ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ
Κάλαντα δεν είπα ποτέ μου. Ντρεπόμουν. Ήθελα όμως να μας τα λένε, λαχταρούσα να χτυπήσει η πόρτα. Η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν κουραστική μέρα. Αρκετοί πήγαιναν να μαζέψουν ελιές, οι περισσότεροι έσφαζαν τους χοίρους. Με το κρέας τους ετοίμαζαν ένα σωρό λιχουδιές για τις γιορτές,. Μαζί με τ’ αλλά παιδιά, με περιέργεια αλλά και κάποιον φόβο, παρακολουθούσαμε από μακριά τη διαδικασία της σφαγής. Περιμέναμε ένα από τα σπάνια παιχνίδια μας, την ουροδόχο κύστη. Την καθαρίζαμε, τη φουσκώσαμε και παίζαμε μ’ αυτήν μπάλα.
Κάποια χρονιά, πριν κοιμηθώ, πήγα στον στάβλο. Το τρίχωμα των ζώων, νοτισμένα από τη ζέστη του άχυρου και τις ανάσες τους, μύριζε μόχθο και υπομονή. Χάιδεψα το πουλάρι. Ήθελα ίσως να νιώσω κάτι από το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία ξυπνούσαμε χαράματα. Δεν υπήρχαν ρεβεγιόν,στολισμένα δέντρα, αλλά ούτε και η αίσθηση της στέρησής τους, αφού έτσι κι αλλιώς τα αγνοούσαμε. Άλλα πυρπολούσαν τη φαντασία μας.
Η γιαγιά ξεκίνησε πρώτη. Ξύπνησα κι εγω. Άρχισα να ετοιμάζομαι στο μισοσκόταδο. Το σπίτι φωτιζόταν από το λυχνάρι, το τζάκι και μια λάμπα πετρελαίου. Η μόνη πολυτέλεια, τα καινούργια ρούχα και παπούτσια. Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε και μπήκε έντρομη η γιαγιά. Την άκουσα να λέει στον πατέρα μου: «Γιαννιό, παιδί μου, έλα να με πας στην εκκλησία. Μου χύμηξαν στον δρόμο δυο σκυλιά και δεν μπορώ να περάσω». Ο πατέρας την πήρε από το χέρι κι έφυγαν. Η μητέρα έμεινε
σπίτι. Ξεκίνησα γεμάτος αγωνία να μη λερώσω τα παπούτσια μου στις λάσπες. Μπήκα στην εκκλησία. Μέθυσα από τη μυρωδιά του λιβανιού και τις ζεστές ανάσες. Η γιαγιά, στρομωγμενη σε μια γωνία, έκανε τον σταυρό της. Ο τρόμος, διάχυτος ακόμη στο πρόσωπό της.
Η εικόνα με τα σκυλιά δεν έλεγε να με αφήσει, μια φρίκη διαπερνούσε το σώμα μου. Οι ψαλμωδίες μπερδεύονταν μέσα μου με τα γαβγίσματα των σκυλιών. Η απόλυση. Στην επιστροφή κρατούσα τη γιαγιά από το χέρι. Ο ήλιος τιτλοφορούσε τα πάντα. Οι νερολακκοι έλαμπαν. Οι άνθρωποι, ταπεινά περιποιημένοι, επέστρεφαν στα σπίτια τους. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ξεκινούσε νωρίς. Το μενού αποκλειστικά από χοιρινό. Η γαλοπούλα άγνωστη. Γλυκά δεν υπήρχαν. Ήταν προνόμιο της Πρωτοχρονιάς.
Ύστερα, περίπατοι στους λασπωμένους δρόμους. Ζώα μηρυκάζαν στη λιακάδα. Βασιλιάς των παιχνιδιών, τα μπαλόνια. Τα λέγαμε φούσκες. Καμία σχέση με τη σύγχρονη διακοσμητική χρήση τους. Τα φουσκώσαμε, τα ξεφουσκώναμε, ερεθίζονταν τα χείλη μας, τα κρατούσαμε αγκαλιά. Όταν έσπαγαν, το πρόσωπό μας συννέφιαζε.
Το μαγικό ελάχιστο τέλειωνε με το ηλιοβασίλεμα.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, αφηγήματα
εκδόσεις Γαβριηλιδης, 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου