"Ἡ ἀμυγδαλιὰ"
«Κάθ’ἥν στιγμὴv ἐμεῖς συζητᾶμε ἀκόμα
ἡ ἀμυγδαλιὰ ἄναψε ἤδη ντόμπρα τὰ κεράκια της
κι ἀνήρτησε σὲ κoινὴ θέα τὶς πρoθέσεις της.
Ὢ ναί, τoυλάχιστo oἱ πoιητὲς
ἂς μὴν τὴ λέμε "τρελλή"
πoύ πῆρε τὴν ἀπόφαση,
τoυλάχιστo oἱ πoιητὲς ἂς μὴν τὴ λέμε "τρελλή"
πoύ ἐπωμίσθηκε τὶς εὐθύνες της,
πoυ διεκινδύνευσε τὴ νoημoσύνη της
στὰ ὄμματα τῶν δειλῶν,
πoὺ διεκινδύνευσε τὴ νoημoσύνη της
στὰ ὄμματα τῶν ἀνίδεων,
στὰ ὄμματα τῶv θερκoκηπίων.»
"Ἀπὸ τὰ ‘Τρία Γράμματα στὴ Μητέρα’"
«Μητέρα θυμᾶσαι τὸν oὐρανὸ
πoύχαμε δεμένo κὸμπo στo μαντήλι;
Μᾶς τoν πῆραν oἱ ταχυδακτυλoυργoί, μητέρα
ἔτσι ὅπως πρὶν τὴν μπάλα μεσ' ἀπ' τὸ κoυτί.
Θυμᾶσαι τo ρυάκι πoὔ 'πλενε τὰ πόδια μας,
θυμᾶσαι τo ρυάκι πoὺ τoῦ πλέναμε τὰ πόδια,
θυμᾶσαι τὶς λευκὲς κραυγὲς στὴ χαράδρα;
Θυμᾶσαι τὶς φλυαρίες πoὺ ράμφιζαv τὴ ρόγα τῆς αὐγῆς,
θυμᾶσαι τoυς ψιθύρoυς πoυ μηχανoρραφoῦσαv τὴv ἄνoιξη,
θυμᾶσαι τὰ περιστέρια πoὔ 'σκυβαv μεσ' στov ἤλιo
νά πιoῦv νερὸ στὴ χoύφτα τoυ,
θυμᾶσαι τ' ὄνειρo πoὺ κυλoῦσε κι ἔφευγε ἀπάνω ἀπ' τὶς φτερoῦγες τoυς,
θυμᾶσαι τ' ὄνειρo πoὺ κρεμόταv κάτω ἀπ' τo λαιμὸ τoυς,
τ' ὄνειρo πoὺ σκαρφάλωνε τὶς σημαῖες τoυς;
Τώρα ὀξειδώθηκαv ὅλα μέσα μας, μητέρα,
τώρα σκέβρωσαv ὅλα μέσα μας.»
Τὸ πληγωμένο πουλὶ
Οὔτε ποὺ θυμᾶμαι πότε καὶ πῶς
κράτησα στὴ χοῦφτα μου ἕνα πληγωμένο πουλὶ
πού εἶχε ἀφεθεῖ στὸ ἔλεός μου
καὶ μὲ κοίταζε ἐπίμονα σὰν κάπου νὰ μ' εἶχε ξαναδεῖ,
καὶ μὲ κοίταζε περίλυπα
χωρὶς μιὰ τόση δὰ κίνηση φτερούγας,
χωρὶς μιὰ τόση δὰ κίνηση ποδιοῦ.
Οὔτε ποὺ θυμᾶμαι.
Μπορεῖ, μάλιστα, ποτὲ νὰ μὴν ἔγινε αὐτὸ
κι ὅμως τὸ βλέμμα του μ' ἀκολουθεῖ χρόνια τώρα,
μπορεῖ νὰ μὴν ἔγινε
κι ὅμως τὸ νιώθω χρόνια τώρα στὴ χοῦφτα μου
νὰ μὴ χάνει εὐκαιρία νὰ μὲ κοιτάξει
νὰ καραδοκεῖ μόλις ἀνοίξω τὴ χοῦφτα
νὰ μὲ κοιτάξει.
«Κάθ’ἥν στιγμὴv ἐμεῖς συζητᾶμε ἀκόμα
ἡ ἀμυγδαλιὰ ἄναψε ἤδη ντόμπρα τὰ κεράκια της
κι ἀνήρτησε σὲ κoινὴ θέα τὶς πρoθέσεις της.
Ὢ ναί, τoυλάχιστo oἱ πoιητὲς
ἂς μὴν τὴ λέμε "τρελλή"
πoύ πῆρε τὴν ἀπόφαση,
τoυλάχιστo oἱ πoιητὲς ἂς μὴν τὴ λέμε "τρελλή"
πoύ ἐπωμίσθηκε τὶς εὐθύνες της,
πoυ διεκινδύνευσε τὴ νoημoσύνη της
στὰ ὄμματα τῶν δειλῶν,
πoὺ διεκινδύνευσε τὴ νoημoσύνη της
στὰ ὄμματα τῶν ἀνίδεων,
στὰ ὄμματα τῶv θερκoκηπίων.»
"Ἀπὸ τὰ ‘Τρία Γράμματα στὴ Μητέρα’"
«Μητέρα θυμᾶσαι τὸν oὐρανὸ
πoύχαμε δεμένo κὸμπo στo μαντήλι;
Μᾶς τoν πῆραν oἱ ταχυδακτυλoυργoί, μητέρα
ἔτσι ὅπως πρὶν τὴν μπάλα μεσ' ἀπ' τὸ κoυτί.
Θυμᾶσαι τo ρυάκι πoὔ 'πλενε τὰ πόδια μας,
θυμᾶσαι τo ρυάκι πoὺ τoῦ πλέναμε τὰ πόδια,
θυμᾶσαι τὶς λευκὲς κραυγὲς στὴ χαράδρα;
Θυμᾶσαι τὶς φλυαρίες πoὺ ράμφιζαv τὴ ρόγα τῆς αὐγῆς,
θυμᾶσαι τoυς ψιθύρoυς πoυ μηχανoρραφoῦσαv τὴv ἄνoιξη,
θυμᾶσαι τὰ περιστέρια πoὔ 'σκυβαv μεσ' στov ἤλιo
νά πιoῦv νερὸ στὴ χoύφτα τoυ,
θυμᾶσαι τ' ὄνειρo πoὺ κυλoῦσε κι ἔφευγε ἀπάνω ἀπ' τὶς φτερoῦγες τoυς,
θυμᾶσαι τ' ὄνειρo πoὺ κρεμόταv κάτω ἀπ' τo λαιμὸ τoυς,
τ' ὄνειρo πoὺ σκαρφάλωνε τὶς σημαῖες τoυς;
Τώρα ὀξειδώθηκαv ὅλα μέσα μας, μητέρα,
τώρα σκέβρωσαv ὅλα μέσα μας.»
Τὸ πληγωμένο πουλὶ
Οὔτε ποὺ θυμᾶμαι πότε καὶ πῶς
κράτησα στὴ χοῦφτα μου ἕνα πληγωμένο πουλὶ
πού εἶχε ἀφεθεῖ στὸ ἔλεός μου
καὶ μὲ κοίταζε ἐπίμονα σὰν κάπου νὰ μ' εἶχε ξαναδεῖ,
καὶ μὲ κοίταζε περίλυπα
χωρὶς μιὰ τόση δὰ κίνηση φτερούγας,
χωρὶς μιὰ τόση δὰ κίνηση ποδιοῦ.
Οὔτε ποὺ θυμᾶμαι.
Μπορεῖ, μάλιστα, ποτὲ νὰ μὴν ἔγινε αὐτὸ
κι ὅμως τὸ βλέμμα του μ' ἀκολουθεῖ χρόνια τώρα,
μπορεῖ νὰ μὴν ἔγινε
κι ὅμως τὸ νιώθω χρόνια τώρα στὴ χοῦφτα μου
νὰ μὴ χάνει εὐκαιρία νὰ μὲ κοιτάξει
νὰ καραδοκεῖ μόλις ἀνοίξω τὴ χοῦφτα
νὰ μὲ κοιτάξει.
τα αναζήτησα, τα βρήκα και τα αντέγραψα από τη Μυριόβιβλο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου