4.4.10

ΠΑΓΩΤΟ ΧΩΝΑΚΙ



Κυριακή πρωί. Mια λαϊκή συνοικία των Αθηνών. Μια ηλιόλουστη μέρα. Στην κεντρική πλατεία η εκκλησία. Η μικρή κοινωνία εκκλησιάζεται, όπως κάθε Κυριακή, αλλά σήμερα υπάρχει  μια ιδιαίτερη κινητικότητα στο προαύλιο της εκκλησίας. Κάποιο μνημόσυνο γίνεται, έχει στηθεί ένας πάγκος με  φακελάκια, πλαστικά ποτηράκια και κουτάλια για τα κόλλυβα. Κάποιος θάνατος στον αέρα είναι πολύ φρέσκος. 
Την κοπέλα που πέθανε την ήξερε όλη η κοινότητα. Ζούσε από μικρή εκεί, σχεδόν από πάντα. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητή κι αυτή κι ο άντρας της και τα παιδιά της. Κι όλοι γνωρίζαν μέσες - άκρες το θέμα της. Χρόνια ασθένεια, ανίατη και τρομερή.
Οι συγγενείς, ακόμα και τα παιδιά της, εδώ και καιρό ευχόντουσαν να πεθάνει. Αυτή όμως  άντεχε. Όταν τελικά ξεψύχησε αναστέναξαν με ανακούφιση. Και παρ' όλη την ενοχή, ένιωσαν μια απελευθέρωση από τα δεσμά της αναξιοπρέπειας που τους είχε επιβάλει η αρρώστια: να βλέπουν το σαρκίο να καταρρέει αβοήθητο, χωρίς να μπορούν να πράξουν τίποτα, μόνο να τους καταλαμβάνει τρόμος και οίκτος.
Τώρα στέκαν μπροστά - μπροστά στη λειτουργία. Σε λίγο θα πηγαίναν σε μια γειτονική ταβέρνα με στενούς φίλους και θα πίναν μπόλικο κρασί τσουγκρίζοντας τα ποτήρια στη μνήμη της νεκρής. Κάποιων τα μάγουλα ιριδίζουν από τα δάκρυα, κάποιοι άλλοι, άντρες, δε θέλουν να κλάψουν φανερά, σκύβουν κατά καιρούς  και σκουπίζουν σεμνά  τα μάτια. Και σ’ όλο το εκκλησίασμα απλώνεται μια έκδηλη συγκίνηση, και στον ίδιο τον παπά, που κι αυτός ήξερε τη συχωρεμένη, συγκίνηση που διαπερνά την κακοφωνία των μεγαφώνων και δονεί τον αέρα της εκκλησίας μέχρι το θόλο. Διαχύνεται η διαβεβαίωση ότι ο θάνατός της γυναίκας, κυρίως ο βασανισμός της, δεν ήταν επί ματαίω, ότι αναπαύθηκε σε τόπο χλοερό, τόπο αναψύξεως, ότι κάποιος κρυφός σκοπός εξυπηρετήθηκε, ότι όλα στο τέλος θα πάνε καλά. Άθεοι και θρήσκοι αφήνονται στο κάλεσμα αυτού του σκοπού. Κι ο παπάς βάζει τα δυνατά του η παραμυθία του να είναι τόσο δυνατή, ώστε να έρθει άπλετο φως να γλυκάνει τις καρδιές και τα ανούσια ερωτήματα των σκεπτικιστών.
Το εκκλησίασμα γίνεται ένα σώμα μέσα στο πένθος. Βεβαιότητα δεν υπάρχει για τίποτα και για κανέναν, πέρα από ιδεολογίες εξ ίσου πικραίνονται οι ένθερμοι με τους χλιαρούς πιστούς, αλλά αυτή η σταδιακή σύντηξη των σκόρπιων αισθημάτων σε ένα κοινό θρήνο γεννά ένα αίσθημα ελπίδας. Είναι και τα ένρινα  αλληλούια του ψάλτη που δεν αφήνουν το μυαλό να σκεφτεί πολύ, είναι και το λιβάνι που λίγο ζαλίζει, είναι κι ο παπάς που λειτουργεί με μεγάλο ζήλο…  Ακόμα και ο άθεος ξάδερφος, που κάθεται παράμερα και ρίχνει γύρω ματιές με εμφανώς επικριτικό βλέμμα, με το πόδι δίπλα στην πόρτα, για να φύγει πρώτος μόλις τελειώσει η λειτουργία και να αποφύγει τα μελοδραματικά φιλιά και τις αγκαλιές κι αυτήν την κοινοτοπία «να ζήσετε να τη θυμόσαστε», που δεν μπορεί να την χωνέψει – του φαίνεται γελοία η ιδέα να ζει κάποιος μόνο και μόνο για να θυμάται τους νεκρούς, και μετά που κι αυτός θα πεθάνει οι απόγονοί του να ζουν κι αυτοί με σκοπό να τον θυμούνται,  και ούτω καθεξής, λες κι η ζωή είναι μια είσοδος σε οστεοφυλάκιο χωρίς έξοδο, λες κι η ζωή δεν είναι από μόνη της σκοπός – ακόμα κι αυτός  γλύκανε και τα χαρακτηριστικά του ξεσφίχτηκαν, τραβήχτηκαν τα μάγουλα και το μέτωπο, χαλάρωσαν τα βλέφαρα και το βλέμμα άδειασε από τις δεύτερες σκέψεις, όπως το βλέμμα των βαριά πενθούντων ή των βαριά ερωτευμένων, όταν κοιτάζονται αγκαλιασμένοι μετά από έρωτα.
Ο ξάδερφος, που δεν βλέπει τον εαυτό του και δεν ξέρει ακριβώς τι του έχει συμβεί, κι είναι ένας άνθρωπος που δεν αγαπά τους συμβιβασμούς και προσπαθεί όσο μπορεί να τους αποφεύγει, θεωρεί ότι η θρησκεία είναι συμβιβασμός με το φόβο της ανυπαρξίας, αλλά χωρίς να το καταλάβει, η ελπίδα τρύπωσε μέσα του κατά λάθος. Μπήκε σαν αέρας στα συναισθήματά του και αλάφρυναν λίγο. Ευφορία τον κατέλαβε κι άρχισε να κοιτάζει τα πρόσωπα των παρευρισκομένων με άλλη διάθεση, χωρίς να τους επικρίνει που πιστεύουν  ότι η ζωή δεν είναι μονόδρομος προς το θάνατο και παρ’ όλα αυτά κλαίνε σα μωρά.
Συγχρόνως του ήρθε στο νου μια σκηνή από την παιδική του ηλικία: καλοκαίρι, απόγευμα, στο χωματόδρομο που τώρα περνάει το λεωφορείο, η ξαδέρφη του, οχτώ χρονώ τότε, να τρώει παγωτό χωνάκι και να περπατάει κρατώντας από το χέρι τη πιο μεγάλη αδερφή. Εκείνος, γύρω στα δέκα, ζιζάνιο, έρχεται αθόρυβα από πίσω τους και   τις τρομάζει.
«Μπαμ!» τσιρίζει στ’  αυτιά τους και η μεν μεγάλη αδερφή βγάζει μια στριγκλιά που την άκουσε όλη η γειτονιά, η δε μικρή τραντάχτηκε από το φόβο και το χωνάκι πέφτει όλο στο φουστάνι της. Ένα τσουχτερό χαστούκι του ‘ρθε  αστραπιαία  στα μούτρα από τη μεγάλη, που τώρα την έβλεπε απέναντί του  να κλαίει με αναφιλητά, ενώ η μικρή λίγο αργότερα, όπως έμαθε, έφαγε κι αυτή αρκετές ραβδιές στα πόδια από τη μάνα της, γιατί λέρωσε το καλό φόρεμα.
Χαμογέλασε. Ήταν μια εποχή τότε που όλα τα προβλήματα τα λύναν τα χαστούκια. Εκείνος πάντως, κάθε αρχή καλοκαιριού κέρναγε την ξαδέρφη παγωτό χωνάκι, για αρκετά χρόνια.
Η λειτουργία τελειώνει. Τα ευλογημένα κόλλυβα μεταφέρονται στο προαύλιο, για να ολοκληρωθεί η τελετή. Η αδερφή,  η μάνα, οι συννυφάδες, μπαίνουν πίσω από τους αυτοσχέδιους πάγκους κι αρχίζουν να μοιράζουν σακουλάκια. Αυτός κάθεται παράμερα και παρακολουθεί. Ακόμα μέσα στα συναισθήματά του φυσάει αέρας και λίγο κρυώνει και κουμπώνεται. Το πώς αλλάζουν ταχύτατα οι εκφράσεις των προσώπων, αυτό παρατηρεί: τη δεύτερη πρόθεση που ανασυντάσσεται μέσα στο βλέμμα και τις στοιβάδες των σκέψεων που επιστρέφουν σαν φίδια στη φωλιά τους. Βλέπει ρυτίδες, που πριν ήταν μαλακωμένες, να σφίγγονται ξανά μέσα στα χαρακτηριστικά.  Μια γιαγιά δίπλα του τρώει με βουλιμία τα κόλλυβα, κοιτάζοντάς τον με αδιακρισία, ενώ οι μασέλες της κινούνται σαν ξεχαρβαλωμένες. Δυο γειτόνοι παραδίπλα μιλάν για την κρίση της δουλειάς. Ο γιος της κομμώτριας τρέχει απέναντι σε κάτι φίλους του να παίξουν μπάλα.
Ακόμα κρυώνει. Προχωράει να συλλυπηθεί. «Να ζήσετε να τη θυμάστε», ακούει τη φωνή του να λέει και στο χέρι του έρχεται ένα σακουλάκι με κόλλυβα. Σχεδόν δεν του μίλησαν. Τον γνώρισαν, άραγε;
Θα φύγει, θα φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Έχει κι εκείνος τις δουλειές του, τι νόμισαν; Κι όταν θ’  αρχίσει να περπατάει θα ζεσταθεί το κοκαλάκι του. Ένας μακρινός ξάδερφος ήταν στο φινάλε, εδώ και χρόνια χαμένος. Δεν είναι κι υποχρεωμένοι να τον θυμηθούνε.
Αν δεν κρύωνε τόσο πολύ θα αγόραζε, μα τω Θεώ, παγωτό χωνάκι να το φάει στη μνήμη της ξαδέρφης, μπας και γλυκαθεί μέσα του.
jiagogina

2 σχόλια:

Ιωσηφίνα είπε...

φρέσκος θάνατος, φίδια σκέψεις, ξεχαρβαλωμένες μασέλες, κι όλα αυτα πίσω από ένα χωνάκι για τίτλο και μια ηλιόλουστη μέρα
τί παγερή που μπορείς να γίνεις χηνούλα άμα το θέλεις

μπρρ και κλαψ έχω να πω

Γεωργία Δεληγιαννοπούλου είπε...

τι ωραία!

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...