Πάνω στο παγωμένο πεζοδρόμιο της Κάντστράσε, με σκυμμένο το κεφάλι, προσεκτικά πατώντας σε ακριβοθώρητες κόχες χωρίς χιόνι, καλέ μου τουρίστα, συσπειρωμένος στην προσπάθεια να βαδίσεις ορθά, χωρίς να σε παρασύρει ύπουλα ο πάγος και γκρεμοτσακιστείς, αναζωπυρώνεται μέσα σου η επιθυμία να σταθείς εύκρατα. Προσπαθείς να θυμηθείς τι σημαίνει αυτό, πώς το βήμα ισορροπεί σε ένα νοητό τεντωμένο νήμα ανάμεσα ση δεξιά και την αριστερή σου πλευρά, πώς ένα εκ των όπισθεν προστατευτικό ρεύμα ωθεί την είσοδό σου στο βηματισμό, πώς ο έμπροσθεν κόσμος σπάρων από ζωή σε υποδέχεται, εσένα το σώμα που εισδύεις εντός του, εσένα, τη φωνή, το βλέμμα, την έφεση προς τον κόσμο, εσένα που το μειδίαμα μιας κίνησης εξελισσόμενης σε προσφέρει στη ζωή…
Είσαι στο Βερολίνο, δεύτερη μέρα, κι ας υποθέσουμε πως επιστρέφεις από το Νeues Museum, επιμελέστατε τουρίστα. Εντυπωσιασμένος. Είναι κι αυτό ένα μνημείο, δηλαδή ένα ον που συγκρατεί μέσα του ιστορική μνήμη - η ανακαίνισή του, μετά τις ζημιές που είχε υποστεί από τους βομβαρδισμούς των Ρώσων, έγινε με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιδεικνύεται προκλητικά η καταστροφή αυτή, με συντηρημένα τα σπαράγματα των τοιχογραφιών του Κάιζερ και γυμνούς τους υπόλοιπους τοίχους. Πήγες μετά κι αλλού, έφτασες στα εκθέματα της Περγάμου, είδες, είδες, ένιωσες, ταξίδεψες στο χρόνο.
Ενώ γυρίζεις ξεποδαριασμένος στο φιλόξενο σπίτι της Olga και της Εwa, γεμάτος θερμά αισθήματα, άρχισε πάλι να χιονίζει. Σύντομα όλα τα παρκαρισμένα αμάξια έχουν ασπρίσει. Ο πάγος του πεζοδρομίου έχει σκεπαστεί από απαλό, φρέσκο χιόνι και κάποια στιγμή εσύ, κρυφά, απλώνεις το χέρι σου σε ένα καπώ αυτοκινήτου και γεμίζεις τη χούφτα σου με χιονάκι. Κοιτάζεις γύρω, μη σε δει κανείς, και μετά το τρως, όπως έκανες όταν ήσουν παιδί.
Έχουν ίδια γεύση οι νιφάδες του Βερολίνου με το παιδικό χιόνι της Αττικής;
Αυτό ήταν! Έρχεται μπροστά σου η Αττική «σου», όχι πια η παιδική, αλλά της Ελλάδας της νυν, και καθρεφτίζεται με την πόλη που περπατάς. Σε πιάνει αναπάντεχα ο γνωστός θυμός, που έχει μέσα του απελπισμό: Αμέσως η ύπουλη σύγκριση, σαν δάγκωμα οχιάς. Το εδώ και το εκεί: Εδώ η έφεση της μνήμης, εκεί η πανδημία της αμνησίας.
Με το παλτό σου φορτωμένο χιόνι κοντοστέκεσαι. Κάτι προσπαθείς ν’ ακούσεις.
Έτσι όπως στέκεις τώρα, θα έλεγα πολύ κοντά στο πάτημα του Κούρου, με τις αισθήσεις σε επιφυλακή, το βλέμμα μπρος, το ένα πόδι προσεκτικά προτεταμένο, το άλλο έτοιμο ν’ ανυψωθεί, σε συμβουλεύω να αποδεχτείς μια για πάντα ότι η ιθαγένειά σου σε δυναστεύει. Αυτό θα σε κάνει να νιώσεις λίγο καλύτερα και δε θα πας με κατεβασμένα μούτρα στα κορίτσια που σε φιλοξενούν. Ιθαγένεια είναι ο τρόπος σου να βαδίζεις, ο τρόπος σου να ανασαίνεις. Δεν είναι τόπος. Ιθαγένεια είναι ένα ταξίδι που σε έφερε μέχρι εδώ στο Βερολίνο μπροστά στο χαμόγελο της Κόρης, ή στα αγάλματα των Αιγυπτίων με το βηματισμό τους ένα χιλιοστό πριν το βήμα των Κούρων. Το ακούς τώρα; Σκεπασμένος με χιόνι είσαι, μα υποδόρια σε πνέει αέρας εύκρατος.
Τουρίστα μου, διαβάτη, αφέσου να νοσταλγείς το υπαρκτό αγαθό: το μέτρο. Ότι και να σε διδάσκουν τα ταξίδια, ας θέλεις τρελά, παράφορα να επιστρέφεις στο μέτρο της ελληνικής σου αγωγής που είναι ο αττικός αέρας που σε ανάθρεψε. Στην ήπια ανταλλαγή του κρύου με τη ζέστη, στο θερμό θαλασσινό καλοκαίρι, στη μυρωδιά του χώματος, μετά τη βροχή. Θεράπευσε το μέτρο. Αυτό είναι ελληνικό, πλην όχι τοπικό ιδίωμα. Και διαφεύγει της φθοράς, γιατί λανθάνει, μένοντας πάντα νέο.
Καλλιέργησε τον ελληνικό τρόπο με πένθος.
Άντε τώρα, περπάτα. Και κοίτα και λίγο κάτω μη φας καμιά γλίστρα. Άργησες.
jiagogina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου