ΕΞΟΔΟC MΕ ΤΟ ΑΛΟΓΟ 10
Κάνω νὰ τρέξω, στέκω, μὲ φωνάζουν
γύρω μου ἀπὸ παντοῦ. Μὲ μουσκεμένα
τὰ δάχτυλά μου σπάζω ἕνα μεγάλο
κλωνὶ ροδιᾶς. Λυγῶ ἕνα δέντρο. Δίνω
μιὰ καμτσικιὰ στὸν ἄνεμο. Σηκώνω
στὸ στῆθος μου μιὰ πέτρα.
Ὥρα ν' ἀρχίσω.
Ὥρα νὰ ξεριζώσω αὐτοὺς τοὺς βράχους.
Ὥρα νὰ μεταφέρω αὐτὰ τὰ σπίτια
τῆς ἀκροποταμιᾶς νὰ μὴν τὰ πάρει
τοῦ ἥλιου τὸ ρεύμα. Φούσκωσε καὶ βουίζει.
Κατεβαίνει! Πλησιάζει! Τ' ἄλογό μου,
παραμερίζει, τρέχει. Θὰ μᾶς πάρει!
Ἦρθε! Μᾶς παίρνει!
Κόβω ἕνα καλάμι
και τραγουδῶ:
-Χαρά! Σαράντα χρόνια
γιατί νὰ μή μοῦ εἰπεῖς. Δεν τὸχα νιώσει
πὼς ἤμουν ἡ ἀποθήκη σου, χαρἀ,
πώς κουβαλοῦσες μέσα μου κανίστρια,
μ' ἀντιφεγγιὲς ἀπ' τ' ἄπειρο, μὲ σπάρτα,
πὼς ἔμπαζες κρυφὰ μέσα μου κρίνους
καὶ σάλπιγγες ποὺ κάποτε θ' ἀνοίγαν
δρόμους στὸ σύμπαν, τρέχοντας σὰν βρύσες,
σαλπίζοντας, ἀστράφτοντας, σκορπώντας,
φωνές, ἄστρα, φωτιές!...
Δῶστε τὰ χέρια!
πλησιάστε τὶς καρδιές! Κλάφτε ἀπ' ἀγάπη!
Κάνω νὰ τρέξω, στέκω, μὲ φωνάζουν
γύρω μου ἀπὸ παντοῦ. Μὲ μουσκεμένα
τὰ δάχτυλά μου σπάζω ἕνα μεγάλο
κλωνὶ ροδιᾶς. Λυγῶ ἕνα δέντρο. Δίνω
μιὰ καμτσικιὰ στὸν ἄνεμο. Σηκώνω
στὸ στῆθος μου μιὰ πέτρα.
Ὥρα ν' ἀρχίσω.
Ὥρα νὰ ξεριζώσω αὐτοὺς τοὺς βράχους.
Ὥρα νὰ μεταφέρω αὐτὰ τὰ σπίτια
τῆς ἀκροποταμιᾶς νὰ μὴν τὰ πάρει
τοῦ ἥλιου τὸ ρεύμα. Φούσκωσε καὶ βουίζει.
Κατεβαίνει! Πλησιάζει! Τ' ἄλογό μου,
παραμερίζει, τρέχει. Θὰ μᾶς πάρει!
Ἦρθε! Μᾶς παίρνει!
Κόβω ἕνα καλάμι
και τραγουδῶ:
-Χαρά! Σαράντα χρόνια
γιατί νὰ μή μοῦ εἰπεῖς. Δεν τὸχα νιώσει
πὼς ἤμουν ἡ ἀποθήκη σου, χαρἀ,
πώς κουβαλοῦσες μέσα μου κανίστρια,
μ' ἀντιφεγγιὲς ἀπ' τ' ἄπειρο, μὲ σπάρτα,
πὼς ἔμπαζες κρυφὰ μέσα μου κρίνους
καὶ σάλπιγγες ποὺ κάποτε θ' ἀνοίγαν
δρόμους στὸ σύμπαν, τρέχοντας σὰν βρύσες,
σαλπίζοντας, ἀστράφτοντας, σκορπώντας,
φωνές, ἄστρα, φωτιές!...
Δῶστε τὰ χέρια!
πλησιάστε τὶς καρδιές! Κλάφτε ἀπ' ἀγάπη!
εκδόσεις Ποταμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου