ΞΕΜΠΑΡΚΟΙ:
από το δίσκο τους "Νίκος Καββαδίας, S/S IONION 1934" που κυκλοφόρησε το 1986. Σ' αυτό το τραγούδι τραγουδάει η Δήμητρα Γαλάνη
Φίλε μου, Ἀλέξη, τὸ ‘λαβα το γράμμα σου·
καὶ μὲ ρωτᾶς τὶ γίνομαι, τὶ κάνω;
Μάθε, ὁ γιατρὸς πὼς εἶπε στὴ μητέρα μου
ὅτι σε λίγες μέρες θα πεθάνω…
Εἶναι καιρὸς ὅπου ἔπληξα διαβάζοντας
ὅλα τα ἴδια ποὺ ἔχω ἐδῶ βιβλία,
κι ὅλο ποθοῦσα κάτι νέο νὰ μάθαινα
ποὺ νὰ μοῦ φέρει λίγη ποικιλία.
Κι ἦρθεν ἐχθὲς τὸ νέο ἔτσι απροσδόκητα
-σιγὰ ὁ γιατρὸς στὸ διάδρομο ἐμιλοῦσε-
καὶ τ’ ἄκουσα. Στὴν κάμαρα ἐσκοτείνιαζε
κι ὁ θόρυβος τοῦ δρόμου ἐσταματοῦσε.
Ἔκλαψα βέβαια, κάτω απ’ τὴν κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Γιὰ σκέψου, τόσο νέος!
Μὰ στὸν ἑαυτό μου ἀμέσως ὑποσχέθηκα
πὼς θὰ φανῶ, σὰν πάντοτε, γενναῖος.
Θυμᾶσαι ποὺ ταξίδια ὀνειρευόμουνα
κι εἶχα ἕνα διαβήτη κι ἕνα χάρτη
καὶ πάντα γιὰ νὰ φύγω ἐτοιμαζόμουνα
κι ὅλο ἡ μητέρα μοῦ ‘λεγε: Το Μάρτη…
Τώρα στὸ τζάμι ἕνα καράβι ἐσκάρωσα
κι ἕνα τοῦ Μὰγκρ* στιχάκι ἔχω σκαλίσει:
«Τι θλίψη στὰ ταξίδια κρύβεται ἄπειρη!»
Κι ἐγὼ γιὰ ἕνα ταξίδι ἔχω κινήσει.
Νὰ πεῖς σ’ ὅλους τοὺς φίλους χαιρετίσματα,
κι ἂν τύχει ν’ ἀπαντήσεις τὴν Ἑλένη,
πὼς μ’ ἕνα φορτηγὸ -πές της –μπαρκάρισα
καὶ τώρα πιὰ νὰ μὴ μὲ περιμένει…
Ἀλήθεια! Ὁ Χάρος ἤθελα να ῤχότανε
σὰν ἕνας καπετάνιος νὰ μὲ πάρει
χτυπώντας τὶς βαριὲς πέτσινες μπότες του
κι ἕνα μακρὺ τσιμπούκι νὰ φουμάρει.
Ἀλέξη, νιώθω τώρα πὼς σ’ ἐκούρασα.
Μπορεῖ κιόλας νὰ σ’ ἔκαμα νὰ κλάψεις.
Δε θα ‘βρεις, βέβαια, λόγια για μι’ ἀπάντηση.
Μὰ δὲ θα λάβεις κόπο νὰ μοῦ γράψεις…
από το "Μαραμπού",
εκδόσεις Ἄγρα
*Μωρίς Μάγκρ: Γάλλος αποκρυφιστής ποιητής
ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΦΟΡΤΗΓΩΝ
Oι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Tα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Eίναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τούς κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Tης έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.
Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ' το θάνατον από τους ναύτες ένας,
―αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά―
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μέσ' στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Kαι τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
(από το Μαραμπού, Άγρα 1990)
ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΦΟΡΤΗΓΩΝ
Oι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Tα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Eίναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τούς κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Tης έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.
Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ' το θάνατον από τους ναύτες ένας,
―αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά―
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μέσ' στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Kαι τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
(από το Μαραμπού, Άγρα 1990)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου