το δανείστηκα από το ισττολόγιο:
«1974 ΗΡΘΑΝ ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ»
οι εκτοπισμένοι
το τελευταίο της γράμμα μου έλεγε για τα παιδιά πως μεγαλώνουν ήρεμα σε
ατμόσφαιρα λαμπρή χωρίς στερήσεις και τραυματισμούς πως έχουν όνειρα ξεκάθαρα
σαν ήλιος αττικός αυτό πολύ με καθησύχασε
τρέμω να βλέπω τα χαμένα πρόσωπα που αναζητάνε τάφο μέσα στα σχολεία στα
πεζοδρόμια και στα κέντρα αναψυχής σαν τα χαμένα φύλλα στις επίσημες δεντροστοιχίες της πολιτείας δεν βρίσκουν χώμα να σαπίσουν φυσικά να γίνουμε ξανά ζωή
έρωτας
είναι καιρός να τραγουδάμε για έρωτα; μας βρήκαν δίσεκτα επεισόδια κι ο φοβερός χειμώνας σε τσαντήρια δίχως πάτωμα και προπαντός το πλάγιο βλέμμα της
συμπόνιας όσων έχουνε κρεβάτι και μπορούν ν' αλλάξουνε τα εσώρουχά τους
αυτά μας κοκκαλιάσαν την αφή μας ρίξανε βαρειές κουρτίνες η όρασή μας συμμαζεύτικε σαν άρρωστο χαρτί στον θερινό ήλιο το αίμα μας σιωπά στις αρτηρίες
σαν ένοχο παιδί
είναι καιρός να τραγουδάμε για έρωτα σε δίσεκτες εσπέρες;
η μαυρωφορεμένη
ανοίγει το πρωί κι' απ' το κουτί του βγαίνει η μαυροφορεμένη που ζητάει το
αγνοούμενο κεφάλι του παιδιού της ντύνεται τη μεσίστια της ελπίδας τρέχει εδώ κι εκεί στα σκαλοπάτια στα μηνύματα κολλάει στο ραδιόφωνο καθώς το βουλοκέρι
στους παλιούς φακέλλους
τη νύχτα ξόδεψε μπροστά στο εικονοστάσι τ' όνειρο της μίλησε με τη μαγεία του πρέπει νάναι τα χρυσά του μάτια κάπου και μετράν το χρόνο της επειστροφής
κοιτάζει το κρεβάτι του μυρίζει ακόμα τη μορφή του
έ δε μπορεί να χάθηκε τ' αγόρι της για πάντα ξενιτεύτηκε σε δύσκολες περιοχές
το τραίνο θα το φέρει στο σταθμό χωρίς βαλίτσες μα με τ' άνθος της ζωής και το
πικρό ψωμί της περιπέτειας
Κύπρος Χρυσάνθης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου