24.8.20

Η ΑΝΤΩΝΙΑ


 Τα Σκοτεινά β’


Η ΑΝΤΩΝΙΑ 

Η Αντωνία ήταν πουτάνα

Πριν γίνει πουτάνα ήταν χρονώ δεκατριώ

Ασκημη λίγο αλλήθωρη κοντή μ’ ένα χαμόγελο σα μορφασμό 

Ήδη ο θειος της του πατέρα ο αδερφός τη βίαζε καθημερινά 

Μερες και μήνες και βδομάδες 

Δεν ξέρουμε αν ο νους της ήταν από πριν  ψηλός 

Ή αν θρυμματίστηκε από το άγριο  σπέρμα που τιναζότανε παντού στα ρούχα της στο σώμα της στα αλλήθωρά της μάτια 

Μια μέρα βγήκε στο χωματόδρομο   γυμνή 

Ουρλιάζοντας 

Ενώ

Τις τελευταίες νύχτες πριν χαθεί κατουρούσε επιδεικτικά στην πλατεία του χωριού  

Και πιτσιλούσε  τα βλέμματα των περαστικών ούρα και καταφρόνια 

Την έβλεπαν οι χωριανοί και φτύνανε στο πεζοδρόμιο 

Κι η μάνα έκλαιγε κρυφά


Κι έτσι μια μέρα μιαν αυγή 

Η Αντωνία η παστρικιά 

Κρύφτηκε σ’ ένα φορτηγό και το ‘σκασε για Αθήνα 

Με τα καφάσια τα  πουλερικά 


Τη γνώρισα δεκαετία του ‘90

Σαν πατσαβούρι ριγμένη πίσω από ένα κάδο 

Φαφούτα πάντα αλλήθωρη και χαμογελαστή 

Πολύγλωσση στα μπινελίκια

Έτοιμη πάντα για αναχώρηση Σταθμός Λαρισης - Ουρανός 

Χωρίς ταυτότητα χωρίς ζωή χωρίς λεφτά 

Κλεφτρόνι εκ περιτροπής και ειδήμων στα τσιμπούκια τον καλό καιρό 

Μα ας ήταν σάπια τα δοντάκια της 

Χαμογελούσε σαν παιδί που δεν έχει προλάβει να θλιβεί

Ντεμπιτάν μιας ζωής

Που δεν την πρόλαβε γαμώτημου

Το έχασε το τρένο 


Η Αντωνία η αγνή ψυχή με άδραξε απ’ το χέρι και τη σήκωσα 

Τρέμαν   τα πόδια της απ’ την αδυναμία 

Και η ακτινοβόλα φίλη μου Ροδακινιά

Την πήρε αλά μπρατσέτα και περπάτησαν 

Στα λασπονέρια του Σταθμού που ήτανε παράδεισος κλεμμένος μέχρι εκείνη την στιγμή 

Μα ξαφνικά τον είδα στην άλλη του εκδοχή 

Και αποκαταστάθηκε η σήμανση των αφανών δρομολογίων


Η Αντωνία η πουτάνα 

Ντύθηκε ρούχα καλοκαιρινά 

Μπρατέλες καπελάκι   φουστάνι με τριαντάφυλλα 

Και βγήκε Πανεπιστημίου και Αιόλου μ’ ένα πλεχτό πανέρι 

Βόλτα ηλιόλουστη

Σε δρόμους δίχως οδοδείκτες

Για ν’ αγοράσει φρούτα 


Στέλνει ένα πεταχτό φιλί στους νταβατζηδες της καλής της νιότης 

Και στην τσογλαναρία των  πικρών  της γηρατειών 

Και αιφνιδίως  αυτάρκης από άνοιξη 

Δίνει έναν πήδο στην αόρατη αιώρα  του εξοχικού μας διαστήματος 

Λικνιστικά τώρα κλεινει το μάτι και μου τραγουδά 


«Τι σου λέει η μάνα σου για μένα

Και κοιτάς με μάτια πάντα βουρκωμένα»


Κι η φίλη μου η  σεμνή   Ροδακινιά σκουπίζει ένα ρετσίνι αντί για δάκρυ 


-Μιη με ξεχνάς μανάρι μου λέει η Αντωνία 

Σ’ αγάπησα πολύ πουλί μου

Μη με ξεχνάς


Και χάθηκε


Γεωργία Δεληγιαννοπούλου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...