9.9.25

Lope de Vega, Απ’ τη μοναξιά μου βγαίνω

 

  

    


      

Από το περιοδικό Νέο Πλανόδιον το δάνειο με τις ευχαριστίες του βλογ

Μακρύ ποίημα, σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό και γραμμένο λίγα μόλις χρόνια πριν τον θάνατό του, το «A mis soledades voy» του Λόπε (1632) θεωρείται από αρκετούς το καλύτερο λυρικό έργο του. Πάντως είναι σήμερα το δημοφιλέστερό του. Σ’ αυτό ο βαθύλαλος προσωπικός τόνος εναλλάσσεται με τον τόνο της διδαχής, και το αίσθημα της μόνωσης μετατρέπεται σε αυτοέλεγχο σωκρατικής και χριστιανικής έμπνευσης αλλά και σε κριτική των κοινωνικών ηθών, ιδίως του πλούτου και της υποκρισίας των ισχυρών.

Κ. Κ.

Lope de Vega,  Απ’ τη μοναξιά μου βγαίνω


Απ’ τη μοναξιά μου βγαίνω

και στη μοναξιά γυρνώ,
μόνος μου για να μη νιώθω
πιάνομαι απ’ τον στοχασμό.

Στην ερμιά που μ’ έχουν ρίξει
οι άλλοι αγνοώ πώς ζουν,
δεν μπορούν τα βήματά μου
απ’ το εγώ μου έξω να βγουν.

Ω, καλός-κακός δεν είμαι·
μα μου λέει η λογική:
«νιώθεις φυλακή το σώμα
άμα είσαι όλος ψυχή!»

Τι έχω ανάγκη εγώ, το ξέρω·
μόνο νά, δεν ξέρω πώς
τη βλακεία του αντέχει
ο υπερόπτης κι ο μωρός.

Όλα αυτά που με σκοτίζουν
να τα διώξω είναι απλό·
όμως από την μωρία
πώς μπορώ να φυλαχτώ.

Λέει στ’ αυτί μου: «’Ενας είσαι!»
Τι κουβέντα απατηλή…
Μέτρο και αλαζονεία
σ’ έναν δεν χωρούν μαζί.

Βλέπω πόσο διαφέρουν
πλάι πλάι όταν σταθεί
στην αυτοαποστροφή μου
η δική του η έπαρση.

Από μας που τώρα ζούμε
ξέρει η φύση πιο πολλά,
κι οι σοφοί πού ’χουμε τάχα
είναι λόγια αδειανά.

Ο Σοφός είπ’ «’Ενα ξέρω,
ότι όλα τ’ αγνοώ!»
και, με την ταπείνωσή του,
πως το περισσό είν’ λειψό.

Όχι, για σοφό δεν μ’ έχω,
δύστυχος είμ’ ο φτωχός·
μα αν δεν είσαι ευτυχισμένος
πώς μπορείς να ’σαι σοφός;

Άλλο δεν θ’ αντέξει ο κόσμος,
έχουν δίκιο όσοι το λεν,
κρύσταλλο είναι ραγισμένο
κι αύριο θρύψαλλα, μηδέν.

Είναι αυτά σημεία της Κρίσης,
το παιχνίδι έχει χαθεί,
επειδή έχουν τόσα κάποιοι
κι άλλοι ’ναι σχεδόν γυμνοί.

Στα ουράνια λεν η Αλήθεια
φυγαδεύτηκε παλιά·
την καλωσορίσαμε έτσι
π’ ούτε που ξανάρθε πια.

Α, σε δυο αιώνες ζούμε,
έναν ξένο, έναν δικό:
από ασήμι είν’ ο ξένος
κι ο δικός από χαλκό.

Ποιος δεν θα βαρυθυμούσε
Ισπανός σωστός να δει
τι είδους άντρες ζούσαν πρώτα
και ποιοι ’ν’ τώρα οι ξακουστοί;

Όλοι παν καλοντυμένοι
κι όλοι δεκαρολογούν,
με το ένα αφεντεύουν
και με τ’ άλλο επαιτούν.

Το ψωμί μας με ιδρώτα
να το τρώμε είπ’ ο Θεός,
όταν έγινε το Κρίμα
κι άδειασε η Παράδεισος·

κι όμως κάθε αξία πατώντας,
δίχως σέβας καν ή αιδώ,
τις συνέπειες παλεύουν
ν’ αρνηθούν κάμποσοι εδώ.

Αρετή; Φιλοσοφία;
Λες κι είναι τυφλές γυρνούν
και βαστώντας μια την άλλη
διακονεύουν και θρηνούν.

Δύο πόλους έχει ο κόσμος
μα ίδιος νόμος κυβερνά.
Η καλή ζωή; ίσον εύνοια!
Το καλό σόι; λεφτά!

Να χτυπούν ακούω οι καμπάνες
μα το πλήθος των σταυρών
τώρα πια δεν με ξαφνιάζει
ή το σμάρι των νεκρών.

Στέκομαι, κοιτώ τις πλάκες,
άφθαρτες θά ’ν’ ες αεί,
όχι όμως κι όλοι ετούτοι
που από κάτω έχουν θαφτεί.

Μακαρίζω τους μαστόρους
που τις φτιάξαν τους σεμνούς!
Έτσι μόνο εκδικούνται
οι μικροί τους ισχυρούς.

Απεχθή θεωρούν τον φθόνο·
μα εγώ, το λέω, φθονώ
πάρε-δώσε όσους δεν έχουν
μ’ άρχοντα ή παλατιανό.

Που χαρτιά δεν τους σκοτίζουν,
σύμφωνα, λογαριασμοί,
κι άμα χρειαστεί να γράψουν
παίρνουν πέννα δανεική.

Που και δίχως πλούτη έχουν
μια φωτιά να ζεσταθούν·
που για δόξες και καυγάδες
μια πεντάρα δεν χαλούν·

που δεν γλείφουν τους μεγάλους,
δεν κλωτσούν τους ταπεινούς·
ούτε, σαν εμένα, κάνουν
ρεβεράντζες κι ακκισμούς.

Τόσο φθόνο έχω για κείνους
που ’ναι λίγο ό,τι κι αν πω,
απ’ τη μοναξιά μου βγαίνω
και στη μοναξιά γυρνώ.

(«A mis soledades voy», La Dorotea, 1632)

Μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη

5.9.25

Karel Matěj Čapek-Chod, Ἡ Προσευχή τοῦ Κηπουροῦ


 

Από το νέο Πλανόδιον το δάνειο 

31.08.2025


Karel Matěj Čapek-Chod, Ἡ Προσευχή τοῦ Κηπουροῦ



Ὤ Κύριε, εδόκησε στε κάπως
νά γινόταν νά βρέχει κάθε μέρα,
γιά παράδειγμα 
πό τά μεσάνυχτα περίπου
ς τίς τρες τό ξημέρωμα.


Η συνέχεια Εδώ 

1.9.25

Η κρυμμένη ματιά της Ειρήνης



 Η κρυμμένη ματιά της Ειρήνης 



Η κρυμμένη ματιά της Ειρήνης 

Είναι φως σε λεπτή χαραμάδα 

Ίσα για να μπορείς  να διακρίνεις

Τις πληγές στου καιρού τη στοιβάδα 


Ξετυλίγει η Ειρηνη  ένα τούλι 

Πλουτισμένο με πάχνη αρωμάτων 

Κι αγκαλιάζει το στεγνό  μεδούλι 

Όλων των  πονεμένων σωμάτων


Η Ειρήνη με τ’ άλλα  κορίτσια 

Περπατάει   στους λεκέδες της βίας 

Αλλά δίπλα της φυτρώνουν ίτσια

Και τα κρινάκια της Παναγίας 


Κι όταν ρίχνει το βλέμμα της κάπου 

Φερ’ ειπειν σ’ ένα σπίτι με πιάνο  

 Σαν να  νεύουν τα ρείθρα του κάμπου 

Κι η  ιλύς στον οριζώνα πάνω 


Η κρυμμένη ματιά της Ειρήνης   

Στις σχισμές του φωτός  ανασαίνει  

 Μ’ αν δε δύνατσαι να τη διακρίνεις 

Θα ‘ναι μόνο Ξωθια ξεχασμένη 

Jiagogina

13.8.25

Ενας ακόμα Αύγουστος ανεμογεννήτριας και κλιματικής κρίσης

 Δεν έχεις πάει ποτέ στη Χίο, λες. Δεν την έχεις ταξιδέψει. Αλλά πως να πας στο σώμα σου. Είσαι στο σώμα σου, διαρκώς αναπνέεις μέσα του. Νησί είναι το σώμα σου, πλαγιά είναι, όρος.  Κι εκεί στο σώμα σου ονειρεύονται οι νύμφες,  ζευγαρώνουν πουλιά μες στα φυλλώματα  σου. 

Ποιητικές κοινοτοπίες , θα πεις. Ναι, δεν θα υπερασπιστώ τις κοινοτοπίες μου. Αλλα το έλλειμμα  δεν είναι να μην έχεις πάει ποτέ στη Χίο. Το έλλειμμα  είναι να καίγεσαι ζωντανος μέσα  της και να  μην βλέπεις το έγκλημα. Κι ας στερείσαι μέρα  τη μέρα, χρόνο το χρόνο το σώμα της, το σώμα σου. Σε βλέπω να εισέρχεσαι ύπουλα σε  ανάπηρη ζωή  κλωβού, χωρίς να αναγνωρίζεις πια ότι η Χίος είναι αναπνοή  σου. 

Η Χίος θα είναι  σιγά σιγά μόνο ένα google search, κάπου θα υπάρχει, αλλά εσύ δεν είσαι πλέον η Χίος. Είσαι ο μηχανικά υποστηριζόμενος κάτοικος  του Νέου Αστικού Ιστού. 

Φοβάμαι για σένα.

Jiagogina 

12.8.25

ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ, ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΕΡΙ

 


ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ

 


ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΕΡΙ

Πετώντας γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη

βλέπομε συχνὰ τὸν Παπαδιαμάντη ἀπὸ ἀεροπλάνο.

Τότε μᾶς ἔρχεται στὴ μνήμη

ἡ ἄσπρη κλωστὴ τῶν συμβουλῶν τῆς μητέρας,

ἐξαφανίζονται τὰ ἐμπόδια,

καταλαβαίνομε πὼς ὁ ἥλιος

εἶναι τὸ πιὸ φρόνιμο παιδὶ τοῦ Θεοῦ

γιατὶ στὴν ὥρα του ξυπνᾶ

καὶ στὴν ὥρα του κοιμᾶται.

......

Σοῦ εἶχα ἀναφέρει κι ἄλλοτε γιὰ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ

τῆς στέρησης: κρατᾶς τὸ σκοινὶ σφιχτά,

ἀψηφᾶς τὸ ἄγριο βλέμμα τοῦ πελάγους,

διώχνεις τὴν ἀνησυχία ὥσπου νὰ περάσεις

κάτω ἀπὸ τὸν ἀστερισμὸ τῆς σάρκας.

Εἶσαι κι ἐσὺ δεμένος μὲ τὴ μοῖρα τῶν ἰστιοφόρων.

Βυθίζεσαι στὴν εὐσέβεια τῶν βαθιῶν νυχτῶν, 

στέκεσαι συμπονετικὸς στὴ ναυτία τῶν καραβόσκυλων.

Χίλιες φορὲς καλύτερα ἐδῶ πάνω

παρὰ κοντὰ στὰ βρώμικα πρόβατα τῶν προαστίων.

......

Ἄλλωστε τὸ πᾶν εἶναι νὰ καταλάβεις

τὴν οἰκονομία τῆς ἐπιστροφῆς,

τὴν ψυχολογία τοῦ ὄστρακου.

Θὰ πουλήσεις τὴ λευκότητα τοῦ χιονιοῦ

γιὰ ἕξι μέρες ἐμπιστοσύνης στὴ λιμνοθάλασσα.

Δέσε το ἔνστικτό σου μὲ τὴ θέρμη τοῦ φόβου.

Ἡ σύζευξη τούτη μοιάζει φιλὶ τῆς βροχῆς,

παιχνίδι πουλιοῦ καὶ σύννεφου.

Θά ´ρθουν ἐκστατικοὶ βασιλιάδες μὲ μικρόσωμα ἄλογα,

θὰ διατάξουν φρουροὺς ν᾽ ἀπλώσουν τὰ πλοκάμια τους γύρω σου

γιὰ νὰ σὲ προστατέψουν: μὲς στὸν κερατοειδῆ

τῶν ματιῶν σου κοιμοῦνται πολύτιμες εἰκόνες.

Τὰ σύννεφα βουβὰ θὰ καταγράφουν κάθε δόνηση

καὶ κάθε θρίαμβο βουερό.

......

Νὰ μακαρίζεις ὅσους

ἐσπούδασαν προσεχτικὰ τὴν ἔλευση τῆς χάρης,

τὴ μυστικὴ φύση τῆς γυναίκας,

πρόλαβαν νὰ κάψουν στὸ καντηλέρι τὴν ἀθεράπευτη ἀλαζονεία,

κάθε πρόστυχη γεύση, ἀποφεύγοντας τὶς κοινοτοπίες,

κι ἔβγαλαν τὶς πλαστικὲς ντάλιες ἀπὸ τὸ εἰοκονοστάσι.

Κατάλαβαν εὐτυχῶς πολὺ νωρὶς

πὼς ἡ Παναγία προτιμᾶ τοὺς ὕμνους τῶν κωφαλάλων.


Η ΑΝΤΟΧΗ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ (ΙΚΑΡΟΣ, 1971)


11.7.25

Αναζητώντας φωτόνια στον Όρμο

 


Κι ενώ κολυμπώ στα καθαρά νερά του Όρμου, με το εκ γενετής αίσθημα ευγνωμοσύνης στη θεά των υδάτων, ένα ζευγάρι κύκνων με προσπερνάει με την ανωτερότητα των υψωμένων λαιμών τους. Κολυμπάνε δυτικά. Τους καμαρώνω, μετά το μάτι μου φεύγει στην ακτή. Μια παρεούλα πάπιες στέκουν ατην άμμο, καλλωπίζονται, τινάζονται, μετά βουτούν κι αυτές και φεύγουν. Ωραίες συναντήσεις είναι αυτές. Άνθρωποι, αίφνης αθώοι και παραδομένοι στο νερό, τα ψάρια από κάτω, οι κύκνοι και τοι πάπιες ανάμεσά μας.

Βγαίνω και αφήνομαι να με γλυκάνει ο ήπιος απογευματινός ήλιος. Παιδικές φωνές, Πλατσουρίσματα, η παραλία σήμερα έχει κόσμο. Έρχεται κι ένα νεαρό ζευγάρι με δυο παιδάκια. Ο μικρός παίζει με ένα μπαζούκας νερού εκτοξεύοντας ριπές στη μαμά και τον μεγαλυτέρο αδερφό του. Ο μπαμπάς συμμετέχει κι αυτός με το δικό του μπαζούκας και γελάνε. Οι γονείς φαίνονται απρόθυμοι να βουτήξουν, είναι φανερό ότι πρόκειται για το πρώτο μπάνιο τους κι ότι το νερό τους απωθεί έτσι κρύο που είναι εδώ στον Όρμο. Είναι κι οι άσπροι και αμάθητοι στον ήλιο.  Τα πιτσιρίκια όμως δεν καταλαβαίνουν από κρύο ούτε από ζέστη. Ο μικρός φοράει μπρατσακια και χτυπάει τα χέρια του στο νερό και χοροπηδάει. Ο μπαμπάς υπερπροστατευτικός σαν να προσπαθεί να προφυλάξει το μικρό από τη θάλασσα  και τον εαυτό του από τις πιτσιλιές του νερού. Του αποσπά την προσοχή με το μπαζουκας νερου. Τον πυροβολεί, εξ αποστάσεως,  ο μικρος γελάει, ανταποδίδει, ο μπαμπας μεταξύ αστείου και σοβαρού προφυλάσσεται  και απομακρύνει την προσοχή του μικρού από την προοπτική της βουτιας. Η μαμά είναι μέχρι τα γόνατα στο νερό κι επιτηρεί τον μεγαλύτερο  γιο που ετοιμάζεται να κάνει  μακροβούτι: «Όχι το κεφάλι, μη βουτάς το κεφάλι στο νερό». «Σε παρακαλώ, μαμά, άφησε με λίγο». «Οχι! Και τα χεράκια έξω-έξω να τα βλέπω».

Τους παρατηρώ. Είναι δύο νέοι άνθρωποι, αλλά γιατί μου μοιάζουν γέροι;  Σαν να είναι βγαλμένοι από άλλη πεντηκονταετία, τότε που ήμουν κι εγώ παιδάκι κι έπαιζα με την άμμο και πλατσούριζα κι ερχόντουσαν φοβισμένες θείες και γιαγιάδες και με απομακρύναν από τον κίνδυνο του παιχνιδιού. Ανεξερεύνητη προβλεψη ενός  μοιραίου  κινδύνου φώλιαζε μέσα στα μάτια τους, κι αυτή η πρόβλεψη  σαν μαντεία επέβαλλε παιχνιδι στα ρηχα ή παιχνίδι στην άμμο ή καθόλου παιχνίδι. Ισως τελικά, ναι, το παιχνίδι να εγκυμονεί κινδύνους, ίσως η πρόβλεψη να απευθύνεται στο παιχνίδι αυτό καθαυτό που είναι η ίδια η ζωή.  Το να ζεις είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι  και τόσοι αιώνες κινδύνων, τόσες χιλιετίες καυματων, πνιγμών και πόνου μέσα και εξαιτίας του παιχνιδιού έχουν εκπαιδεύσει τους  ανθρώπους καχύποπτους απέναντι στη ζωή. Θα ήταν τόσο βολικό να περιχαρακωθεί η ζωή μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο πεδιο παιχνιδιού· να την ελέγχουμε, να μην έχουμε απρόβλεπτα και τυχαία περιστατικά  που πλουτίζουν μόνο τους φόβους και την κληρονομιά των κινδύνων. Μαζί κι όλα τα ενδεχόμενα απρόβλεπτων . Κι είναι εντυπωσιακό ότι στη συγκεκριμένη απογευματινή οικογενειακή σκηνή ο έλεγχος επιτυγχάνεται με το δέλεαρ ενός άλλου παιχνιδιού, επιθετικού κι αμυντικού ταυτόχρονα, του μπαζουκας νερου!

Ανεξερεύνητη ήπειρος το ανθρώπινο σκοτάδι. Όσο και να φωτίζεις, τόσο καινούργια βαθύτερο σκοτάδι έρχεται πάνω σου· μέσα σου και σε τυφλώνει…  οι αιώνες ελπιδοφόρα διαβαίνουν και συνεχώς διαλαλούν την πρόοδο και συνεχώς το σκοτάδι βαθαίνει παρά  τις δραματικές εκκλήσεις για φως…στο φως δραματικά απευθύνεται ο Οςβαλντ στο φιναλε των  Βρυκολάκων,  για «φως, περισσότερο φως» προσεύχεται ο Γκαιτε· τα ερωτευμένα φωτόνια πασχίζουμε να αντιληφθούμε   κι  ο κυρ Αλέξανδρος ψέλνει στο  φως  πριν αποδημήσει. 


Κι ομως τόσο σκοτάδι…. Οι νεαροί γονεις ακόμα  εδώ. Απολαμβάνουν με υποδειγματική  τσιγκουνιά  στα ρηχά  την απογευματινή μπουνάτσα του Όρμου. Χορτάτοι με  το  απείκασμα οικογενειακής γαλήνης που τους αναλογεί. Εγώ ψαχουλεύω στην άμμο κάποιο φωτόνιο. 


Τα δύο παιδιά κυνηγιούνται με τα μπαζουκας νερού.


Jiagogina

1.7.25

Ιούλιος

 Ανάργυρο  το πρωινό παραδομένο

Στην πλησμονη των τζιτζικιών 

Ανεξαργυρωτου  Ιουλίου του Πρώτου  σώμα 

Διαρκές αβέβαιο

Ενα σήμερα

Φωτός  χρυσού νομίζω

Αυτό που σε καίει όταν κλαις 


Jiagogina 

16.6.25

Χάι κου

 




Σύναξα απόψε 

Πολλές δαντέλες  νύχτας 

Μες σ’ ένα δάκρυ 


————

 

Άδειος ο κήπος 

Σε νεκρική σιωπή 

Χαμογελάει 


————-


Νυχτολούλουδο

Διαμεσολαβητής

Είσαι της  νύχτας;


————-


Αναχωρώντας 

Στον πατρικό μου κήπο 

Eπιστρέφω  ξανά 


————-  


Αχ γαρδένια 

Στα πέταλα σου φέγγει 

Το Ναι του θεού 


————-


Το πιο δριμύ φως

Που θάλπει ο θάνατος

Είναι το λευκό 


—————


Ποιος αναχωρεί 

Ποιος επαίρεται πάλι  

Οτι επιστρέφει 


————


Η μοναδική 

Ιδιοκτησία μας 

ειν’ ο θάνατος 



Jiagogina

13.6.25

Μόνος, Αντρέας Ζωντανός

 Μόνος ακούω τραγούδια ερωτικά, μόνος ξεσηκώνομαι με εφηβικές ταινίες, μόνος συγκινούμαι, γελάω, λιγώνομαι από την ευτυχία της βραδινής μοναξιάς, που είναι πιο φωτεινή από το καλοκαιρινό μεσημέρι που το ξεκουφαίνουνε τα τζιτζίκια… 


Μόνος, πλήρως ατελής, πλήρως αναρωτώμενος πως είναι να κάνεις όνειρα ενώ η χαρά κοντεύει να σπάσει τα φράγματα, τα φρένα και το όρια.


Μόνος, χλευάζω τα όνειρά μου και ενθουσιάζομαι καθώς ένα ακόμα καλοκαίρι μπουκάρει στην μικρή μου ζωή για να τη κάνει να γευτεί τη μεγάλη χαρά, ενώ η μεγάλη μου ζωή, που περιλαμβάνει το θάνατο, φέγγει από πίσω από το πανί και μου χαρίζει τη θεατρική παράσταση.


Μόνος, επί τόσα χρόνια μόνος, επί τόσες ζωές μόνος, αδύνατον να χωρέσω τη προφανή αλήθεια.


Μόνος, δεν θέλω να κοιμηθώ όπως όταν έκανα έρωτα κι ήθελα να βεβαιωθώ ότι τουλάχιστον ο ίδιος δε θα σβήσω τη χαρά μέσα στον ύπνο.


Μόνος, κάθε μέρα, μια ίδια μέρα, που κουλουριάζεται και κυνηγάει την ουρά της. Που έτσι αναπαριστά την αιωνιότητα και κοροϊδεύει την υποτιθέμενη γραμμικότητα του χρόνου.


Μόνος αναρωτιέμαι πόσες φορές έχω γράψει την ίδια γραμμή, ίσως την ίδια φράση αλλά σίγουρα έχω κάθε φορά ξαναζήσει όμορφες, μονήρεις νύχτες.


Μόνος, αδύνατον να πω σε κάποιον για όλα αυτά. Αδύνατον να δείξω ότι έχει νόημα, ότι έχει η φαντασία αλήθεια κι ότι η χειροπιαστή αλήθεια δεν είναι αλήθεια. Μόνος θα ξεκινήσω αύριο τη μέρα και μόνος θα τη τελειώσω. 


Ποιος λέει ότι συνδιαλέγεται;;;


Αντιγράφω ένα κείμενο του Αντρέα Ζωντανού 

12.6.25

Ημερολόγιο - Ποιήματα για τα μάτια


PRELUDE - ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

Ανοίγοντας πρωί πρωί τα τυφλά μου μάτια βλέπω παχύρρευστο σκοτάδι μέσα σε λίμνη δακρύων. Στην επιφάνεια πλέει  μια γαρδένια θυσιασμενη . 

Ακούω τον αποχαιρετισμό της μυρωμένο,  χωρίς παρηγοριά. 

Γιατί στο βάθος, ω στο βάθος,  το στράτευμα της ιστορίας ελλοχεύει αμείλικτο


LA  FOLIE

Εύφημη στο μαύρο η μνεία

Όχι στο ερεβώδες το ζοφερό

Στο  άλλο της σκοτεινιάς  το δαντελωτό παραπέτασμα που δε καταπίνει μονομιάς 

Σε βυθίζει αργά σε ένα βάλτο από χρόνο

μνήμες αυτοδιασπώμενες  

μαχαίρια θρυμματισμένα 

Και τα δάχτυλα να μη χαϊδεύουν το πρόσωπο ούτε κανένα είδωλο

Μόνο το ανάμεσα κενό αυτό που τόσο λάτρεψες 

Και το χάδι να μετεωρίζεται αγεωμέτρητο 

Ανάμεσα σε ιζήματα βροχής και απουσία


Μην περιμένεις από μένα  πολλά 

Μην περιμένεις τίποτα 

Σε ξόδεψα σαν σερπαντίνα σε καρναβάλι τρελών 

Δεν έχει άλλο 

Βυθίσου 


ΕΦΗΜΕΡΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΕ ΣΚΟΝΗ 

Το μικρό μου αδέξιο χνάρι 

Ένα μισοσβησμένο πρόσωπο χαμογελαστό στο παρμπρίζ 

Βρώμικο το παρμπρίζ άπλυτο δυο χρόνια 

Κι έχει μείνει μόνο αυτό το αδέξιο σκαρίφημα ενός μικρού κοριτσιού που επιμένει να χαμογελάει κοροϊδευτικά με πεταχτά δόντια 

Σε ποιον; Στον Πακιστανό  που καθαρίζει το τζάμι;

Στον απέναντι οδηγό που  συνάντησε  στο φανάρι;

Στον φορτηγατζή  που θα σηκώσει ένα αμάξι χρόνια ακινητοποιημένο;

Ο νέος αγοραστής πάντως  θα το έχει πιο καθαρό το παρμπρίζ,

 μέσα έξω


ΟΞΙΑ Η ΦΗΓΟΣ

 Περνάν φιγούρες

Πρόσωπα που αγάπησα 

Που μίσησα 

Αβαρείς ίσκιοι περνάν όπως ψηλοκορμες οξιές  σε τρένο που τρεχει 

Και σύ στο τζάμι παίζεις ένα  μικρό παιχνίδι παρατήρησης 

Να σκλαβώσεις 

Τα φύλλα της οξιάς που διαφεύγουν

Το προσώπου σου που διαθλάται στο παράθυρο  

Τον υπνωτιστικό θόρυβο της μηχανής που σε  καθησυχάζει 


Περνάει το τρένο από τον μαγικό τόπο των Τεμπων  

Κι οι μορφές όλες εκρήγνυνται με χημική εξάχνωση 

Κι η προοπτική άλλαξε 

Το τρισδιάστατο τοπίο ένα θραύσμα 

Αιωρούνται εικόνες ανθρώπινα μέλη λέξεις ερωτολογα λυγμοί 

Και το ακατόρθωτο που κατωρθωσες 

Και τα ιζήματα της μοναξιάς που ανάθρεψες

(Αλήθεια πώς κατόρθωσες με τόση χειρωναξία να ξεπλένεις  ξανά και πάλι μοναξιά μόνο;)


Οξιά μου οξιά της σκάφης μου χαρά 


Πολλά θα είχε να πει κι  η Χρύσα για τις ψηλοκορμες οξιές 

Μα είναι κάποιες λέξεις που εγώ δεν μπορώ να τις προφέρω 

Αν μου τις έδινε εκείνη  στ’ αυτι να τις ακούσω 

Θα άκουγα σεβαστικα 

Και μετά 

Θα τις έσπαζα αυτοστιγμης κομμάτια   

Τίποτα ακέραιο  

Τίποτε ακαταπόνητο 

Να μην κατέχω 

Μόνο το εισιτήριο του τρένου 

Μεχρι το ανοίκειο φρενάρισμα των βαγονιών  

Και το θαλερό εκκωφαντικό τους θρόμβο


Jiagogina

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...