νεόδουλος (ο, η): πανίδα του τέλους του 20ου - αρχών του 21ου αιώνα. Κατοικεί σε μεγαλουπόλεις, στην Ελλάδα αλλά και αλλού - εδώ όμως θα μιλήσουμε για το είδος που εκκολάπτεται στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια.
Εργάζεται, αναπαράγεται και ζει με όλους τους κανόνες του πολιτισμού και της τάξης. Χαρακτηριστικά του: η ομοιομορφία (στη συμπεριφορά, στην ομιλία, στη διασκέδαση, στα πρότυπα), η κατανάλωση και η ανάγκη για ευμάρεια. Αγαπά το ποδόσφαιρο και την πολιτική, ενημερώνεται από την τηλεόραση, συνηθέστατα διαθέτει δικό του-της σπίτι, (με χαμηλότοκο στεγαστικό δάνειο, το οποίο θα πληρώνει για 20 τόσα χρόνια). Καταναλώνει αγαθά χρησιμοποιώντας πλαστικό χρήμα και ξοδεύει πιο πολλά από αυτά που αντέχει, γιατί δελεάζεται από τη διαφήμιση ή από την ευμάρεια του γείτονα (αντιλαμβάνεται ότι έχει χρεωθεί, όταν είναι πλέον αργά και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι "μεταφορές υπολοίπου" από τη μία τράπεζα στην άλλη).
Συνήθως εργάζεται ως κατώτερος υπάλληλος. Έχει πτυχίο ΑΕΙ, ίσως και κάποιο μεταπτυχιακό, γνωρίζει αγγλικά οπωσδήποτε και δουλεύει με τον διακαή πόθο να ανέλθει. Προσέχει το ντύσιμό του-της, γιατί είναι σημαντικό προσόν η εμφάνιση για την επαγγελματική εικόνα. Θα τον-την συναντήσετε με κουστούμι (ή ταγιέρ) στις εννιά το πρωί να προχωράει βιαστικά προς την είσοδο ενός Babis VOVOS center, για παράδειγμα, ισιώνοντας τη γραβάτα ή τη φούστα (για κάποιο περίεργο τα Babis VOVOS centers είναι σημαντικά εκκολαπτήρια νεοδούλων).
Οι εργασιακοί τους χώροι είναι κονυκλόσπιτα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων το γραφείο τους βλέπει σε τζάμι (με φιμέ μεμβράνες και κατεβασμένες περσίδες). Στη χειρότερη βρίσκεται μέσα σε κουτιά από γυψοσανίδες.
Παρ' ό,τι στην αρχή ίσως νιώθουν αναβαθμισμένοι σαν προσωπικότητες, καθώς διαβαίνουν την πύλη των γυάλινων κτιρίων, που τους υπόσχονται μεγαλεία, σύντομα συμβιβάζονται με τη μιζέρια των κουνελοφωλιών τους, τα χαλασμένα κλιματιστικά και την εγκλωβισμένη ακτινοβολία από τα κινητά τηλέφωνα και τα ασύρματα δίκτυα. Ωστόσο, δεν τους ενδιαφέρει παρά μόνο η δουλειά τους. Από το πόσο καλά θα την κάνουν κρίνεται το επαγγελματικό τους μέλλον. Εκπαιδεύονται να μη χαράζει τα χαρακτηριστικά τους καμιά ρυτίδα δυσαρέσκειας. Έτσι σταδιακά αποκτούν μια αμέτοχη μάσκα πλασματικής ευγένειας και μια φωνή επίπεδη και άχρωμη που δεν προδίδει συναίσθημα.
Στην καλύτερη των περιπτώσεων μετά από κάποια χρόνια ασφυκτιούν και γίνονται πολύ δυστυχισμένοι. Πιθανόν να έχουν κάνει και γάμους - συμφωνητικά (με τα οποία ισομερίζεται κάπως το βάρος των δανείων) ή και παιδιά (αυτό αφορά κυρίως τις γυναίκες άνω των 35 που βλέπουν πως χάνουν το τρένο για την τεκνοποίηση και βιάζονται να διαιωνίσουν το γονίδιο). Έτσι ζουν, ξέροντας ότι η ζωή είναι δύσκολη, και αναπτύσσουν κυνισμό και συναισθήματα πικρίας. Ξέρουν επίσης ότι τίποτα στην κοινωνία και στον εαυτό τους δεν μπορεί να αλλάξει και με το υποζύγιο αυτής της επίγνωσης πορεύονται. Το ίδιο τους το παρελθόν τους δεσμεύει να μην μπορούν να εγερθούν στο επίπεδο του πολίτη.
Κάποιοι άλλοι, σε χειρότερη μοίρα, δεν αντιλαμβάνονται ότι έχουν γίνει (ή από πάντα ήταν) δυστυχισμένοι. Έτσι νοθεύουν την ύπαρξή τους με φαντασιώσεις ότι είναι κάτι που ποτέ δεν έχουν υπάρξει. Φαντάζονται ότι είναι ελεύθεροι να ορίσουν απόλυτα τη ζωή τους (αυτή η φαντασίωση προπαγανδίζεται με εκπληκτική συνέπεια από τη διαφήμιση και την τεχνολογία). Κι ακόμα κι αν δεν αντέχουν οικονομικά να καταναλώσουν κι άλλα υλικά αγαθά, καταναλώνουν ασταμάτητα εικόνες, αισθήματα, σχέσεις, σκέψεις, έχοντας εκπαιδευτεί άθελά τους από το τηλε-παιδευτήριο (στο οποίο τόσο εύκολα βρίσκει κανείς καταφυγή πατώντας ένα κουμπάκι).
Στο τέλος αυτής της φαντασίωσης βρίσκεται αλογία: δεν υπάρχει ανάγκη για μνήμη. Η ανάμνηση καταναλώνεται σε συνειρμούς και η μνήμη ισοπεδώνεται σε μια μονοδιάστατη τοποθέτηση γεγονότων. Η μεν προσωπική μνήμη δεν μπορεί να γίνει εσωτερική διεργασία και εκφέρεται με συναισθηματικά κλισέ (π.χ. τα χαρούμενα εφηβικά χρόνια στο σχολείο, ο πρώτος έρωτας κλπ). Η δε ιστορική μνήμη είναι αποσπασματική και ασύνδετη, βρίθει όμως κι αυτή από κλισέ (π.χ. είμαι Έλληνας και περήφανος, που μια γνήσια Ελληνίδα αθλήτρια κέρδισε χρυσό μετάλλιο - εξ ίσου γνήσια ντοπαρισμένο). Τέλος, στη θέση του ορθού λόγου υπάρχει συνθηματολογία, και αισθηματολογία.
Με τόση καρποφόρα προπαγάνδα, αλλά και με τη συμβολή της ελληνικής εκπαίδευσης, λέγεται ότι η πανίδα αυτή σταδιακά επεκτείνεται και σε άλλες εργασιακές ομάδες.
Ίδωμεν...
jiagogina
Εργάζεται, αναπαράγεται και ζει με όλους τους κανόνες του πολιτισμού και της τάξης. Χαρακτηριστικά του: η ομοιομορφία (στη συμπεριφορά, στην ομιλία, στη διασκέδαση, στα πρότυπα), η κατανάλωση και η ανάγκη για ευμάρεια. Αγαπά το ποδόσφαιρο και την πολιτική, ενημερώνεται από την τηλεόραση, συνηθέστατα διαθέτει δικό του-της σπίτι, (με χαμηλότοκο στεγαστικό δάνειο, το οποίο θα πληρώνει για 20 τόσα χρόνια). Καταναλώνει αγαθά χρησιμοποιώντας πλαστικό χρήμα και ξοδεύει πιο πολλά από αυτά που αντέχει, γιατί δελεάζεται από τη διαφήμιση ή από την ευμάρεια του γείτονα (αντιλαμβάνεται ότι έχει χρεωθεί, όταν είναι πλέον αργά και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι "μεταφορές υπολοίπου" από τη μία τράπεζα στην άλλη).
Συνήθως εργάζεται ως κατώτερος υπάλληλος. Έχει πτυχίο ΑΕΙ, ίσως και κάποιο μεταπτυχιακό, γνωρίζει αγγλικά οπωσδήποτε και δουλεύει με τον διακαή πόθο να ανέλθει. Προσέχει το ντύσιμό του-της, γιατί είναι σημαντικό προσόν η εμφάνιση για την επαγγελματική εικόνα. Θα τον-την συναντήσετε με κουστούμι (ή ταγιέρ) στις εννιά το πρωί να προχωράει βιαστικά προς την είσοδο ενός Babis VOVOS center, για παράδειγμα, ισιώνοντας τη γραβάτα ή τη φούστα (για κάποιο περίεργο τα Babis VOVOS centers είναι σημαντικά εκκολαπτήρια νεοδούλων).
Οι εργασιακοί τους χώροι είναι κονυκλόσπιτα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων το γραφείο τους βλέπει σε τζάμι (με φιμέ μεμβράνες και κατεβασμένες περσίδες). Στη χειρότερη βρίσκεται μέσα σε κουτιά από γυψοσανίδες.
Παρ' ό,τι στην αρχή ίσως νιώθουν αναβαθμισμένοι σαν προσωπικότητες, καθώς διαβαίνουν την πύλη των γυάλινων κτιρίων, που τους υπόσχονται μεγαλεία, σύντομα συμβιβάζονται με τη μιζέρια των κουνελοφωλιών τους, τα χαλασμένα κλιματιστικά και την εγκλωβισμένη ακτινοβολία από τα κινητά τηλέφωνα και τα ασύρματα δίκτυα. Ωστόσο, δεν τους ενδιαφέρει παρά μόνο η δουλειά τους. Από το πόσο καλά θα την κάνουν κρίνεται το επαγγελματικό τους μέλλον. Εκπαιδεύονται να μη χαράζει τα χαρακτηριστικά τους καμιά ρυτίδα δυσαρέσκειας. Έτσι σταδιακά αποκτούν μια αμέτοχη μάσκα πλασματικής ευγένειας και μια φωνή επίπεδη και άχρωμη που δεν προδίδει συναίσθημα.
Στην καλύτερη των περιπτώσεων μετά από κάποια χρόνια ασφυκτιούν και γίνονται πολύ δυστυχισμένοι. Πιθανόν να έχουν κάνει και γάμους - συμφωνητικά (με τα οποία ισομερίζεται κάπως το βάρος των δανείων) ή και παιδιά (αυτό αφορά κυρίως τις γυναίκες άνω των 35 που βλέπουν πως χάνουν το τρένο για την τεκνοποίηση και βιάζονται να διαιωνίσουν το γονίδιο). Έτσι ζουν, ξέροντας ότι η ζωή είναι δύσκολη, και αναπτύσσουν κυνισμό και συναισθήματα πικρίας. Ξέρουν επίσης ότι τίποτα στην κοινωνία και στον εαυτό τους δεν μπορεί να αλλάξει και με το υποζύγιο αυτής της επίγνωσης πορεύονται. Το ίδιο τους το παρελθόν τους δεσμεύει να μην μπορούν να εγερθούν στο επίπεδο του πολίτη.
Κάποιοι άλλοι, σε χειρότερη μοίρα, δεν αντιλαμβάνονται ότι έχουν γίνει (ή από πάντα ήταν) δυστυχισμένοι. Έτσι νοθεύουν την ύπαρξή τους με φαντασιώσεις ότι είναι κάτι που ποτέ δεν έχουν υπάρξει. Φαντάζονται ότι είναι ελεύθεροι να ορίσουν απόλυτα τη ζωή τους (αυτή η φαντασίωση προπαγανδίζεται με εκπληκτική συνέπεια από τη διαφήμιση και την τεχνολογία). Κι ακόμα κι αν δεν αντέχουν οικονομικά να καταναλώσουν κι άλλα υλικά αγαθά, καταναλώνουν ασταμάτητα εικόνες, αισθήματα, σχέσεις, σκέψεις, έχοντας εκπαιδευτεί άθελά τους από το τηλε-παιδευτήριο (στο οποίο τόσο εύκολα βρίσκει κανείς καταφυγή πατώντας ένα κουμπάκι).
Στο τέλος αυτής της φαντασίωσης βρίσκεται αλογία: δεν υπάρχει ανάγκη για μνήμη. Η ανάμνηση καταναλώνεται σε συνειρμούς και η μνήμη ισοπεδώνεται σε μια μονοδιάστατη τοποθέτηση γεγονότων. Η μεν προσωπική μνήμη δεν μπορεί να γίνει εσωτερική διεργασία και εκφέρεται με συναισθηματικά κλισέ (π.χ. τα χαρούμενα εφηβικά χρόνια στο σχολείο, ο πρώτος έρωτας κλπ). Η δε ιστορική μνήμη είναι αποσπασματική και ασύνδετη, βρίθει όμως κι αυτή από κλισέ (π.χ. είμαι Έλληνας και περήφανος, που μια γνήσια Ελληνίδα αθλήτρια κέρδισε χρυσό μετάλλιο - εξ ίσου γνήσια ντοπαρισμένο). Τέλος, στη θέση του ορθού λόγου υπάρχει συνθηματολογία, και αισθηματολογία.
Με τόση καρποφόρα προπαγάνδα, αλλά και με τη συμβολή της ελληνικής εκπαίδευσης, λέγεται ότι η πανίδα αυτή σταδιακά επεκτείνεται και σε άλλες εργασιακές ομάδες.
Ίδωμεν...
jiagogina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου