(αναζητώντας κοινούς τόπους και τύπους...)
jiagogina
ένα τραγούδι αναγνώρισης από το cd "Παραλογές" της Δόμνας Σαμίου:ξημέρωσε η ανατολή.mp3
Ξημέ- ξημέρωσε η ανατολή και χάραξε η δύση,
παίρνει, παίρνει κι ο νιος το μαύρο του, πάει να τον ποτίσει.
Στο δρό- στο δρόμο οπού πήγαινε Θεόν παρακαλούσε:
- Αχ Θεέ, Θεέ μου να, αχ Θεέ μου να την έβρισκα,
παίρνει, παίρνει κι ο νιος το μαύρο του, πάει να τον ποτίσει.
Στο δρό- στο δρόμο οπού πήγαινε Θεόν παρακαλούσε:
- Αχ Θεέ, Θεέ μου να, αχ Θεέ μου να την έβρισκα,
Θεέ μου να την εύρισκα την αγαπώ στη βρύση,
να τσ’ έδινα να μου ’πλενε και να μη με γνωρίσει.
Έτσι που παρακάλεσε, έτσι πηγαίν’ τη βρiσκει,
σαράντα τάσια έσυρε, στα μάτια δεν την είδε
κι απάνω στα σαράντα δυο τη βλέπει δακρυσμένη.
- Kόρη μου ποιος σε βούρκωσε και είσαι δακρυσμένη;
- Έχω άντρα στην ξενητειά τώρα δώδεκα χρόνια
ακόμα δυο τον καρτερώ και τρείς τον απαντέχω.
- Kόρη εγώ ’μαι ο άντρας σου, εγώ ’μαι κι ο καλός σου.
- Aν είσαι συ ο άντρας μου, αν είσαι κι ο καλός μου,
πες μου σημάδια του σπιτιού κι έτσι να σε πιστέψω.
- Έχεις δεντρί στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου.
- Περαστικός επέρασες τα είδες και τα ξέρεις.
Αν είσαι συ ο άντρας μου, αν είσαι κι ο καλός μου,
πες μου σημάδια του κορμιού κι έτσι να σε πιστέψω.
- Έχεις ελιά στο πόδι σου κι ελιά στην αμασχάλη,
καταμεσίς στο στήθος σου τ’ άστρι και το φεγγάρι.
- Tότε εσύ ’σαι ο άντρας μου εσύ ’σαι ο καλός μου.
να τσ’ έδινα να μου ’πλενε και να μη με γνωρίσει.
Έτσι που παρακάλεσε, έτσι πηγαίν’ τη βρiσκει,
σαράντα τάσια έσυρε, στα μάτια δεν την είδε
κι απάνω στα σαράντα δυο τη βλέπει δακρυσμένη.
- Kόρη μου ποιος σε βούρκωσε και είσαι δακρυσμένη;
- Έχω άντρα στην ξενητειά τώρα δώδεκα χρόνια
ακόμα δυο τον καρτερώ και τρείς τον απαντέχω.
- Kόρη εγώ ’μαι ο άντρας σου, εγώ ’μαι κι ο καλός σου.
- Aν είσαι συ ο άντρας μου, αν είσαι κι ο καλός μου,
πες μου σημάδια του σπιτιού κι έτσι να σε πιστέψω.
- Έχεις δεντρί στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου.
- Περαστικός επέρασες τα είδες και τα ξέρεις.
Αν είσαι συ ο άντρας μου, αν είσαι κι ο καλός μου,
πες μου σημάδια του κορμιού κι έτσι να σε πιστέψω.
- Έχεις ελιά στο πόδι σου κι ελιά στην αμασχάλη,
καταμεσίς στο στήθος σου τ’ άστρι και το φεγγάρι.
- Tότε εσύ ’σαι ο άντρας μου εσύ ’σαι ο καλός μου.
μαζί ένα απόσπασμα :η αναγνώριση του Οδυσσέα από την Πηνελόπη:
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ Ψ
(155-217)
..και φόρεσε χιτώνα κι όμορφη χλαμύδα, κι η Παλλάδα απ᾿ το κεφάλι ως κάτω του 'χυνε πολλή ομορφιά, να δείχνει
σαν πιο γεμάτος, πιο αψηλόκορμος, κι από την κεφαλή του
μαλλιά κρεμούσε σαν τα ολόσγουρα του ζουμπουλιού λουλούδια.
Πως χύνει απά στο ασήμι μάλαμα καλός τεχνίτης, που 'χει
απ᾿ την Παλλάδα και τον Ήφαιστο περίσσιες τέχνες μάθει,
κι είναι ό,τι φτιάξει μαστορεύοντας όλο ομορφιά και χάρη —
όμοια κι εκείνη χάρη του 'χυνε στην κεφαλή, στους ώμους,
κι απ᾿ το λουτρό θαρρείς αθάνατος ξεπρόβαλε στην όψη.
Κι ως πίσω στο θρονί του εκάθισε, που λίγο πριν καθόταν
αντικριστά με τη γυναίκα του, κινούσε λόγια κι είπε:
«Καημένη, απ᾿ όλες όσες βρίσκουνται γυναίκες μόνο εσένα
οι αθάνατοι του Ολύμπου αμάλαγη καρδιά στα στήθη έβαλαν!
Δε βρίσκεται άλλη τόσο αλύγιστη γυναίκα, να τραβιέται
μακριά απ᾿ τον άντρα της, που ως έσυρε στα ξένα μύρια πάθη,
στα είκοσι χρόνια ξαναγύρισε στη γη την πατρική του.
Μον᾿ έλα, καλομάνα, στρώσε μου την κλίνη, να πλαγιάσω
μονάχος καν, τι τούτη σιδερή καρδιά στα στήθη κρύβει.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε:
«Καημένε, δε μεγαλοπιάνουμαι κι ουδέ αψηφώ κανένα
κι ουδέ ξαφνίζουμαι᾿ τη θύμηση κρατώ πως ήσουν τότε,
σαν έφευγες με το μακρόκουπο καράβι απ᾿ την Ιθάκη.
Μον᾿ έλα, Ευρύκλεια, το κλινάρι του γοργά να στρώσεις όξω
απ᾿ την καλόχτιστή μας κάμαρα, που 'χε μονάχος χτίσει'
όξω τη στέρια κλίνη σύρτε του, και βάλτε και στρωσίδια,
φλοκάτες και προβιές και λιόφωτα να σκεπαστεί σεντόνια.»
Αυτά είπε εκείνη δοκιμάζοντας τον άντρα της, μα τούτος
συχύστη κι είπε στη γυναίκα του τη γνωστικιά αναμμένος:
«Γυναίκα, αλήθεια, αυτός ο λόγος σου μες στην καρδιά με αγγίζει!
Ποιος το κλινάρι μετασάλεψε; Καλός τεχνίτης να 'ταν,
και πάλε θα του 'ρχόταν δύσκολο! Μόνο θεός μπορούσε,
αν ήθελε, να 'ρθεί κι ανέκοπα να το μετασαλέψει.
Μα απ᾿ τους θνητούς που ζουν δε γίνεται τη θέση να του αλλάξει
κανείς, κι ας είναι απά στα νιάτα του᾿ το τορνευτό κλινάρι
τρανό σημάδι κρύβει᾿ τα 'φτιαξαν τα χέρια τα δικά μου.
Φύτρωνε δέντρο, ελιά στενόφυλλη, μες στον αυλόγυρο μας,
ξεπεταμένο κι ολοφούντωτο, χοντρό σα μια κολόνα.
Και πήρα κι έχτισα τρογύρα του την κάμαρα με πέτρες
πυκνές ως πάνω, και τη σκέπασα καλά καλά με στέγη'
κι αφού της πέρασα πορτόφυλλα καλαρμοσμένα, στεριά,
έκοψα απάνω της στενόφυλλης ελιάς κλαδιά και φούντα,
και τον κορμό απ᾿ τη ρίζα κλάδεψα, προσεχτικά, πιδέξια
με το σκεπάρνι πελεκώντας τον, με στάφνη ισιώνοντας τον,
κλινόποδο να γένει, κι άνοιξα με το τρυπάνι τρύπες.
Κει πάνω το κλινάρι εστήριξα, καλά πλανίζοντας το,
και με το μάλαμα το πλούμισα, το φίλντισι, το ασήμι!
τέλος λουριά από βόδι ετάνυσα, που απ᾿ την πορφύρα άστραφταν.
Το μυστικό σου το φανέρωσα σημάδι, μα δεν ξέρω
αν το κλινάρι ακόμα στέκεται, γυναίκα, για κανένας
το λιόδεντρο απ᾿ τη ρίζα του 'κοψε και του άλλαξε τη θέση.»
Αυτά είπε, κι εκείνης τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά της,
τ᾿ αλάθευτα σημάδια ως γνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα'
και χύθη ομπρός θρηνώντας, έριξε τα δυο της χέρια γύρω
στυυ αντρός της το λαιμό, του φίλησε την κεφαλή και του 'πε:
«Μη μου κακιώνεις! Σέ όλα το 'δειξες το πιο ξύπνο πως έχεις
μυαλό, Οδυσσέα! Μα αλήθεια βάσανα πολλά οι θεοί μας δώκαν,
που ζούλεψαν και δε μας αφήκαν τη νιότη να χαρούμε
ο ένας του άλλου και να γεράσουμε μαζί συντροφεμένοι.
Όμως αλήθεια μην οργίζεσαι και μη χολιας μαζί μου,
που μόλις σ᾿ είδα, την αγάπη μου δε σου 'δειξα σαν τώρα'
ποτέ η καρδιά μαθές στα στήθη μου δεν έπαψε να τρέμει,
μην έρθει κάποιος με τα λόγια του θνητός και με πλανέσει'
τι άνομα κέρδη να σοφίζουνται πολλούς θα βρεις στον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου