VI
Μολονότι δὲν ἐλπίζω νὰ ξαναγυρίσω
Μολονότι δὲν ἐλπίζω
Μολονότι δὲν ἐλπίζω νὰ γυρίσω
Ταλαντευόμενος ἀνάμεσα στὸ κέρδος καὶ στὴ ζημιὰ
Στὸ σύντομο ἐτοῦτο διάβα ποὺ διασταυρώνονται τὰ ὄνειρα
Με τ’ ὀνειροδιασταυρούμενο ἡμίφως ἀνάμεσα στὴ γέννα καὶ στὸ θάνατο
(Ἐλέησόν με ὁ Πατήρ) μολονότι δὲν ἐπιθυμῶ νὰ ἐπιθυμήσω αὐτὰ τὰ πράγματα
Ἀπ’ τ’ ὁλάνοιχτο παράθυρο ποὺ βλέπει πρὸς τη γρανιτένια ἀκτὴ
Τ’ ἄσπρα πανιὰ πετοῦν ἀκόμη πρὸς τὸ πέλαγο, ἄθραυστα ποὺ πετοῦνε
Πρὸς το πέλαγο φτερά
Κι ἡ χαμένη καρδιὰ σκληραίνει καὶ αγάλλεται
Μὲ τὴ χαμένη πασχαλιὰ καὶ τὶς χαμένες πελαγίσιες φωνὲς
Καὶ τ’ αδύναμο πνεῦμα ἐπείγεται νὰ ἐξεγερθεῖ
Γιὰ τὴ λυγισμένη χρυσόβεργα καὶ τὴ χαμένη πελαγίσια ὀσμὴ
Ἐπείγεται νὰ ἐπανακτήσει
Τὸ κράξιμο τοῦ ὀρτυκιοῦ καὶ τὸ βροχοπούλι ποὺ γυροβολᾶ
Καὶ τὸ τυφλὸ τὸ μάτι δημιουργεῖ
Τὰ ἄδεια σχήματα ἀνάμεσα στὶς φιλντισένιες πύλες
Καὶ ὀσμὴ ἀνανεώνει τὴν ἀρμυρὴ γεύση τῆς ἀμμουδερῆς γῆς
Ἰδοὺ ὁ καιρὸς ἐντάσεως ἀνάμεσα θάνατο καὶ γέννα
ὁ τόπος μοναξιᾶς ποὺ διασταυρώνονται τρία ὄνειρα
Ἀνάμεσα σὲ γαλάζια βράχια
Ἀλλ’ ὅταν ξεμακρύνουν οἱ φωνὲς ποὺ σείστηκαν ἀπ’ τὰ σμιλάγκια
Τότε ἂς σειστεῖ τ’ ἄλλο σμιλάγκι κι ἂς ἀποκριθεῖ.
Εὐλογημένη ἀδερφή, ἅγια μητέρα, πνεῦμα τῆς πηγῆς, πνεῦμα τοῦ κήπου,
Ἀνέξου μας νὰ μὴν ἐμπαίζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ἀπάτη
Δίδαξέ μας νὰ φροντίζουμε καὶ νὰ μὴν φροντίζουμε
Δίδαξέ μας νὰ μένουμε ἤρεμοι
Ἔστω κι ἀνάμεσα σ’ αὐτά τὰ βράχια,
Ἡ εἰρήνη μας στὸ θέλημά Του
Ἔστω κι ἂν ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ τὰ βράχια
Ἀδελφή, Μητέρα
Καὶ πνεῦμα τοῦ ποταμοῦ, πνεῦμα τῆς θάλασσας,
Ἀνέξου με νὰ μὴν ἀποχωριστῶ
Κι ἂς φτάσει ἡ κραυγή μου ἐπὶ Σέ.
Μετάφραση Κλεῖτος Κύρου,
ἐκδόσεις Πανδώρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου