13.4.14

Περικής Κοροβέσης, “τουλάχιστον, δεν θα πεθάνω ηλίθιος.”

Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LiFO
Την Αθήνα πρωτογνώρισα κι αγάπησα ως πόλη της εφηβείας μου. Ήρθαμε οικογενειακώς από την Κεφαλονιά το ’57, εγκατασταθήκαμε στα Πατήσια κι έκτοτε δεν εγκατέλειψα ποτέ αυτήν τη γειτονιά. Ήταν, επιπλέον, η πόλη της ελευθερίας μου που απολάμβανα σε όλη της την έκταση διότι δούλευα, ξέρεις, εξαρχής, έβγαζα μεροκάματο, άρα ήμουν αυτόνομος! Η πρώτη μου απασχόληση ήταν σε μια ασφαλιστική στην πλατεία Αγίων Θεοδώρων, τύπου παιδί για όλες τις δουλειές. Έκανα θελήματα, χτύπαγα και κάνα συμβόλαιο στην ανάγκη, όντας εγγράμματος. Πήγαινα, παράλληλα, νυχτερινό στη Σχολή Εμποροϋπαλλήλων στη Μητρόπολη. Τα βράδια της σχόλης με έβρισκες στο Παλιό Πανεπιστήμιο, ένα γνωστό ταβερνείο της εποχής στη Θόλου, απ’ όπου συνήθιζα να επιστρέφω σπίτι πεζός.

Υπέροχη διαδρομή τότε το Πλάκα-Πατήσια. Ειδικά την άνοιξη, οπότε μεθούσες κυριολεκτικά από τις ευωδίες των λουλουδιών. Έβλεπες κάτι υπέροχες μονοκατοικίες και παραδίπλα κήπους, χωράφια, αλάνες… Φρούτα, λαχανικά κι αυγά ψώνιζα απ’ το μποστάνι του γείτονα στην παρακάτω γωνία, σκέψου. Όλη η Αθήνα τότε ήταν ένα μεγάλο χωριό, πολύ φιλικό, πολύ ζωντανό επίσης. Υπήρχε ζωή προσιτή και προσωποποιημένη, υπήρχε ένα κλίμα αισιοδοξίας, ελπίδας, αμφισβήτησης, πειραματισμών – είχαμε, άλλωστε, ήδη μπει στη δεκαετία του ’60. Αρχίσαμε με την παρέα να ανακαλύπτουμε τις μπουάτ, τον Σαββόπουλο κι εγώ τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες και τη «βαθιά» αθηναϊκή κουλτούρα στη Δραματική Σχολή του Ροντήρη και στο Ωδείο Αθηνών.
Βρέθηκα, που λες, την ίδια χρονιά συμφοιτητής με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τον Χρήστο Λεοντή, που κάναμε θαυμάσια παρέα. Μας συνέδεε αφενός το ότι επενδύαμε σε αβέβαιες δουλειές (εγώ ηθοποιός, εκείνοι μουσικοί), αφετέρου το ότι δεν είχαμε τον πανικό του μέλλοντος, τόσο διαδεδομένο σήμερα. Η παρέα σύντομα μεγάλωσε με τους Τζάγκα, Στυλιάρη, Ευαγγελίδη, Μεντή, Δουγλερή, Βουγιούκα και άλλους προσκείμενους στην ΕΔΑ καλλιτέχνες, που μαζί ιδρύσαμε τον Σύλλογο Σπουδαστών Δραματικών Σχολών «Θέσπις» (1962). Υπόψη πως στην παρέα αυτή είχαμε κάποιους γκέι πολύ ανοιχτούς και δυναμικούς, τρομοκράτες κανονικούς για τα ήθη της εποχής. Αφού έχω να λέω πως αν δεν μεσολαβούσε η χούντα, ίσως το κίνημα για την γκέι απελευθέρωση να ξεκινούσε από την Αθήνα, όχι το Σαν Φρανσίσκο!
Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LiFO
Τα χειριστήκαμε καλά τα νιάτα μας η γενιά εκείνη. Κάναμε κανονικά του κεφαλιού μας στην τέχνη αλλά και στην προσωπική μας ζωή. Πράγματα πρωτοποριακά, ανατρεπτικά, ρηξικέλευθα, που τότε βέβαια δεν αντιλαμβανόμασταν τη σημασία τους. Κι εκεί, πάνω στο καλύτερο, ήρθαν και μας κάθισαν στον σβέρκο τον Απρίλη του ’67 οι συνταγματάρχες… Τις μέρες εκείνες, στο Θέατρο της Νέας Ιωνίας όπου συμμετείχα επήλθε διάσπαση και οι αποχωρήσαντες ετοιμαζόμασταν να ανεβάσουμε παραμονές της 21ης στο Περιστέρι τον Μανδραγόρα του Μακιαβέλι σε σκηνοθεσία Κανέλλου Αποστόλου. Η παράσταση ακυρώθηκε και όταν συλλάβανε ως Αριστερό τον δήμαρχο, η προκάτ μακέτα του σκηνικού που μας είχαν ετοιμάσει φίλοι αρχιτέκτονες κατασχέθηκε από την αστυνομία ως αποδεικτικό στοιχείο, πως τάχα σχεδίαζε οδοφράγματα! Αναστατωμένοι, κατεβήκαμε στο κέντρο να δούμε τι γίνεται, ερημιά παντού – πού τα εκατομμύρια λαού που θα έσπευδαν να υπερασπιστούν τη Δημοκρατία, όπως ονειροπολούσε η Αριστερά. Μόνο τανκς κυκλοφορούσαν, ενώ φαντάροι περιπολούσαν νευρικά έξω από τον ΟΤΕ και άλλα κυβερνητικά κτίρια, κρατώντας μυδράλια στα τρεμάμενα χέρια τους. Τότε συνειδητοποίησα πως πάει, την έχασα την Αθήνα μου, πως η ελευθεριότητα, η ξενοιασιά της αποτελούσαν παρελθόν. Ήταν η πρώτη μου μεγάλη απογοήτευση…
Δεν αποθαρρυνθήκαμε, όμως. Την επομένη κιόλας μαζευόμαστε και διαμορφώνουμε την πρώτη αντιστασιακή ομάδα, γοητευμένοι από την προοπτική μιας γενικής εξέγερσης. Από τις πρώτες ενέργειές μας ήταν να τυπώνουμε σε τηλεφωνικούς θαλάμους το σύνθημα «δημοκρατία» με κομμένες στη μέση πατάτες, που αν χαράξεις κάτι πάνω τους μετατρέπονται σε σφραγίδες! Η χαμένη μας Αθήνα ξαναζωντάνευε μέσα από τη δράση μας. Ο Αριστείδης Μανωλάκος μάς προτείνει ένταξη στο Πατριωτικό Μέτωπο. Ρωτήσαμε αν ήταν ακηδεμόνευτοι και όχι σοβιετικό «πρακτορείο». Μας διαβεβαίωσαν για το πρώτο –ψευδόμενοι, όπως αργότερα αποκαλύφθηκε– και μπλέξαμε με τις πολιτικές γραφειοκρατίες. Εξαιτίας αυτής της εξέλιξης, των λαθών τακτικής και μιας προμελετημένης «καρφωτής» πιστεύω πως συνελήφθηκα τότε. 
Μπουκάρουν, που λες, οι ασφαλίτες νύχτα στο σπίτι καθώς τρώγαμε, βουτάνε εμένα και τον Στυλιάρη, αφήνουν πίσω τη Νένα Μεντή και τη γυναίκα μου. Ανακατεύουν με τα βρομόχερά τους μέχρι και τα εσώρουχά της, που είχε πάντα θαυμάσια τακτοποιημένα, ένας κανονικός βιασμός. Ε, μετά, ακολούθησαν τα γνωστά, Μπουμπουλίνας, Αβέρωφ, Αίγινα, εξευτελισμός, ξύλο, βασανιστήρια… Είχα, όμως, αποφασίσει ότι δεν θα τους περνούσε, ότι η δική μου πίστη ήταν ισχυρότερη. Έκανα, ταυτόχρονα, και την προσωπική μου σύνδεση με την ιστορία, που πλέον βίωνα ως ζωντανή εμπειρία. Το ΕΑΜ, ας πούμε, δεν ήταν πια ανάγνωσμα, γνώρισα προσωπικά αγωνιστές που σάπιζαν στη φυλακή από το ’47. Δεν θα ξεχάσω το παιδικό πρόσωπο που παρά τις κακουχίες διατηρούσαν, λες και ο χρόνος είχε σταματήσει τη στιγμή της σύλληψης… Ήταν η κρυμμένη, φυλακισμένη, βασανισμένη πλευρά της ανέμελης Αθήνας των φοιτητικών μου χρόνων που προσπαθούσε να αμυνθεί τραγουδώντας, κυρίως Θεοδωράκη, επειδή ξέραμε πόσο εκνεύριζε τους δεσμώτες μας. Να πω εδώ κάτι νόστιμο: ήμασταν συγκρατούμενοι στην Αίγινα με τον Ραφαηλίδη, είχε κρυώσει και μου ζήτησε μια εντριβή με Vicks. Του έκανα, λοιπόν, αλλά εκείνος ανησυχούσε μην τυχόν μας δουν οι ποινικοί και μας παρεξηγήσουν ότι τάχα γαμιόμαστε. «Αυτό σε πείραξε, ρε Βασίλη, του κάνω, εδώ είμαστε ήδη στον πάτο!».
Με την αμνηστία του ’68, στην πρώτη ευκαιρία την κοπανάω –γιατί είχα υποχρέωση να παρουσιάζομαι στο οικείο αστυνομικό τμήμα κάθε 15– και πάω να βρω την πρώτη γυναίκα μου, την Κατερίνα Πατρώνη, που ήταν με τον Χατζηχρήστο στα Γιαννιτσά. Στον ίδιο θίασο ήταν κι ο Παπαχρήστος, ο διορισμένος χουντικός πρόεδρος του ΣΕΗ. Του αναφέρει ο Χατζηχρήστος τα βασανιστήρια που μου έκαναν, «ψέματα λέει» κάνει εκείνος και τότε τον απολύει! «Να πάει να γαμηθεί ο μαλάκας, πάρε εσύ τον ρόλο του, παίζεις απόψε κιόλας» μου λέει. «Μα, δεν έχω ιδέα» απαντώ. «Κομέντια ντελ άρτε παίζουμε, απλώς κοίτα το χέρι μου και λέγε ό,τι σου έρθει» με προστάζει. Έχω ακόμα εφιάλτες από τότε ότι βγαίνω να παίξω και δεν ξέρω τα λόγια! Πίσω στην Αθήνα δίνω συνέντευξη στη «Sun» για τη χούντα και τα βασανιστήρια, προειδοποιώντας να μη γράψουν επακριβώς όσα τους έλεγα, ώστε να μη με εντοπίσουν. Δεν το κάνουν και το ίδιο βράδυ αντιλαμβάνομαι ότι οι ασφαλίτες με ψάχνανε, από τα πολλά πατήματα πάνω στο αλεύρι που είχα σκορπίσει επίτηδες έξω από την πόρτα.
Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LiFO
Βγαίνω οπότε κανονικά πια στην παρανομία και καταλήγω Ευρώπη μέσω Τουρκίας, με τη βοήθεια της Αμαλίας Φλέμινγκ. Καταθέτω στο Συμβούλιο της Ευρώπης, εκδίδω τους Ανθρωποφύλακες (1969) που έγιναν παγκόσμιο γεγονός και συνέβαλαν σημαντικά στην εκδίωξη της χουντικής Ελλάδας από αυτό τον οργανισμό. Έμεινα Αγγλία, Γερμανία, Ελβετία, Σουηδία, Γαλλία, όπου ευτύχησα να μαθητεύσω στους Ρολάν Μπαρτ και Βιντάλ Νακέ… Το σπουδαιότερο, όμως, ήταν πως ένα μικρό βιβλιαράκι, γραμμένο όπως-όπως, κατάφερε να αναποδογυρίσει την προπαγανδιστική εκστρατεία εξωραϊσμού που το καθεστώς είχε χρυσοπληρώσει. Γι’ αυτό, όποιον ακούς να λέει «δεν γίνεται τίποτα», κόψε τον από φίλο, χαλάει και το δικό σου κέφι, τη δική σου δημιουργικότητα.
Με τη Μεταπολίτευση επιστρέφω οριστικά Αθήνα και τη βρίσκω ήδη αγνώριστη. Απέραντο στρατόπεδο συγκέντρωσης μού θύμιζε έτσι όπως είχε χτιστεί. Κάτι που βέβαια χειροτέρεψε τα επόμενα χρόνια. Με εξαίρεση το ιστορικό κέντρο, τα περισσότερα σημεία αναφοράς μου είχαν χαθεί – η πόλη αυτή λες και μισεί κάθε προηγούμενη μνήμη της. Η τσιμεντοποίηση και η άναρχη δόμηση ασχήμυναν την πόλη, όχι οι μετανάστες, όπως μας τσαμπουνάνε μερικοί. Δεν περίμεναν τα Πατήσια τους ξένους για να χαλάσουν, ήταν ήδη χάλια! Απλώς τους χρησιμοποίησε η εξουσία ως αποδιοπομπαίους τράγους ώστε να δικαιολογήσει τη μαζική ληστεία που διαπράττει σε βάρος όλων εμάς των «γηγενών» μετά την κρίση. Αν ενδιαφερόταν πραγματικά να λύσει το πρόβλημα, θα έδινε σε όλους χαρτιά, ακυρώνοντας τη Συνθήκη του Δουβλίνου. Η πολυπολιτισμικότητα είναι πλούτος στο φαγητό, στην τέχνη, στη διανόηση, στον πολιτισμό, στον έρωτα, στη διασκέδαση, παντού. Κανείς δεν στέκεται μόνος του.
Μπορούμε και αξίζουμε να έχουμε μια καλύτερη Αθήνα. Να «πρασινίσουν» οι πολυκατοικίες, να αποκτήσουμε περισσότερα πάρκα, πυκνότερα δίκτυα πεζοδρόμων, καλύτερες συγκοινωνίες. Να ζωντανέψουν οι άστεγοι τα άδεια σπίτια κι όλα εκείνα τα νεοκλασικά που ρημάζουν. Να βγει στον δρόμο ο πολιτισμός. Τα είχα προτείνει αυτά και παλιότερα ως δημοτικός σύμβουλος. Χρειαζόμαστε, επίσης, υποδομές. Έχουμε Μέγαρο Μουσικής, αλλά όχι μουσικές σχολές. Στάδια-φαντάσματα που ξέμειναν από τους Ολυμπιακούς, αλλά όχι οργανωμένο αθλητισμό. Προσπάθειες για ήπια και ουσιαστική, αποκεντρωμένη ανάπτυξη, αντί για πομπώδη έργα βιτρίνας. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε την ανάκαμψη. Πολλές μικρές δράσεις, ατομικές και συλλογικές, μπορούν να μεταμορφώσουν την καθημερινότητά μας.
Δυστυχώς, οι Ανθρωποφύλακες δεν έχασαν σε επικαιρότητα. Το ίδιο «βαθύ κράτος» που εξέθρεψε τις χούντες του Μεταξά και του Παπαδόπουλου συντηρεί και τη Χρυσή Αυγή. Ρωτάτε γιατί ο κόσμος δεν αντέδρασε στη χούντα – μήπως αντιδρά στη φασίζουσα συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ; Όταν την αποκαλούσα έτσι, με λέγανε εξτρεμιστή, αλλά να που η υπόθεση Μπαλτάκου το επιβεβαιώνει. Το ακαταλόγιστο για ασφαλίτες και βασανιστές παραμένει: «Κάνε ό,τι θες, θα είσαι και μάγκας». Καμία συνέπεια, καμία τιμωρία. Βλέπουμε πώς αντιμετωπίζει η αστυνομία τους διαδηλωτές, είδαμε ότι σωφρονιστικοί υπάλληλοι δολοφόνησαν τον βαρυποινίτη Ιλίρ Καρέλι που το ίδιο το σύστημα έσπρωξε στην απελπισία, μετατρέποντάς τον σε θύτη και θύμα ταυτόχρονα. Αναβίωση φασιστικών φαντασμάτων συμβαίνει βέβαια κι αλλού, σε χώρες όπως η Ουκρανία αλλά και η πλούσια, πολιτισμένη Νορβηγία. Προφανώς κάτι πάει στραβά με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Δεν είμαι πολιτικός. Είμαι καταρχάς κοινωνικός ακτιβιστής. Στην πολιτική αρένα είχα βγει για το «μπούγιο», για να ενισχύσω την Αριστερά. Εκλέχτηκα βουλευτής το 2009 (με τον ΣΥΡΙΖΑ), ξοδεύοντας μόλις 150 ευρώ. Είχαν πάθει πλάκα οι συνάδελφοι! Δεν είναι, ξέρεις, τόσο η ιδεολογική αναφορά όσο το ενδιαφέρον για το κοινό καλό που είναι, ταυτόχρονα, ατομικό. Δίνω προτεραιότητα στη δράση «από τα κάτω», με όλη την υπομονή και την επιμονή που απαιτεί. Όταν δεν γράφω ή μελετώ, πηγαίνω σε συζητήσεις, ομιλίες, καλέσματα… Ευαισθητοποιούμαι, βέβαια, ιδιαίτερα σε θέματα φυλακών, κρατουμένων και αστυνομικής βίας. Χρειαζόμαστε, καταρχάς, πιστεύω, έναν νέο Διαφωτισμό. Γιατί με τον σκοταδισμό δεν τελειώσαμε ακόμα, παραμονεύει πάντα στους διαδρόμους της εξουσίας, στον λαϊκισμό και στα τηλεοπτικά παράθυρα.
Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LiFO
Με γοητεύει η ειλικρίνεια του βιώματος στους ανθρώπους. Αντιπαθώ την επίδειξη προσωπικότητας, μου θυμίζει εξουσία που αγιογραφεί εαυτήν. Κι εγώ δεν έχω μάθει, ξέρεις, να προσκυνώ, θέλω ισότιμους συνομιλητές απέναντί μου. Για τον ίδιο λόγο προτιμώ τη φυσική ομορφιά στις γυναίκες, όχι την επιτηδευμένη. Να, σαν τα μοντέλα των αγίων του Καραβάτζιο, που ήσαν αλήτες. Αν ήταν όλα τα θηλυκά όπως δείχνουν στην τηλεόραση, θα γινόμουν ευνούχος! Ναι, εξακολουθώ να πίνω, να καπνίζω και να ξενυχτώ όσο μου επιτρέπουν η φυσική κατάσταση και οι δραστηριότητές μου. Η ηδονή δεν είναι δωρεά, με τη φθορά αποκτιέται και μέσω αυτής δημιουργεί αντισώματα ζωής. Χρειάζεται όμως να οριοθετείς την ευχαρίστηση απέναντι στην καταστροφή, φροντίζοντας πνεύμα αλλά και σώμα. Η γερή κράση είναι προϋπόθεση ελευθερίας. 
Το να ακολουθεί κάποιος την κάβλα, τη φουσκοδεντριά , τη λίμπιντό του, να αναζητά να γονιμοποιήσει το φως στον πλησίον του, ανεξάρτητα από σεξουαλικότητες, φύλα και κοινωνικά πρότυπα, είναι μια διαδικασία εξανθρωπισμού, μια επιθυμία ζωής χωρίς κριτήριο. Τα κριτήρια είναι φυλακή! Και δεν το εννοώ μόνο σαρκικά, όπως συμβαίνει στη Δύση, όπου ο ελεύθερος έρωτας εξελίχθηκε σε καταναγκασμό. Ετεροφυλόφιλοι κι ομοφυλόφιλοι μάθαμε να κατακτάμε τον άλλο, όχι να τον συναντάμε πραγματικά. Όμως η πεμπτουσία της σεξουαλικότητας είναι καταρχάς πνευματική, σε κάνει ένθεο, τρόπον τινά.
Είμαι φτωχός σε υλικά αγαθά, πλούσιος όμως πολύ σε εμπειρίες. Έζησα ανοιχτά, ελεύθερα, σύμφωνα με τις επιθυμίες μου, δίχως εξαναγκασμούς και συμβιβασμούς. Ήμουν πάντα με την Εύα, που δεν δέχτηκε τον μισό Παράδεισο που της δόθηκε αλλά τον διεκδίκησε ολόκληρο, γι’ αυτό και δάγκωσε το Απαγορευμένο Μήλο – το θέμα του επόμενου βιβλίου μου. Χάρηκα το διάβασμα, τη γραφή, τον έρωτα, τη δράση, τη δημιουργία. Ταξίδεψα, ξενιτεύτηκα, έκανα δύο γάμους κι έναν γιο, ζω είκοσι χρόνια τώρα αγαπημένα με την τελευταία σύντροφό μου, τη Μαρία, με την οποία δεν παντρευτήκαμε για να μη χρειαστεί να χωρίσουμε! Τελώ σε έναν διαρκή ενθουσιασμό. Μπορώ να πω, λοιπόν, ότι ναι, την ευχαριστήθηκα τη ζωή μου. Και ότι, τουλάχιστον, δεν θα πεθάνω ηλίθιος.
Τα δύο τελευταία βιβλία του Περικλή Κοροβέση Παράπλευρες καθημερινές απώλειες και Ανθρωποφύλακες (επανέκδοση) κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...