23.7.20

Η ΧΡΥΣΑ ΣΕ ΕΝΑ ΤΑΣΙ



το δικό μου μνημόσυνο  για τη φίλη μου Χρύσα Σπηλιώτη

Η ΧΡΥΣΑ ΣΕ ΕΝΑ ΤΑΣΙ

Είχε έρθει με φούρια και μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τ’  αυτιά. Μαζί της είχε φέρει και τον ενθουσιασμό της. Έκατσε στη λουί κενζ καρέκλα κι άρχισε ν’  ανοίγει σακούλες και χαρτιά περιτυλίγματος και άλλες σακούλες κι άλλα χαρτιά, με τη λαμπερή της φωνή και κελαηδάει χαρούμενα.
Ήταν αληθινά χαρούμενη. Η χαρά της ήταν σαν να το είχε πετύχει εκείνη αυτόν το δύσκολο, τον ακατόρθωτο άθλο (ο άθλος ήταν η από τη μεριά μου ολοκλήρωση της επισκευής του σπιτιού που αργότερα ονομάσαμε «Ιδιόμελο». Η ανακαίνιση είχε μόλις τελειώσει κι εκείνη ήρθε με τα καλούδια της. Δώρα για να τιμήσει το δικό μου «απίστευτο» κατόρθωμα). Το σπίτι έλαμπε, φρεσκοβαμμένο, φρεσκοκαθαρισμένο, με πόρτες και παράθυρα ανοιχτά, με φώτα αναμμένα, όμορφο και χαμογελαστό. Κι όσο κι αν δεν είναι τελικά τίποτα τόσο  σπουδαίο  το να ανακαινίσεις ένα παλιό σπίτι,  στον μεταξύ μας κρυφό κώδικα είχε μια σπουδαιότητα που εκείνη την ένιωθε βαθιά. 

Την πρωτογνώρισα το 1983 σε ένα σεμινάριο θεάτρου. Χωρίς να ξέρω το γιατί αποφάσισα ότι θέλω να τη γνωρίσω. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, είχαμε μαζί και μια σκηνή από το Βολπόνε κι έτσι βρισκόμαστε και εκτός ωρών σεμιναρίου για την πρόβα. Μιλούσαμε, γελάγαμε, μοιραζόμαστε τις δυσκολίες, τα όνειρα. Και ξετυλίγοντας τα κουβάρια μας διαπιστώναμε με συγκίνηση ότι είχαμε τόπους κοινούς μεταξύ μας, ότι περπατούσαμε τη ζωή μας στις ίδιες χαραμάδες.
Μετά το σεμινάριο χαθήκαμε. Και τη σκεφτόμουν με αγάπη και προσμονή, πότε και πώς θα ξανασυναντηθούμε. Αυτό μου συμβαίνει συχνά με ανθρώπους που αγαπώ. Η απόσταση  ή η σιωπή ή το πέρασμα του χρόνου δεν είναι για μένα εμπόδια. Υπάρχουν μέσα μου, παρόλη την απουσία και η ενδοεπικοινωνία μας είναι ενεργή -- και χωρίς κεραίες κινητής. Έτσι και με εκείνη.
Δέκα χρόνια μετά λοιπόν ξαναβρεθήκαμε. Και είχε περάσει μόνο μια μέρα. Ήταν μια δεκαετία μόλις εικοσιτετράωρη. Πιάσαμε την κουβέντα από κει που την είχαμε αφήσει. Γελούσε με το ίδιο τρανταχτό γέλιο  και περνούσαμε στιγμές πολλές γελώντας με θράσος  με τα ίδια πράγματα που ήταν πάλι καινούργια. Γέλια έως δακρύων. Και το μάτι της σπίθιζε με μια αθώα δαιμόνια λάμψη (γιατί ήξερε το βλέμμα της να υπονομεύει το δράμα της ζωής και να το κάνει αστείο, χωρίς όμως να το χλευάζει). 
Μοιραστήκαμε πολλά έκτοτε, αλλά δεν θέλω τώρα να ασχοληθώ με αυτά. Θέλω να επιστρέψω στο περιτύλιγμα των δώρων που έπεφτε «με αμεριμνησία»   στα πλακάκια του σπιτιού και στην επακολουθούσα αποκάλυψη. Χαρτιά άσπρα και πολύχρωμα, τα έπαιρνε το ρεύμα ανάμεσα στις ανοιχτές πόρτες και τα παράσερνε σ’  όλη τη σάλα. Κι εκείνη σαν ταχυδακτυλουργός τίναζε στον αέρα κι άλλα χαρτιά, ξετύλιγε, τα χαρτιά θορυβούσαν,  και έβγαζε, έβγαζε…. 
Πρώτη βγήκε η υπέροχη κινέζικη τσαγιέρα λεπτούργημα (που ελάχιστα την έχω χρησιμοποιήσει από φόβο μην τη σπάσω, αλλά υπάρχει προσεκτικά αποθηκευμένη μπροστά-μπροστά στον μπουφέ, ώστε να την βλέπω κάθε φορά που τον ανοίγω), μετά μια πλεξούδα με χάρτινα λουλούδια και χάντρες πολύχρωμες, διαφανείς, κεχριμπαρένιες, κόκκινες, χρυσές, φτιαγμένη από τα χεράκια της, για το γούρι (στολίδι που όλα αυτά τα χρόνια το είχα στην κουζίνα, μέχρι που διαλύθηκε - αυτή η μοίρα των φθαρτών) και τέλος ένα χάλκινο, μάλλον περσικής τεχνοτροπίας,  τάσι με παραστάσεις διακοσμητικές. 
Γυρνάω το τάσι και βυθίζομαι στις εικόνες του. Στον εξωτερικό κύκλο ζευγάρια κάθονται στα γόνατα μέσα σε έναν κήπο με λουλούδια. Άλλοι συνομιλούν, άλλοι προσφέρουν ή τρώνε φρούτα, άλλοι χορεύουν, άλλοι παίζουν μουσική. Πρόκειται για γλέντι, γιατί κάποιοι κρατάνε κούπες στο χέρι. Στον εσωτερικό κύκλο όλα τα ζώα του Παραδείσου, αγαπημένα κι αδερφωμένα. Πουλιά, λιοντάρια, αλεπούδες, λαγοί, όλα τα ζώα του θεού. Κάτω – κάτω ένας δράκος. Πάνω ένα παγώνι ετοιμάζεται ν’  ανοίξει τα φτερά του…  Αντικριστά σε ψηλές καρέκλες δύο ζευγάρια κάθονται,  μορφές εξέχουσες, και τριγύρω τους όρθιες και καθιστές φιγούρες με κεφαλή τράγου. Μέσα σ’ αυτό τον εσωτερικό κύκλο όμως  δεσπόζει κάτι άλλο: ένα δώμα, σχεδιασμένο περίτεχνα σε παραλληλόγραμμο, με καμάρες και τρεις αψίδες κι ένα μικρό σκαλάκι  που υποδηλώνει ότι βρίσκεται πιο ψηλά, σε άλλο χώρο. Εκεί κάθονται αντικριστά δύο θεϊκές μορφές, ο άντρας με φωτοστέφανο, η γυναίκα με μακρύ μανδύα που αφήνει όμως ελεύθερο το χαμογελαστό της πρόσωπο. Δίπλα τους δυο ιερατικές γυναικείες μορφές με επίσημο ένδυμα. 
Πρόκειται για μια ευλογημένη, μια ευδαίμονα μάζωξη αφθονίας, δεν ξέρω ποιων, δεν ξέρω από πού, δεν ξέρω από πότε. Ξέρω όμως ότι αυτή η σκαλισμένη στο χαλκό εικόνα είναι ο φυσικός αντίλαλος του μέσα κόσμου της φίλης μου. Μια φευγαλέα απεικόνιση της δικής της ομορφιάς. Όταν καμάρωσα και θαύμασα το τάσι για πρώτη φορά, ομολογώ ότι δεν το κατάλαβα αυτό. Δεν είδα την ενότητα της ζωής που ακτινοβολεί. Ίσως γιατί την παρουσία του δικού σου ανθρώπου τη θεωρείς δεδομένη κι αυτονόητη. Το στόλισα βέβαια κι όλα αυτά τα χρόνια έχει και χρηστική αξία. Και πάντα καμάρωνα για το υπέροχο δώρο που μου έκανε η φίλη μου…

Όμως, τα τελευταία δύο χρόνια κάτι άλλαξε. Μια φορά στο τόσο, όποτε η λάμψη των εικόνων μού φαίνεται ότι οξειδώνεται, σχεδόν μηχανικά, χωρίς καν να το σκέφτομαι, πιάνω στα χέρι μου το τάσι και το μεταφέρω στην κουζίνα.  Κατεβάζω το διακόπτη του μυαλού, παγώνω όλες τις δουλειές που περιμένουν, στέκω μπροστά του, παίρνω μαλακό ύφασμα και brasso, κι αρχίζω γύρω – γύρω να το καθαρίζω, κύκλο – κύκλο, γραμμή – γραμμή, να σβήνω από πάνω κιτρινίλες και λεκέδες νερού, κρυμμένες οξειδώσεις των ωραίων μορφών, ρωγμές του πόνου που μας ρήμαξε, μέχρι το γλεντοκόπι των εικόνων να αποκατασταθεί. Κι η λάμψη των θεών, το σκίρτημα του δράκου,  το τέντωμα του παγωνιού να ηχήσουν με τον αντίλαλο του δικού της γέλιου. 
Το διαμαντένιο της, το βροντερό.
Γεωργία Δεληγιαννοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...