...το βροχερό φθινόπωρο σ' αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα 'λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων...
Τελευταίος Σταθμός, Γιώργου Σεφέρη
Ήθελα να μιλήσω για μια κρυμμένη ομορφιά και τρεις πικρές ασκήμιες. Μπαίνω κατευθείαν στο θέμα. Στην άκρη του κήπου μου έχω τοποθετήσει έναν κάδο κομποστοποίησης. Τον έχω σχεδόν ενάμιση χρόνο. Εκεί ρίχνω φύλλα, τα κλαδέματα των φυτών, τους μίσχους του γιασεμιού μου (που το κλαδεύω η ίδια κάθε χρόνο και πάντα πονάω για λογαριασμό του, όταν το αφήνω θεόγυμνο, χωρίς ούτε μισό φυλλαράκι), ωμά λαχανικά και φρούτα, ό,τι μένει απ’ το καθάρισμα, και τα κασόνια που μου φέρνει μια-δυο φορές την εβδομάδα ο μανάβης της γειτονιάς, ο Παναγιώτης, γεμάτα «σκουπίδια», αυτά που κάθε απόγευμα ρίχνει στους κάδους. Τα «σκουπίδια» του Παναγιώτη συχνά είναι κανονικά, κανονικότατα φρούτα και λαχανικά, λίγο μπαγιατεμένα, τα οποία αναγκαστικά πετάει, μια και κανείς πελάτης δε θα τα αγοράσει.
Μου έχουν πει, μετά από κάθε στρώμα φρέσκου ή ξερού υλικού, να προσθέτω λίγο χωματάκι. Επίσης να ποτίζω συχνά τον κάδο. Τα έκανα όλα σαν επιμελής μαθήτρια που παπαγαλίζει το μάθημα, χωρίς να καταλαβαίνει τι διαβάζει. Αλλά φέτος το χειμώνα, όταν βγάλαμε από τον κάδο δύο καρότσια φρέσκο μυρωδάτο χώμα, αυτό που θεωρητικά το ήξερα και το λαχταρούσα να γίνει, αυτό που το πίστευα αλλά δεν το ήξερα βιωματικά, το είδα με τα μάτια μου και το μύρισα με τη μύτη μου και το άγγιξα με τα χέρια μου. Κι ήταν πραγματικά μεγαλειώδες. Χώμα, αληθινό χώμα, δυνατό λίπασμα, αποτέλεσμα της ζύμωσης των μυκήτων και της λαιμαργίας των σκουληκιών, φτιαγμένο μέσα σε μια ζοφερή στοίβα «σκουπιδιών»!
Αρχάρια στην τέχνη αυτή, έχω τον ενθουσιασμό του πρωτάρη! Και δεν ξέρω ποιον να πρωτοευχαριστήσω. Τον Παναγιώτη που μου φέρνει κάθε τρεις και λίγο τα «σκουπίδια» του, τα άσπρα χοντρά σκουλήκια που τρώνε τον άμπακο, κοπροσκώληκες, και την άνοιξη μεταμορφώνονται σε χρυσόμυγες, τις μακρουλές καφέ σκουληκαντέρες, που κι αυτές έχουν τρελή όρεξη για φαϊ, ή την αφεντομουτσουνάρα μου, που κάθε μέρα με το κουβαδάκι ρίχνω όλα τα οικιακά απόβλητα στον κάδο, ή το γιασεμί μου, ή τη φυλλοβόλα τσικουδιά, ή τα αγριόχορτα της αυλής, το κοκκινόχωμα του κήπου, τους φίλεργους μύκητες, ή τη βροχή, τον υδροφόρο ορίζοντα, το νερό του πηγαδιού, ή τον ήλιο που βράζει τα υλικά, τη ζέστη, το κρύο, την πάχνη του πρωινού, ή το φθινόπωρο, το καλοκαίρι, την άνοιξη, το χειμώνα;
Επειδή μπερδεύτηκα μέσα σε όλη τη δόξα των πλασμάτων, αποφάσισα να αποδώσω τιμή πρώτα στον έσω χειμώνα. Στο σώμα του δουλεύει πυρετωδώς η ζωή: Νέμει τα στοιχεία, αποσυνθέτει, αποδεσμεύει ουσία, δεσμεύει απ’ την αρχή τα υλικά, οικονομείται μέσα στη λιτότητα.
Χειμώνας! Ένας Μεγάλος Χημικός! Του αρμόζει η αυτοπαράδοση, έτσι που αλέθει το φώσφορο του τρόμου. Και πώς αλλιώς θα σε γεννήσει η ζωή, αν δεν πεθάνεις πρώτα;
Ο κόσμος ένας κύκλος, είναι φανερό, και γνωστό τοις πάσι. Αλλά ο πολιτισμός που έχουμε θέλει τη ζωή να την βιώνουμε σαν μια μεγάλη λαμπρή ευθεία λεωφόρο, που σε πάει στον προορισμό σου και τέρμα. Ένα είδος Αττικής οδού, έστω και με διόδια. Η κυκλική χειρονομία της φύσης εδώ και καιρό επιζεί στην κουλτούρα μας μόνο ως χορευτική φιγούρα. Στο τέλος χειροκρότημα.
Στο μεταξύ, ζούμε με μπαζωμένη τη συνείδηση, το χειμώνα να τρώει ντομάτες και φράουλες, το καλοκαίρι να μην μπορεί να ζήσει χωρίς κλιματιστικό, να καθαρίζει επιμελώς τη λεκάνη της τουαλέτας, δαιμονοποιώντας τα μικρόβια, χωρίς να έχει ιδέα για τον από κάτω οχετό, να αποβάλλει και να καταναλώνει, να καταναλώνει και να μολύνει, να ασφυκτιά, να τρομάζει, να επεκτείνεται, να χρεώνεται, να εξαπλώνεται στην επιχωματωμένη θάλασσα και έντρομη να τρέχει να σωθεί από την απειλή του μέλλοντος και να αναθρέφει τα παιδιά της με μπάζα, να τρέχουν κι αυτά να προλάβουν την διαιωνιζόμενη φυγή.
Μία η ομορφιά: έχουν έρθει στη γειτονική μου τσικουδιά αηδόνια, Μάρτη μήνα, και όλο το βράδυ χαλάνε τον κόσμο. «Ο χειμώνας πέρασε», λαλούν, «δοξάστε, έρχεται η άνοιξη, ήρθε, έφτασε». Τρεις οι ασκήμιες:
Ένα: το χρέος ενός κόσμου που καταλήγει στον υπόνομο,
Δύο: ο δόλος, είτε απροσχημάτιστος, είτε προσχηματισμένος, και
Τρία: η χωρίς μέθεξη προσευχή.
Ανάσταση δε θα ‘ρθει με το τέλος του κόσμου, αλλά με το έβγα του χειμώνα.
Ο κόσμος ας σαπίσει. Του κάνει καλό.
jiagogina
jiagogina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου