ένα δικό μου αφήγημα από το βιβλίο "Ἁνασαίνει ο κήπος", eκδόσεις Κέδρος.
Για το δεκαπενταύγουστο, εννοείται.
Και για τα πονεμένα μάτια της Παναγίας
jiagogina
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΩΝ
Ἐκεῖνα τὰ ταξίδια στὴν Τῆνο ἦταν ἐφιάλτης. Τὰ πρῶτα χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα ἡ μάνα μου μὲ ἔσερνε μαζί της κάθε δεκαπενταύγουστο στὴν Παναγιά.
Τί νὰ πρωτοθυμηθῶ; Τὸ στριμωξίδι τῆς ἐπιβίβασης, ἐγὼ νὰ κρατάω τὸ μαῦρο τσίτι της ἀπ’ τὸ γοφὸ καὶ νὰ τῆς ξηλώνω τὰ γαζιά, γιαγιάδες ποὺ μὲ ἀγκωνίζανε μὲ τὰ ἄλουστα μαλλιὰ τους τυλιγμένα σὲ φιλέδες, κάποιες παχιὲς κυρίες ποὺ σπρώχνανε βάζοντας τὴν κοιλιὰ μπροστά, ἄλλες λουσάτες μὲ ψηλοτάκουνα ποὺ καμιὰ φορὰ μὲ ξενύχιαζαν, καλάθια μὲ κότες, μὲ χῆνες, μὲ περιστέρια, μυρωδιὲς ἀνάκατες, κουτσουλιές, ἀπλυσιά, μασχαλίλα, τὸ ἄρωμα τὸ γαλλικὸ τῆς μάνας ἢ τοὺς καναπέδες στὸ σαλόνι ποὺ βγάζαν ὅλοι τὰ σάντουιτς, τυριά, σαλάμια, ἐλιές, τ’ ἁπλῶναν στὸ τραπεζάκι καὶ τρώγαν συνήθως μ’ ἀνοιχτὰ τὰ στόματα μιλώντας γιὰ τὰ θαύματα τῆς Μεγαλόχαρης.
«Τὸ τυφλὸ παιδὶ τῆς γειτόνισσας βρῆκε τὸ φῶς του».
«Ἡ ἀνάπηρη κοπελίτσα φίλησε τὴν εἰκόνα καὶ περπάτησε, σηκώθηκε ἀπ’ τὸ καροτσάκι καὶ περπάτησε, τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου».
Καὶ νὰ κουνιέται τὸ πλοῖο κι ὅλοι μαζὶ νὰ πηγαίνουμε μία δεξιά, μιὰ ζερβὰ καὶ κεῖ στὸ Κάβο Ντόρο νὰ κουνιέται κι ἄλλο τὸ πλοῖο καὶ νὰ γέρνουμε καὶ μεῖς βαθύτερα, μία δεξιά, μιὰ ζερβά, ὥσπου ἐγὼ ξέρναγα ἐπιτέλους πάνω στὸ τραπέζι μὲ τὰ σάντουιτς καὶ μόλις ποὺ πρόφταινε ἡ διπλανή μου ποὺ μὲ εἶχε πλακουτσώσει σὰ σαρδέλα νὰ τραβήξει τὸ μποῦστο της, μὴ φάει καμιὰ ρουκέτα.
Γιὰ χρόνια πολλὰ μετὰ μόλις καὶ ποὺ ἄκουγα τὴ λέξη Τῆνος μὲ ἔπιανε ἀναγούλα, ἔτσι ἀντανακλαστικά. Μοῦ ἐρχόταν ἐμετὸς κι ἡ μαμά μου μὲ φώναζε ἄπιστη καὶ κακούργα. Μέχρι ποὺ ξαναπήγαμε, ὅταν ἤμουν ἔφηβη, καὶ μείναμε καὶ σὲ ἐνοικιαζόμενο. Γιορτάσαμε μὲ τοὺς ντόπιους τ’ Ἅι-Γιαννιοῦ, ἀγοράσαμε μπιχλιμπίδια μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ μετὰ ἐρωτεύτηκα τὸ Σταῦρο τὸ ναυτικό.
Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μία ἄλλη ἱστορία.
Ἡ μάνα μου ἄκουγε τὶς ἱστορίες γιὰ τὰ θαύματα τῆς Παναγίας μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα. Πίσω ἀπ’ τὰ ὀβὰλ γυαλιὰ της ἀχνόπαιζε ποῦ καὶ ποῦ κάποιο δάκρυ, ἀλλὰ αὐτὸ οἱ συνομιλητές της δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ δοῦν γιατί ἦταν τόσο δυνατοὶ οἱ φακοὶ τῆς μυωπίας της ποὺ σχεδὸν χανόντουσαν τὰ μάτια της.
Φτάναμε κάποτε στὸ νησί. Ὅλο τὸ λεφούσι ξεχυνόταν ἀπ΄τὸ πλοῖο σὰν μαρίδες ποὺ σπαρταρᾶν τὴν ὥρα ποὺ ὁ ψαρὰς ἀνεβάζει τὰ δίχτυα καὶ τὶς ξαμολάει στὸ κατάστρωμα. Ἤδη τὸ χτένισμα τῆς μαμᾶς μου εἶχε ἀνακατωθεῖ ἀπελπιστικὰ καθὼς κατέβαινε τὶς σκάλες καὶ φύσαγαν οἱ ἀέρηδες. Τὸ ξασμένο μαλλὶ μὲ τὴ λὰκ ἔστεκε κόκαλο κι ἀποκάλυπτε μία μεγάλη τρύπα στὴν κορφὴ. Κοιτοῦσε λίγο τριγύρω, μὲ βούταγε ἀπ’ τὸ χέρι ἀποφασιστικὰ καὶ ὅρμαγε κατευθείαν πρὸς τὴν ἐκκλησία.
Μπροστά μου τώρα ὀρθωνόταν μιὰ νέα ἀπειλή: τὸ πλακόστρωτο κι οἱ σκάλες. Ἔλεγε ἡ μάνα μου ὅτι ἡ μεγάλη πίστη εἶναι νὰ περπατήσεις ὡς τὴν ἐκκλησία μὲ τὰ τέσσερα πληγιάζοντας τὰ πόδια σου στὶς πέτρες - ὅπως οἱ κυριοῦλες ποὺ βλέπαμε δίπλα μας νὰ βογκᾶνε ἀσθμαίνοντας γονατιστὲς ψιθυρίζοντας προσευχὲς.
«Ἂν κι ἐσὺ πονέσεις καὶ ματώσεις τὶς παλάμες καὶ τὰ γόνατα, τότε ἴσως ἀποδείξεις στὴν Παναγία ὅτι τὴν ἀγαπᾶς. Νά, βλέπεις τὴ γιαγιὰ αὐτή; Κοίτα τὴ μὲ τί πίστη προχωράει!»
Ἡ γιαγιά, πολὺ ταλαιπωρημένη, εἶχε δέσει τὰ γόνατά της μὲ ἄσπρο βαμβακερὸ ὕφασμα ποὺ εἶχε ἤδη ματώσει, ἡ κοτσίδα της εἶχε λυθεῖ καὶ κρεμόταν μπρὸς στὸ κλαμένο τῆς πρόσωπο, ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ σήκωσε γιὰ νὰ σταυροκοπηθεῖ καὶ νὰ στενάξει. Ἦταν βρεμένο ὅλο ἀπ’ τὰ δάκρυα. Τραβηγμένα τὰ χαρακτηριστικὰ σὰ μάσκα καὶ τὸ στόμα λίγο ἀνοιχτὸ, ἔτσι ποὺ ἂν δὲν ἄκουγες τὰ μοιρολόγια της θὰ νόμιζες ὅτι μπορεῖ καὶ νὰ γελάει.
Μὲ φρίκη εἶδα τὴ μανούλα μου νὰ βγάζει τὰ κομψὰ μαῦρα παπούτσια της καὶ τὸ μεταξωτὸ φουλάρι. Στὰ μάγουλά της τρέχαν δάκρυα καὶ τὸ βλέμμα της - σὰν ψεῖρες τὰ ματάκια της πίσω ἀπ’ τοὺς χοντροὺς φακοὺς ποὺ τὴν ἀσχήμαιναν - κοιτοῦσε κάπου πέρα μακριά, διαπερνοῦσε τὴν ἐκκλησία καὶ τόξευε στὸν ὁρίζοντα.
« Ὅσο ἀντέξω» εἶπε, κι ἑτοιμάστηκε νὰ γονατίσει.
Τῆς τράβηξα τὸ φόρεμα.
«Μαμά, μαμά!», τὴν τράβηξα ξανά, «Μαμά!»
Δὲ φαινόταν νὰ μ’ ἀκούει, ἔτσι παραδομένη στὴν παλίρροια τοῦ πόνου της. Τὴν τρίτη φορὰ μᾶλλον οὔρλιαξα παρατεταμένα, γιατί ἐκτὸς ἀπὸ κείνη γύρισαν τρομαγμένοι πρὸς τὸ μέρος μας ὅλοι οἱ διπλανοὶ κι οἱ παραδιπλανοί μας.
«Μαμά», εἶπα, «δὲ θέλω νὰ γονατίσεις, οὔτε ἐγὼ θέλω νὰ γονατίσω, δὲν μποροῦμε νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία μὲ τὰ δυό μας πόδια; Πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πᾶμε μὲ τὰ τέσσερα;»
Κι ἔκλαιγα γοερά.
Μ’ ἀγκάλιασε παράφορα.
«Παιδάκι μου, παιδάκι μου...», παραμιλοῦσε. «Λουλούδι μου, ἀγάπη μου, μονάκριβό μου, εἶσαι ἡ ζωή μου, φῶς μου…»
Τὰ δάκρυά της βρέχαν τὰ μαλλιά μου, τρανταζόταν ὁλόκληρη. Ξαφνικά, μοῦ πιάνει τὸ κεφάλι, σταματάει, ρουφάει τὴ μύτη της.
«Τί θὲς νὰ κάνουμε; Πές μου...»
«Μποροῦμε νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία περπατώντας;», ρώτησα. «Ναί, ἅμα θέλουμε, μποροῦμε».
«Ἐγὼ θέλω νὰ πᾶμε περπατώντας. Βάζεις τὰ παπούτσια σου, μαμά;»
Ἔσκυψε τὸ κεφάλι, φόρεσε ὑπάκουα τὰ παπούτσια, ἀρχίσαμε νὰ περπατᾶμε. Δὲν ξαναμίλησε μέχρι ποὺ μπήκαμε στὸ ναό. Στάθηκε μπρὸς τὴν εἰκόνα καὶ τὴ φίλησε. Γύρισε καὶ μοῦ χαμογέλασε. Δὲν ἔκλαιγε πιά. Μὲ σήκωσε στὰ χέρια νὰ δῶ τὴν εἰκόνα ἀπὸ κοντά.
Τίποτα δὲν εἶδα. Λουλούδια, παντοῦ λουλούδια καὶ τάματα, γύρω στὸ κεφάλι, στὸ λαιμό, τίποτα δὲν μπόρεσα νὰ καταλάβω ἀπ’ τὴν Παναγία. Μόνο λίγο τὰ μάτια, ἀμυγδαλωτὰ καὶ ἤρεμα, αὐτὰ δὲν ξέρουν ἀπὸ δάκρυα. Μοῦ ψιθύρισε στὸ αὐτί.
«Ξέρεις; Δακρύζει. Εὐωδιάζει τὸ δάκρυ της».
«Κλαίει κι αὐτὴ σὰν καὶ σένα; Κλαῖνε τὰ μάτια της;»
«Ὄχι τὰ μάτια της, μωρό μου, ἱδρώνει ὅλη ἡ εἰκόνα, εἶναι θαυματουργή».
«Καὶ τί θαῦμα κάνει γιὰ μᾶς;»
«Θυμᾶσαι, τὸ χειμώνα ποὺ ἀρρώστησες μὲ οὐρολοίμωξη κι ἀνέβασες σαράντα ἕνα πυρετὸ κι ὁ πυρετὸς δὲν ἔπεφτε μὲ τίποτα καὶ σ’ ἔβαζα στὴ μπανιέρα κι αὐτὸς μετὰ πάλι ἀνέβαινε; Τότε φοβήθηκα πολὺ μὴν πάθεις τίποτα κι ἔβαλα τάμα νὰ σὲ κάνει καλὰ καὶ θὰ σὲ φέρνω κάθε χρόνο στὴ χάρη της. Κατάλαβες; Κι ἡ Παναγίτσα σ’ ἔκανε καλὰ κι ἤρθαμε ἐδῶ μαζὶ νὰ τὴν εὐχαριστήσουμε. Κατάλαβες; Ἡ Παναγία σὲ προστατεύει!»
«Κατάλαβα. Ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ΄ρθουμε ξανὰ νὰ τὴν εὐχαριστήσουμε;»
«Τοῦ χρόνου πάλι, ναι! Ποὺ θὰ ΄χει τὴ γιορτή της!».
Κατεβήκαμε σιγά-σιγά. Κάποια στιγμὴ διασταυρωθήκαμε μὲ τὴ γιαγιὰ ποὺ ἀκόμα ἀνέβαινε ἀργὰ καὶ βασανισμένα. Ἔνιωσα μία τρελὴ χαρὰ κι ἄρχισα νὰ χοροπηδάω ἐπὶ τόπου. Ἡ μάνα μου μὲ τράβηξε ἀπαλά.
«Ἔλα, πάμε νὰ σοῦ πάρω παγωτό».
Ἡ ἐπιστροφὴ αὐθημερόν! Ἑφτὰ ὧρες ταξίδι. Τέσσερις ἢ πέντε τὸ πρωὶ εἴμαστε πάλι Πειραιά. Ἐγὼ ἔχοντας βγάλει στὸ πλοῖο τὸ παγωτό, τὰ μαριδάκια, ἢ ὅ,τι ἄλλο εἶχα φάει τὶς τελευταῖες ὧρες, κι ἡ μάνα μου φεγγερή σὰν Παναγία μ’ ἕνα μειδίαμα ἀνεπαίσθητο ποὺ γλύκαινε τὸ χλωμό της πρόσωπο κοίταζε πάντα πέρα ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνεται τὸ πήξιμο, τὰ ροχαλητὰ τῶν κουρασμένων γιαγιάδων καὶ τὰ δικά μου κλάματα.
Τὸ ἔνιωσε ὅμως τότε, τὸ κατάλαβε, ἄραγε, ὅτι ἔγινε αὐτὴ ἡ ἴδια Παναγία, τὴ στιγμὴ ποὺ κατεβαίνοντας ἀπ’ τὸ πλοῖο χάνω τὴ σαγιονάρα μου καὶ σταματῶ ἀπότομα πάνω στὴ σκάλα κλαίγοντας μ΄ ἀναφιλητὰ κι οἱ ἀπὸ πίσω μπλόκαραν καὶ κόντεψαν νὰ μὲ ποδοπατήσουν, ἕνα μάτσο νυσταγμένοι προσκυνητές; Ἐκείνη ἔπεσε πάνω τους στριγκλίζοντας, χίμηξε σὰν λέαινα, τοὺς κράτησε, τοὺς ξύπνησε, τοὺς τρόμαξε, δὲν ξέρω τί ἔκανε, πάντως σὰν ἀπὸ χτύπημα ἀπὸ κύμα πῆγαν ὅλοι πίσω.
Κι ἔμεινα ἐγὼ μονάχη στὰ σκαλοπάτια, σωστὴ Σταχτοπούτα νὰ ἀναζητῶ μὲ λυγμοὺς τὸ πλουμιστὸ γοβάκι, πλάκωσαν μετὰ καὶ δυὸ–τρεῖς λιμενικοί, καὶ πῆγα ἔπειτα στὸ σπίτι μονοσάνδαλη κλαίγοντας ἀπαρηγόρητη καὶ γιὰ τὴ χαμένη σαγιονάρα μὲ τὴν πορτοκαλιὰ μαργαρίτα πάνω στὴ μύτη καὶ γιὰ τὴν ἀναγούλα ποὺ θὰ μὲ συντρόφευε μέρες μετά.
Ἐν τέλει ἡ μάνα μου δὲν ἔλαχε νὰ γίνει μία ἠρωίδα τῆς γονυκλισίας, γιατί ποτὲ ξανὰ σ’ ὅσα ταξίδια κάναμε μαζὶ στὴν Τῆνο μετὰ δὲν ζήτησε νὰ διαπράξει τὴ μαρτυρικὴ ἀνάβαση στὰ τέσσερα. Ἂν ἔβγαζε ὅμως τὰ ὀβὰλ γυαλιά της, ἔβλεπες κάτω ἀπ’ τὰ μάτια μία δίπλα ἁπαλὴ καὶ βαριά, ἕνα δίπλωμα ἀπὸ πρήξιμο κι ἀγρύπνια, σημάδι τῶν πολλῶν δακρύων της, ποὺ θύμιζε μέσα στὸ κόσμο τῶν προσωπικῶν μου μύθων τὰ πνιγμένα στὰ ἄνθη μάτια τῆς Παναγίας τῆς Τήνου ποὺ ἔχουν τὴν ἴδια ἀκριβῶς δίπλα, ὅπως ὅλες οἱ γυναῖκες ποὺ γονάτισαν μέσα στὸν πόνο.
Ἰούνιος 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου