ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ
Οι γονείς μου σαν από κάποια επιταγή
κατέβηκαν από ορεινά χωριά για να με γεννήσουν στ΄ακρογιάλι.
Εκεί, πίστευαν, ο σπόρος τους θ΄αναπτυχθεί καλός
και θ΄αρτυθεί με το αλάτι και με το ρυθμό.
Πουλιά της θάλασσας νηπιαγωγοί μου, ψάρια αθώα
- Άργησα πολύ να μιλήσω δεν ήθελα να πω τ΄όνομά μου –
και δάκρυα της μητέρας μου πολλά στις Δρίμες για να μου δώσουνε φωνή.
Ωστόσο, μέσα από δύσβατα όνειρα
κατόρθωσα ν΄απαλλαγώ από το κατσικίσιο πόδι μου
και να πάω με τους ανθρώπους.
Αλλά είμαι καταδικασμένη ν΄ακούω τον αυλό τους
και να ιστορώ τη φυγή και την προσφυγή εκείνων των κυνηγημένων.
Στο τάγμα της Μνήμης υπηρετώντας.
Οι γονείς μου σαν από κάποια επιταγή
κατέβηκαν από ορεινά χωριά για να με γεννήσουν στ΄ακρογιάλι.
Εκεί, πίστευαν, ο σπόρος τους θ΄αναπτυχθεί καλός
και θ΄αρτυθεί με το αλάτι και με το ρυθμό.
Πουλιά της θάλασσας νηπιαγωγοί μου, ψάρια αθώα
- Άργησα πολύ να μιλήσω δεν ήθελα να πω τ΄όνομά μου –
και δάκρυα της μητέρας μου πολλά στις Δρίμες για να μου δώσουνε φωνή.
Ωστόσο, μέσα από δύσβατα όνειρα
κατόρθωσα ν΄απαλλαγώ από το κατσικίσιο πόδι μου
και να πάω με τους ανθρώπους.
Αλλά είμαι καταδικασμένη ν΄ακούω τον αυλό τους
και να ιστορώ τη φυγή και την προσφυγή εκείνων των κυνηγημένων.
Στο τάγμα της Μνήμης υπηρετώντας.
(Η νυχτωδία των συνόρων, 1986)
ΤΣΑΚΙΖΩ ΤΙΣ ΛΙΑΝΕΣ ΕΛΙΕΣ
Τσακίζω τις λιανές ελιές και συλλογίζομαι
όσά ΄τανε να γίνουν κι απομείναν
σύννεφα, όπου δεν ρίξαν τη βροχή
παρά τα σκόρπισεν ενάντιος άνεμος.
Θα τις γλυκάνω με το βρυσικό νερό
με τ΄άλλαγμα η πικράδα τους θα φύγει
μάραθο και λεμόνι θα τους βάλλω να ευωδιάσουνε
Μα η πίκρα η δικιά μου πως γλυκαίνει;
Ωσάν την πράσινην ελιά να με τσακίζανε
δεν θα ΄φευγα με τους προσκυνημένους.
Τσακίζω τις λιανές ελιές και συλλογίζομαι
όσά ΄τανε να γίνουν κι απομείναν
σύννεφα, όπου δεν ρίξαν τη βροχή
παρά τα σκόρπισεν ενάντιος άνεμος.
Θα τις γλυκάνω με το βρυσικό νερό
με τ΄άλλαγμα η πικράδα τους θα φύγει
μάραθο και λεμόνι θα τους βάλλω να ευωδιάσουνε
Μα η πίκρα η δικιά μου πως γλυκαίνει;
Ωσάν την πράσινην ελιά να με τσακίζανε
δεν θα ΄φευγα με τους προσκυνημένους.
(Κατώφλι και παράθυρο, 1962)
ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΕΜΑΣ
Ας έχουμε επίγνωση της ανεπάρκειάς μας
Ας μην ταυτίζουμε το γήρας μας μ΄αυτό
του Κόσμου
Μην όλα τα μετράμε με τα μέτρα μας
Γεγονός πως φεύγουμε αδικαίωτοι
Όμως οι δρόμοι καθόλου δεν τελειώνουν
Τα οράματα θα συνεχίσουν την τροχιά τους
κι οι εξεγέρσεις αλλεπάλληλες
σαν τις εκρήξεις του άστρου της ημέρας
αέναα θα ξεσπούν
Όλα θα οικοδομούνται και χωρίς εμάς
Όλα θα βαίνουν στην αρχή τους και
στο τέλος τους
Χωρίς εμάς
Ας έχουμε επίγνωση της ανεπάρκειάς μας
Ας μην ταυτίζουμε το γήρας μας μ΄αυτό
του Κόσμου
Μην όλα τα μετράμε με τα μέτρα μας
Γεγονός πως φεύγουμε αδικαίωτοι
Όμως οι δρόμοι καθόλου δεν τελειώνουν
Τα οράματα θα συνεχίσουν την τροχιά τους
κι οι εξεγέρσεις αλλεπάλληλες
σαν τις εκρήξεις του άστρου της ημέρας
αέναα θα ξεσπούν
Όλα θα οικοδομούνται και χωρίς εμάς
Όλα θα βαίνουν στην αρχή τους και
στο τέλος τους
Χωρίς εμάς
(Μειλίγματα, 1990)
ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Επάνω σε μια τάβλα την έχουν ξαπλωμένη
τ΄άσπρα της χέρια σέρνουνται στο χώμα, στα χαλίκια
σέρνεται κι η πλεξούδα της στη σκόνη
κι η φούντα της σαν σκούπα ολόχρυση το δρόμο καθαρίζει
και σκουπισμένο τον αφήνει απ΄ τ΄ αγκαθόξυλα
για να περνούν ξυπόλητοι και ποδεμένοι,
όσοι την παν νεκροί να την πομπέψουνε
στου Κλαδισού την ποταμιά.
Θανάτου αέρας σήκωσε τα σωθικά της
ξωπίσω της πολλοί, κι αδέλφια ακόμα, τηνε περιγελούν
και την πρησμένη της κοιλιά κεντούν μ΄ ένα καλάμι …
Τ΄ αχείλι της σκισμένο δεν σαλεύει
να δώσει πάλι δίκια απόκριση στα όσα της λέγαν
σε μας παράδωσε το μετερίζι της τιμής της.
Ήταν εκεί κι η μάνα μου κι άλλες μανάδες
όπου πρωί-πρωί τις σύρανε να δούνε την ντροπή
να δούνε τι μας καρτερεί και μας που ανταρτέψαμε
μα κείνες τήνε κλάψανε και τη μοιρολογήσανε
την τρυφερή της παρθενιά σπαραχτικά εμαρτύρησαν
στις λυγαριές και στα πουλιά του ποταμού,
για θυγατέρα τους την ελογάριασαν·
με τ΄ ακριβό σταμνί του δρόμου της επλύναν
το κέρινό της πρόσωπο το παιδιακίσιο με τα δυο
γεφυρωτά της φρύδια απ΄ όπου εδιάβηκεν
η Λευτεριά με την Αγάπη για να παν αντίπερα
σ΄ άλλους καιρούς καλύτερους κι ειρηνεμένους.
Μα εκείνοι μανιασμένοι κι άσπλαχνοι
παίρνουν σπαθί και κόβουν το κεφάλι της
και σε κοντάρι το καρφώνουνε με την πλεξούδα
να σειέται στον αέρα και να γνέφει αδιάκοπα
κι φούντα της ολόχρυση να διώχνει τα πουλιά της φρίκης.
Περαστικός ας ήταν να τη δει τραγουδιστής
για να της πει τ΄ αξέχαστο τραγούδι,
εγώ είμαι ένα μικρό πουλί μέσα στην καλαμιά
δε τραγουδώ, δεν κλαίω, μόνο θυμίζω
σημάδι έχω τη φωλιά μου εδώ, δε φεύγω
μαζί με τ΄ άλλα τα πουλιά για να ξεχειμωνιάσω …
(Από τη συλλογή Βορεινό Προάστιο, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Γαβριηλίδης Αθήνα, 2008, σελ. 70 - 71)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου