιστικά η άσφαλτος κάτω από τα χειμερινά λάστιχα, οι πάπιες στον Σπρε ζητιανεύουν κομματάκια μπρέτσεν από τους χασομέρηδες περαστικούς, πέφτει το βράδυ απ’ τις έξι μ’ ένα μπλε βαθύ παντού και το χιόνι στροβιλίζεται αστραφτερό παιχνιδίζοντας με το φως στα φανάρια.
Εσύ ο τουρίστας κοιτάζεις με φθόνο τη γεωμετρημένη πόλη – τα κτίσματα των αρχών του αιώνα, (τα οποία κατοικούνται από τη μεσαία τάξη), αποκατεστημένα μετά τους βομβαρδισμούς των Ρώσων στην προτέρα μορφή τους. Το πένθος του πολέμου αιωρούμενο. Σκοπίμως. Η πόλη θυμάται. Όχι μόνο το πρόσφατο παρελθόν, την πτώση του τείχους, το τείχος, τους βομβαρδισμούς, το Χίτλερ, αλλά και το πιο μακρινό. Είναι μια πόλη που κατοικείται από ζωντανή μνήμη.
Εσύ άλλοτε αδημονείς να βγεις και να την περπατήσεις, άλλοτε θαυμάζεις τα Μουσεία, άλλοτε τρως γλίστρες στον πάγο, άλλοτε προφέρεις φωναχτά “Unterdenlinden”, για να πάρεις ένα άρωμα της λαλιάς, άλλοτε πιάνεις τον εαυτό του με το στόμα ορθάνοιχτο και την τρίχα κάγκελο μπροστά στο μνημείο των Εβραίων.
Αχ, δεν το απέφυγες καλέ μου τουρίστα, και πάλι το πολιτισμικό σοκ. Όπως και σ’ άλλα ταξίδια που έχεις κάνει σ’ άλλες χώρες της Εσπερίας.
Κοινός παρονομαστής:
Αυτό εδώ είναι Ευρώπη. Εμείς όμως τι;
Η συναλλαγή με το ευρώ βοηθάει στο να νιώθεις αγαπητέ τουρίστα, ότι η Ευρώπη σού είναι προσβάσιμη, δε σε βοηθάει όμως να νιώσεις ότι είσαι κομμάτι της. Κι όχι εσύ προσωπικά, «εσύ» ως συλλογική έκφραση της ελληνικότητάς σου. Την οποία όταν βρίσκεσαι εκτός Ελλάδος αρχίζεις και τη νιώθεις μέσα σου βαθιά. Εκείνη τη στιγμή αρχίζεις να συγκρίνεις το εδώ το ευρωπαϊκό και το εκεί το ελληνικό και για μια φορά στη ζωή σου δεν αντιδράς ως μεμονωμένο άτομο, αλλά άθελά σου σκέφτεσαι με το «εμείς». Κι απ’ αυτή τη σύγκριση νιώθεις μια κούραση και μετά αναστενάζεις.
Θλίβεσαι αληθινά, κι αυτή δεν είναι μια προσωπική θλίψη, είναι μια εθνική θλίψη της οποίας εκείνη τη στιγμή γίνεσαι μέτοχος, θλίβεσαι, λοιπόν, γιατί ξέρεις μέσα σου βαθιά ότι δεν ανήκεις πραγματικά σ’ αυτόν τον πολιτισμικό τόπο, ανήκεις κάπου αλλού. Στέλνεις βέβαια, όπως σοφά παρατηρεί ο Στέλιος Ράμφος, τα παιδιά σου να σπουδάσουν «εδώ», να μετάσχουν της ευρωπαϊκής παιδείας, επισκέπτεσαι επίσης συχνά, πολύ συχνότερα από ό,τι πριν είκοσι-τριάντα χρόνια τις ευρωπαϊκές πόλεις, ξέρεις όμως κατά βάθος ότι η Ευρώπη σου είναι εύκολα προσβάσιμη μόνο ταξιδιωτικά. Γιατί πνευματικά σου είναι απροσπέλαστη, τόσο απροσπέλαστη όσο σου είναι και η ελληνικότητα.
Τι θέλω να πω;
Σκέψου το, καλέ μου τουρίστα, τώρα που είσαι παραδομένος στο λευκό του βερολινέζικου χιονιού, με τους γερμανούς να περπατάν στα φαρδιά τους πεζοδρόμια, τα αυτοκίνητά τους σε ήσυχη τροχιά γύρω από μνημεία του ζόφου, τα κτίσματά τους να συγκρατούν τον παλιό κόσμο μέσα στο καινούργιο, να συντηρούν τη μνήμη και να μπολιάζουν με αυτή το παρόν, σκέψου τι χειροπιαστό κι ακμαίο έχεις να λαχταρίσεις μέσα στην ελληνικότητά σου. Το σπίτι σου το πατρικό το έχεις δώσει αντιπαροχή, πολυκατοικία με κακοτεχνίες, ο τόπος που μεγάλωσες έχει τώρα γίνει λεωφόρος, για κόρνες και χριστοπαναγίες, τα χωριά σου, όσα δεν τα ‘χει αξιοποιήσει ο τουρισμός, ρημάζουν, συνεχώς κυνηγάς μιαν άνοδο, μα νιώθεις περιτριγυρισμένος από σκορπιούς, ή θα τους φας, ή θα σε φάνε, η βιοπάλη ένα άγριο μίσος, την πόλη σου τη φτύνεις – παραδέξου το τη μισείς, τώρα που είσαι μακριά της μπορείς να το ομολογήσεις - και κατεβάζεις τα ρολά για να μη σε βλάψει άλλο η ασχημοσύνη. Πολλά – πολλά με το παρελθόν δε θες να έχεις. Η ιστορία, το πιο βαρετό μάθημα. Επί τη ευκαιρία, για ρώτα τα παιδιά σου πότε έγινε η μεταπολίτευση. Τι θα σου πουν;
Μια πόλη που δε θυμάται φτιάχνει πολίτες αμνήμονες. Μια χώρα που δε θέλει να θυμάται φτιάχνει πατριώτες κουκουλωμένους σε παπλώματα ασυνειδησίας.
Νοσταλγεί όποιος έχει να θυμάται. Όποιος δεν έχει πέθανε.
Αχ, τουρίστα μου, τι ζημιά παθαίνει κανείς μια χιονισμένη μέρα στο Βερολίνο!
jiagogina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου