Υπάρχουν δρόμοι και δρόμοι. Ναυτικοί, του μεταξιού, του βουνού, ασφαλτοστρωμένοι, λασπωμένοι, μπαζωμένοι, κλειστοί, διπλής κυκλοφορίας, μονόδρομοι, λεωφοριόδρομοι, πεζόδρομοι, μουλαρόδρομοι, πάροδοι, άνοδοι, κάθοδοι, χωρίς επιστροφή, ουράνιοι, υπόγειοι, υπέργειοι, υποθαλάσσιοι, γρήγοροι, φιδοειδείς, κακοτράχαλοι, υπάρχουν δρόμοι και δρόμοι.
Ποιον δρόμο να πάρω; Πού να προσβλέψω; Να πάω στην εξοχή; Να πάω στο κέντρο, σήμερα που είναι Σάββατο κι ο κόσμος ξεδίνει; Να πάρω τα πόδια μου στα μονοπάτια του κοντινού μου άλσους; Να πάρω ένα βιβλίο να διαβάσω;
Kοιτάζω επάνω να οσφρανθώ τον γαλάζιο ουρανό (κλισέ είναι αυτό δεν κυριολεκτώ, ο ουρανός είναι γκρίζος κατάγκριζος προς το μαύρο αυτή τη στιγμή και βρέχει), κοιτάζω κάτω, να νιώσω τα υπόγεια τα ρεύματα (εδώ κυριολεκτώ, κι ας είναι κλισέ, μια ματιά στα νερά του Ηριδανού στο Μαναστηράκι, μέσα στο μετρό, το αποδεικνύει), κοιτάζω μπροστά, βλέπω τους δρόμους της πόλης μου, σκέφτομαι τη φίλη μου το Σοφάκι που την αγαπώ και μου έλειψε κι αποφασίζω να πάω να τη δω.
Καβαλάω το Ρούντι κι αρχίζω να πορεύομαι, γλιστράω πάνω στην λεία άσφαλτο κρατώντας τον απ' το τιμόνι.
Λεία; Όχι. Ο Ρούντι συνάντησε μια μεγάλη τρύπα στη στροφή του δρόμου που μέχρι χτες ήταν ασήμαντη λακουβίτσα. Από χτες όμως με τη βροχή πλημμύρισε ο τόπος και ποιος ξέρει πού ξέρασαν τώρα τα νερά την τέως άσφαλτο.
Πέφτω στη λακούβα παύλα τρύπα, που, σημειωτέον, είναι γεμάτη νερό. Ακούω το μπροστινό προφυλακτήρα του Ρούντι να βγάζει μια κραυγή πόνου. Πριν προλάβω να του ζητήσω συγνώμη και να του δώσω λίγο κουράγιο, χτυπώντας με το χέρι το τιμόνι του παρηγορητικά, ακούω έναν έξαλλο κύριο στα δεξιά μου βρεγμένο μέχρι το κόκαλο να φωνάζει και βλέπω και τις σφιγμένες γροθιές του που κατευθύνονται καταπάνω μου. Μαρσάρω κι απομακρύνομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ, ενώ ο κύριος τσιρίζει κάτι σχετικά με πιάτα και κουζίνα, χοροπηδώντας πάνω - κάτω στη μέση του δρόμου με την ομπρέλα του ανοιχτή.
Στρίβω αριστερά. Ήσυχος ο δρόμος, συμπαθητικός, χωρίς λακούβες. Βρέχει συνεχώς. Δεντράκια δεξιά κι αριστερά, νεραντζιές γεμάτες καρπό. Τις αγαπώ τις νερατζιές, σκέφτομαι, προσπαθώντας να φτιάξω λίγο το κέφι μου - και του Ρούντι. Κι αυτά τα φρούτα, τι κρίμα να σαπίζουν στα πεζοδρόμια, γιατί να μη μαζέψω μερικά μια μέρα να τα κάνω γλυκό νεράτζι, να επιβεβαιωθεί και η ρήσις του κυρίου που λίγο πριν έκανα λούτσα;
Πριν προλάβω να αποτελειώσω τη σκέψη μου ένα τζιπ κάνει να ξεπαρκάρει από τα δεξιά μου απρόσμενα χωρίς να έχει βγάλει φλας. Δε με έχει δει μάλλον, βγάζει τη μισή του μούρη στο δρόμο, στρίβω το τιμόνι, το αποφεύγω. Σταματώ, κοιτάζω πίσω να δω τον ηλίθιο που παρά λίγο να στείλει τον κομψό μου Ρούντι στον φαναρτζή κι εμένα στο ΚΑΤ, αλλά δεν είναι ηλίθιος, είναι ηλίθια. Ξανθιά κόμμωση, βάψιμο στην τρίχα, σκουλαρίκια, κολιέ, βραχιόλια φουλ, ανήκει μάλλον στη φυλή που το Σάββατο ξεδίνει με το κρουίζερ στην παραλιακή. Βγάζει το κεφάλι από το παράθυρο και κάποιους βρυχηθμούς πιάνει το αυτί μου για το Χριστό και την Παναγία μου.
Όλοι με βρίζουν σήμερα. Τέλος πάντων, τους άντρες οδηγούς τους έχω συνηθίσει, τις γυναίκες όμως όχι. Ακόμα. Φαντάζομαι θα τις συνηθίσω, γιατί βρίζουν πια όλες, οι τουλάχισοτν οι περισσότερες, και μάλιστα πολύ. Είναι τεκμήριον χειραφέτησης το βρισίδι. Δεν αρκεί μια γυναίκα να μπορεί να γίνει νταλικιέρης, πρέπει και να δικαιούται και να βρίζει σαν τέτοιος.
Στρίβω δεξιά και το κέφι μου έχει αρχίσει να χαλάει. Για λίγο αναζητώ διόδους σε ασήμαντα στενάκια για να αποφύγω την κίνηση - ασήμαντα, τρόπος του λέγειν, έχουν ονόματα λαμπρά, ηρώων, μαχών, επετείων, κι ας είναι σήμερα μέσα στη λασπουριά. Βρέχει, το είπαμε. Δεν πρέπει να υποτιμάμε τους δρόμους και τα ονόματά τους, σκέφτομαι, πάρ' το πίσω το "ασήμαντα στενάκια". Περνάς την οδό Μαραθωνομάχων τώρα, βλάκα,ιδού και η Ρήγα Φεραίου, ιδού και η Καποδιστρίου, κι η Ηρώων Πολυτεχνείου, κι η Βασιλέως Ηρακλείου! Τα ονόματα των δρόμων είναι η ιστορία μας, μονολογώ θυμωμένη, όλη η γκάμα, έτσι χύδην, η μνήμη μας! Παρ' το πίσω!
Εντάξει το πήρα....
Η έκρηξη αυτή ιστορικής συγκίνησης δεν μου φτιάχνει το κέφι, αντίθετα. Λίγο πριν βγω στην Κηφισίας μάλιστα πέφτω σε ένα φριχτό μποτιλιάρισμα κι η διάθεσή μου χειροτερεύει.
Πού πάνε όλοι αυτοί, αναρωτιέμαι.
Γιατί, κυρία μου, μόνο εσύ έχεις δικαίωμα στην έξοδο, θυμώνω πάλι. Τι αριστοκρατισμοί είναι αυτοί; Θέλεις το δρόμο όλον για την πάρτη σου; Σάββατο είναι. Όλοι έχουν κάποιο Σοφάκι να νοιαστούν. Δε ζεις μόνη σου στον κόσμο.
Πράγματι.
Είμαι με νεκρά σε μια πομπή παράδοξη. Οδηγοί κορνάρουν εκνευρισμένοι, χέρια ελληνικά αγανακτισμένα ξεμυτίζουν από τα παράθυρα, για να διαμαρτυρηθούν, μπροστά μου ένα παιδάκι με κολλημένο το κεφάλι στο παράθυρο βγάζει τη γλώσσα και κάνει γκριμάτσες αλλοιθωρίζοντας, σαφώς σε μένα απευθύνεται, δεν είναι η ιδέα μου, ενώ το μικρό αδερφάκι του μασάει τη ζώνη ασφαλείας, πίσω μου βλέπω στον καθρέφτη ένα ζευγάρι να φιλιέται με γλώσσα, να και κάποιοι αδιάφοροι για το μποτιλιάρισμα, τριγύρω μαρσαρίσματα, αχνές, ανάερες τούφες στον αέρα, και το χλωμό φως χάνεται για σήμερα, πέφτει το σκοτάδι, ταχύ, τα φώτα ανάβουν, και στο παρ μπριζ μου ο κόσμος φαντάζει παιχνιδιάρικα διαθλασμένος, μέσα στις σταγόνες της βροχής
Παρότι απορροφημένη από τις σκέψεις μου, παρατηρώ ότι τα αυτοκίνητα συνωστίζονται σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Δε Μολ! Α, έτσι εξηγείται. Τι χαζή που είμαι! Έπρεπε να το 'χα σκεφτεί. Σάββατο είναι, Χριστούγεννα έρχονται, ο κόσμος τρέχει να ξεσκάσει. Εγώ φταίω. Έπρεπε να πάρω το παραδιπλανό σοκάκι για να μην κολλήσω εδώ. Στρίβω το τιμόνι και κάνω μανούβρα στη μέση του φρακαρισμένου δρόμου. Τα καταφέρνω, παρ' ότι ένα τζιπ έρχεται από απέναντι και μου κορνάρει λυσσαλέα, ενώ πίσω μου ένα άλλο τζιπ, αυτό με το ζευγάρι που φιλιόταν πριν, μου 'χει κολλήσει σα βδέλλα και μ' έχει κλείσει, παρ' όλα αυτά εγώ τα καταφέρνω, μαρσάρω, στριγκλίζουν οι ρόδες του Ρούντι στο βρεμένο δρόμο, κάποιος με μουτζώνει, ενώ εγώ γυρνάω θριαμβευτικά πίσω και βρίσκω διαφυγή στο σοκάκι, συγγνώμη στην οδό Οδυσσέως, έτσι ονομάζεται το σοκάκι. Παρανομώ, βεβαίως, γιατί η οδός Οδυσσέως είναι μονόδρομος, αλλά τι να κάνουμε, κι ο Οδυσσέας ο ίδιος δεν παρανομούσε πού και πού;
Εκείνη τη στιγμή, το δευτερόλεπτο ακριβώς που έστριψα στην οδό Οδυσσέως προσπερνώντας το κόκκινο σήμα με την άσπρη παύλα, άστραψε στο κεφάλι μου ένας κεραυνός συνειδητοποίησης: Είμαι κι εγώ, τρόπον τινά, ένας Οδυσσέας. ο Οδυσσεύς των αθηναϊκών δρόμων! Όλες τις δοκιμασίες τις περνάω. Μου ρίχνει κι ο Ποσειδώνας βροχή με το τουλούμι. Μου την πέφτουν η Σκύλλα και η Χάρυβδη, μεταμορφωμένες σε δυο τζιπ και πάνε να με κάνουν σάντουιτς, Με τη μαγκιά μου και τη γρήγορη σκέψη μου, εγώ, μόνη μου, σκαρφίζομαι τρόπους, μανουβράρω, ξεφεύγω, επιβιώνω, ξεγλιστρώ, συγχωρώ όλους που με βρίζουν, φτάνω στον προορισμό μου. Όπως τώρα. Επινοητικότητα κι ευρεσιτεχνία!
Πατέντα! Τα κατάφερα! Βγήκα στην Κηφισίας.
Πίσω μου άλλοι δυο έξυπνοι Οδυσσείς με ακολουθούν κι έμαθαν κι αυτοί το κόλπο μου.
Φτου!
Δεν προφταίνω να χαρώ τη συνειδητοποίησή μου, ότι φέρω στο ακέραιο το γονιδιακό μεγαλείο της φυλής, και πέφτω σε καινούργιο μποτιλιάρισμα. Εδώ έχουμε άλλες ορδές, για το Άβενιου και το Γκόλντεν Χολ.
Λαμπιόνια, καρουσέλ, εκκωφαντική φωταψία, γιγαντοαφίσες που υπόσχονται παμμέγιστη διασκέδαση για σας και τα παιδιά σας, θεόρατα χριστουγεννιάτικα δέντρα, γιγάντια συντριβάνια, τεράστιες αψίδες, επιβλητικές επιγραφές που αναβοσβήνουν και υπόσχονται ένα θεσπέσιο "εδώ", ένα "πουθενά αλλού μην πας", κυκλώνουν το μυαλό μου μεθυστικά.
Ζαλίστηκα και βρέχει ακόμα. Οι υαλοκαθαριστήρες μου περιπλανώνται νωθρά στο παρ μπριζ και διαλύουν τη φαντασμαγορία. Ίσως και ν' αναστέναξα. Αφήνω πίσω μου το Ολυμπιακό Στάδιο.
Ο δρόμος επιτέλους άνοιξε.
Πλέω κάπου μέσα μου. Κου κου ρου κου κου Παλόμα, χαϊδεύει με τη φωνή του ο Γκαετάνο. Κι έχω περάσει τα Σίδερα, τους Αμπελόκηπους, κι έχω στρίψει μηχανικά κι αφηρημένα στη Μιχαλακοπούλου. Εκεί ξυπνάει πάλι η οδολαγνεία μου. Θυμάμαι: Μιχαλακόπουλος Ανδρέας, πολιτικός και νομομαθής από την Πάτρα, εκ των πλέον εκλεκτών και ακεραίων πολιτικών της χώρας.
Αλλά δεν είναι αυτό. Δεν είναι η ακεραιότητα του ανδρός που με τραβάει στο δρόμο, όπως πριν η αδιαμφισβήτητη και αποδεδειγμένη γονιδιακή συγγένεια μου με τον Οδυσσέα. Είναι κάτι άλλο. Καθώς αφήνομαι στο φιδοειδή δρόμο το νιώθω: Είναι το υπόγειο ποτάμι. Τον Ιλισό νοσταλγώ, κι ας μην τον είδα ποτέ με τα μάτια μου. Κατηφορίζοντας το δρόμο παρέα με το Ρούντι, αισθάνομαι τον ποταμό να ζει μέσα στις στροφές του δρόμου και απότομα να καμπυλώνει, να φεύγει και ξανά να στρίβει απαλά κι εγώ είμαι ένα σκάφος, ένα φύλλο πάνω του, ένα μικρό εντομάκι σε κορμό. Κι εκεί στο Χίλτον περίπου χάρις στο ευφάνταστο του χαρακτήρος μου, σχεδόν τον ακούω πια τον Ιλισό να ρέει.
Μόλις όμως βγαίνω στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, σχεδόν αμέσως επανέρχομαι στην πραγματικότητα της πόλης. Λέω "σχεδόν αμέσως" κι όχι "αμέσως", γιατί περνάει ένα μικρό, ελάχιστο χρονικό διάστημα κατά το οποίο φέρνω στο νου μου το βασιλιά, εκεί στο Παλέρμο, στο ξενοδοχείο που πέθανε, τον Ιανουάριο του '23. Κάτι με ενοχλεί εκεί πολύ, πάρα πολύ, αλλά ευτυχώς μπαίνω ατάκα κι επί τόπου στο λεωφορειόδρομο, ξεπερνώ όλα τα στριμωγμένα αυτοκίνητα και φτάνω σε χρόνο ρεκόρ στο Ζάππειο, όπου κι αντιλαμβάνομαι επιτέλους ότι η Αθήνα είναι μια ωραία πόλη, με ράγες και τραμ, με Ζάππειο μέγαρο και με Στύλους του Ολυμπίου Διός. Νιώθω καλά ως Ευρωπαία και Ελληνίδα, αλλά πλέον βιάζομαι, γιατί έφτασα μεν στον προορισμό μου, εκεί, κάπου απέναντι από τους Στύλους μένει το Σοφάκι, αλλά πρέπει πρώτα να παρκάρω κάπου το Ρούντι.
Πού; Ο Ρούντι πρέπει να πω ότι είναι εκπαιδευμένος στα ελληνικά πράγματα, παρ' ό,τι γερμανός. Δεν έχει αναστολές να καβαλήσει πεζοδρόμια. Έχει ένα πρόβλημα με τα ψηλά πεζοδρόμια, κι αυτό το σέβομαι. Τα χαμηλά όμως τα παραδέχεται κι ευχαρίστως αναβάζει τις ωραίες του ρόδες πάνω τους. Έχει αποκτήσει χάρη σε μένα οδυσσεϊκή κουλτούρα. Πλην όμως στην περιοχή γύρω από το μουσείο οτης Ακρόπολης δεν υπάρχει ελεύθερο πεζοδρόμιο ούτε για δείγμα, πόσω μάλλον θέση για παρκάρισμα. Με όρους ομηρικούς η αναζήτηση πάρκιγκ μοιάζει με την μνηστηροκτονία. Είναι η τελική δοκιμασία. Και οπωσδήποτε χρειάζεται να έχεις τη βοήθεια της θεάς.
Μετά από δυο τρεις κύκλους στην περιοχή, βρίσκω τελικά θέση στην οδό Παρθενώνος. Εκπληκτική σύμπτωση! Και ο Ρούντι κι εγώ το κρίναμε ως εύνοια της θεάς, το ότι μας άφησε να παρκάρουμε στο δρόμο του ναού της. Πολύ ικανοποιημένη παρκάρω και προχωρώ προς το τέλος του ταξιδιού μου, περπατώντας προσεκτικά ανάμεσα στα λασπόνερα και στα σπασμένα πεζοδρόμια. Η βροχή έχει σταματήσει κι η ατμόσφαιρα είναι διαπεραστικά υγρή. Αλλά εγώ είμαι αισιόδοξη.
Ανηφορίζοντας προς την Ακρόπολη σε μια διασταύρωση λιγο κοντοστέκομαι να δω το φωταγωγημένο μνημείο. Προσπαθώ να το φανταστώ χωρίς τις πολυκατοικίες, χωρίς τις σκαλωσιές, χωρίς τα μπαρούτια που το διέλυσαν, χωρίς το Μοροζίνη, χωρίς τον Έλγιν. Δεν προφταίνω. Ένα τζιπ τρέχει δαιμονισμένα και πέφτει σε μια νερολακούβα δίπλα μου, περιλούζοντάς με νερό. Καθώς σκουπίζω τη ζακέτα, το πρόσωπο, τη μύτη μου, το λαιμό μου και τα μαλλιά, παρακολουθώντας το τζιπ να απομακρύνεται, σκέφτομαι μελαγχολικά ότι στη ζωή τα πράγματα κάνουν μυστήριους κύκλους.
Έχω σχεδόν φτάσει στην εξώπορτα της Σοφίας. Χτυπάω το κουδούνι μία, δύο, τρεις, κανείς.
Παίρνω στο κινητό.
"Πού είσαι, καλε, βρίσκομαι από κάτω, γιατί δεν μου ανοίγεις;"
"Μα δεν είμαι σπίτι, πουλάκι μου, γιατί δεν μου τηλεφώνησες πρώτα, έχω πάει σινεμά".
"Τι βλέπεις;"
"Τη γλυκειά έξαψη. Βάιντα".
"Αχ, κρίμα, ήθελα να τη δω κι εγώ".
"Ας έπαιρνες τηλέφωνο πρώτα, τι να σου κάνω. Λοιπόν, άντε, σε κλείνω τώρα, αρχίζει η ταινία. Α, να σου πω, άμα δεν την βαριέσαι πολύ την κυρία Πηνελόπη, που μένει απο κάτω, ξέρεις, την έχεις συναντήσει μια - δυο φορές σπίτι μου... Χτύπα της, μωρέ, το κουδούνι, ακριβώς δίπλα στο δικό μου. Βασιλειάδου. Κάν' της λίγο παρεούλα, πες της και χρόνια πολλά, έκλεισε προχτές τα ενενήντα, και θα 'ρθω κι εγώ σε δυο ωρίτσες. Εντάξει; Θα κάνεις και την καλή σου πράξη. Η καημένη! Γριά γυναίκα είναι... Άντε, σε κλείνω, γεια!"
Κλείνω το κινητό με μια έξαψη καθόλου γλυκειά. Τι δηλαδή; Όλα εις μάτην; Ποιο είναι το νόημα; Πώς θ' αντέξω πάλι την κυρία Πηνελόπη να μου λέει για χιλιοστή φορά τις ιστορίες της; Δε θυμάται καλά το Σοφάκι. Δεν είναι μια και δυο και τρεις φορές που έχουμε βρεθεί σπίτι της. Χίλιες δεκατρείς είναι! Δεν αρκούν οι καλές πράξεις που έχω κάνει τόσες φορές;
Α, ρε Σοφάκι, με παρέδωσες στεγνά στον Όμηρο.
Υπάρχει κι ή άλλη λύση, να φύγω. Να ξαναζήσω την Οδύσσεια μετ' επιστροφής και να πάω πίσω σπίτι μου να χουχουλιάσω με τις γάτες μου. Να προβώ σε μια μετ' επιστροφής φυγή διά μέσου της πραγματικότητας. Τι δηλαδή, μόνο ένα φινάλε μπορεί να έχει η Οδύσσεια; Ο Καβάφης; Τι μας λέει τόσα χρόνια ο Καβάφης; Το ταξίδι είναι που μετράει.
Καθώς χτυπώ το κουδούνι της κυρίας Πηνελόπης Βασιλειάδου σκέφτομαι ότι δεν αντέχω για σήμερα άλλη πραγματικότητα. Θα αρκεστώ στη δική της ιστορία του 20ου αιώνα σε συσκευασία πόκετ: από την καταστροφή της Σμύρνης που ήταν τριώ χρονώ και την κράταγε η μάνα της στην ποδιά της μέχρι που τους φέραν στη Μυτιλήνη με βάρκα, μέχρι τη Θεσσαλονίκη που μεγάλωσε, μέχρι τον αδερφό της το μεγάλο που τον φάγανε οι φασίστες και της τον φέρανε χωρίς κεφάλι, μέχρι τον αδερφό της το μικρό που έκανε μετά δήλωση κι έφυγε στη Γερμανία, μέχρι τον έρωτά της το μοναδικό που κάπου χάθηκε μέσα στα ανώνυμα σοκάκια της ιστορίας και δε γύρισε ποτέ... Μέχρι, μέχρι, μέχρι... Έλεος! Δεν άντέχω άλλα "μέχρι".
Γαμώτο!
Με πνίγει από παντού Ελλάδα...
Κι άρχισε να βρέχει πάλι.
Μελιστάλαχτη φωνούλα στο θυροτηλέφωνο.
"Πώς, έλα κορίτσι μου, με μεγάλη μου χαρά! Να σε κεράσω και λικεράκι. Τρίτο, ε; Στον τρίτο".
Και το κουδούνι της εξώθυρας ζουζουνίζει.
jiagogina
Ποιον δρόμο να πάρω; Πού να προσβλέψω; Να πάω στην εξοχή; Να πάω στο κέντρο, σήμερα που είναι Σάββατο κι ο κόσμος ξεδίνει; Να πάρω τα πόδια μου στα μονοπάτια του κοντινού μου άλσους; Να πάρω ένα βιβλίο να διαβάσω;
Kοιτάζω επάνω να οσφρανθώ τον γαλάζιο ουρανό (κλισέ είναι αυτό δεν κυριολεκτώ, ο ουρανός είναι γκρίζος κατάγκριζος προς το μαύρο αυτή τη στιγμή και βρέχει), κοιτάζω κάτω, να νιώσω τα υπόγεια τα ρεύματα (εδώ κυριολεκτώ, κι ας είναι κλισέ, μια ματιά στα νερά του Ηριδανού στο Μαναστηράκι, μέσα στο μετρό, το αποδεικνύει), κοιτάζω μπροστά, βλέπω τους δρόμους της πόλης μου, σκέφτομαι τη φίλη μου το Σοφάκι που την αγαπώ και μου έλειψε κι αποφασίζω να πάω να τη δω.
Καβαλάω το Ρούντι κι αρχίζω να πορεύομαι, γλιστράω πάνω στην λεία άσφαλτο κρατώντας τον απ' το τιμόνι.
Λεία; Όχι. Ο Ρούντι συνάντησε μια μεγάλη τρύπα στη στροφή του δρόμου που μέχρι χτες ήταν ασήμαντη λακουβίτσα. Από χτες όμως με τη βροχή πλημμύρισε ο τόπος και ποιος ξέρει πού ξέρασαν τώρα τα νερά την τέως άσφαλτο.
Πέφτω στη λακούβα παύλα τρύπα, που, σημειωτέον, είναι γεμάτη νερό. Ακούω το μπροστινό προφυλακτήρα του Ρούντι να βγάζει μια κραυγή πόνου. Πριν προλάβω να του ζητήσω συγνώμη και να του δώσω λίγο κουράγιο, χτυπώντας με το χέρι το τιμόνι του παρηγορητικά, ακούω έναν έξαλλο κύριο στα δεξιά μου βρεγμένο μέχρι το κόκαλο να φωνάζει και βλέπω και τις σφιγμένες γροθιές του που κατευθύνονται καταπάνω μου. Μαρσάρω κι απομακρύνομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ, ενώ ο κύριος τσιρίζει κάτι σχετικά με πιάτα και κουζίνα, χοροπηδώντας πάνω - κάτω στη μέση του δρόμου με την ομπρέλα του ανοιχτή.
Στρίβω αριστερά. Ήσυχος ο δρόμος, συμπαθητικός, χωρίς λακούβες. Βρέχει συνεχώς. Δεντράκια δεξιά κι αριστερά, νεραντζιές γεμάτες καρπό. Τις αγαπώ τις νερατζιές, σκέφτομαι, προσπαθώντας να φτιάξω λίγο το κέφι μου - και του Ρούντι. Κι αυτά τα φρούτα, τι κρίμα να σαπίζουν στα πεζοδρόμια, γιατί να μη μαζέψω μερικά μια μέρα να τα κάνω γλυκό νεράτζι, να επιβεβαιωθεί και η ρήσις του κυρίου που λίγο πριν έκανα λούτσα;
Πριν προλάβω να αποτελειώσω τη σκέψη μου ένα τζιπ κάνει να ξεπαρκάρει από τα δεξιά μου απρόσμενα χωρίς να έχει βγάλει φλας. Δε με έχει δει μάλλον, βγάζει τη μισή του μούρη στο δρόμο, στρίβω το τιμόνι, το αποφεύγω. Σταματώ, κοιτάζω πίσω να δω τον ηλίθιο που παρά λίγο να στείλει τον κομψό μου Ρούντι στον φαναρτζή κι εμένα στο ΚΑΤ, αλλά δεν είναι ηλίθιος, είναι ηλίθια. Ξανθιά κόμμωση, βάψιμο στην τρίχα, σκουλαρίκια, κολιέ, βραχιόλια φουλ, ανήκει μάλλον στη φυλή που το Σάββατο ξεδίνει με το κρουίζερ στην παραλιακή. Βγάζει το κεφάλι από το παράθυρο και κάποιους βρυχηθμούς πιάνει το αυτί μου για το Χριστό και την Παναγία μου.
Όλοι με βρίζουν σήμερα. Τέλος πάντων, τους άντρες οδηγούς τους έχω συνηθίσει, τις γυναίκες όμως όχι. Ακόμα. Φαντάζομαι θα τις συνηθίσω, γιατί βρίζουν πια όλες, οι τουλάχισοτν οι περισσότερες, και μάλιστα πολύ. Είναι τεκμήριον χειραφέτησης το βρισίδι. Δεν αρκεί μια γυναίκα να μπορεί να γίνει νταλικιέρης, πρέπει και να δικαιούται και να βρίζει σαν τέτοιος.
Στρίβω δεξιά και το κέφι μου έχει αρχίσει να χαλάει. Για λίγο αναζητώ διόδους σε ασήμαντα στενάκια για να αποφύγω την κίνηση - ασήμαντα, τρόπος του λέγειν, έχουν ονόματα λαμπρά, ηρώων, μαχών, επετείων, κι ας είναι σήμερα μέσα στη λασπουριά. Βρέχει, το είπαμε. Δεν πρέπει να υποτιμάμε τους δρόμους και τα ονόματά τους, σκέφτομαι, πάρ' το πίσω το "ασήμαντα στενάκια". Περνάς την οδό Μαραθωνομάχων τώρα, βλάκα,ιδού και η Ρήγα Φεραίου, ιδού και η Καποδιστρίου, κι η Ηρώων Πολυτεχνείου, κι η Βασιλέως Ηρακλείου! Τα ονόματα των δρόμων είναι η ιστορία μας, μονολογώ θυμωμένη, όλη η γκάμα, έτσι χύδην, η μνήμη μας! Παρ' το πίσω!
Εντάξει το πήρα....
Η έκρηξη αυτή ιστορικής συγκίνησης δεν μου φτιάχνει το κέφι, αντίθετα. Λίγο πριν βγω στην Κηφισίας μάλιστα πέφτω σε ένα φριχτό μποτιλιάρισμα κι η διάθεσή μου χειροτερεύει.
Πού πάνε όλοι αυτοί, αναρωτιέμαι.
Γιατί, κυρία μου, μόνο εσύ έχεις δικαίωμα στην έξοδο, θυμώνω πάλι. Τι αριστοκρατισμοί είναι αυτοί; Θέλεις το δρόμο όλον για την πάρτη σου; Σάββατο είναι. Όλοι έχουν κάποιο Σοφάκι να νοιαστούν. Δε ζεις μόνη σου στον κόσμο.
Πράγματι.
Είμαι με νεκρά σε μια πομπή παράδοξη. Οδηγοί κορνάρουν εκνευρισμένοι, χέρια ελληνικά αγανακτισμένα ξεμυτίζουν από τα παράθυρα, για να διαμαρτυρηθούν, μπροστά μου ένα παιδάκι με κολλημένο το κεφάλι στο παράθυρο βγάζει τη γλώσσα και κάνει γκριμάτσες αλλοιθωρίζοντας, σαφώς σε μένα απευθύνεται, δεν είναι η ιδέα μου, ενώ το μικρό αδερφάκι του μασάει τη ζώνη ασφαλείας, πίσω μου βλέπω στον καθρέφτη ένα ζευγάρι να φιλιέται με γλώσσα, να και κάποιοι αδιάφοροι για το μποτιλιάρισμα, τριγύρω μαρσαρίσματα, αχνές, ανάερες τούφες στον αέρα, και το χλωμό φως χάνεται για σήμερα, πέφτει το σκοτάδι, ταχύ, τα φώτα ανάβουν, και στο παρ μπριζ μου ο κόσμος φαντάζει παιχνιδιάρικα διαθλασμένος, μέσα στις σταγόνες της βροχής
Παρότι απορροφημένη από τις σκέψεις μου, παρατηρώ ότι τα αυτοκίνητα συνωστίζονται σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Δε Μολ! Α, έτσι εξηγείται. Τι χαζή που είμαι! Έπρεπε να το 'χα σκεφτεί. Σάββατο είναι, Χριστούγεννα έρχονται, ο κόσμος τρέχει να ξεσκάσει. Εγώ φταίω. Έπρεπε να πάρω το παραδιπλανό σοκάκι για να μην κολλήσω εδώ. Στρίβω το τιμόνι και κάνω μανούβρα στη μέση του φρακαρισμένου δρόμου. Τα καταφέρνω, παρ' ότι ένα τζιπ έρχεται από απέναντι και μου κορνάρει λυσσαλέα, ενώ πίσω μου ένα άλλο τζιπ, αυτό με το ζευγάρι που φιλιόταν πριν, μου 'χει κολλήσει σα βδέλλα και μ' έχει κλείσει, παρ' όλα αυτά εγώ τα καταφέρνω, μαρσάρω, στριγκλίζουν οι ρόδες του Ρούντι στο βρεμένο δρόμο, κάποιος με μουτζώνει, ενώ εγώ γυρνάω θριαμβευτικά πίσω και βρίσκω διαφυγή στο σοκάκι, συγγνώμη στην οδό Οδυσσέως, έτσι ονομάζεται το σοκάκι. Παρανομώ, βεβαίως, γιατί η οδός Οδυσσέως είναι μονόδρομος, αλλά τι να κάνουμε, κι ο Οδυσσέας ο ίδιος δεν παρανομούσε πού και πού;
Εκείνη τη στιγμή, το δευτερόλεπτο ακριβώς που έστριψα στην οδό Οδυσσέως προσπερνώντας το κόκκινο σήμα με την άσπρη παύλα, άστραψε στο κεφάλι μου ένας κεραυνός συνειδητοποίησης: Είμαι κι εγώ, τρόπον τινά, ένας Οδυσσέας. ο Οδυσσεύς των αθηναϊκών δρόμων! Όλες τις δοκιμασίες τις περνάω. Μου ρίχνει κι ο Ποσειδώνας βροχή με το τουλούμι. Μου την πέφτουν η Σκύλλα και η Χάρυβδη, μεταμορφωμένες σε δυο τζιπ και πάνε να με κάνουν σάντουιτς, Με τη μαγκιά μου και τη γρήγορη σκέψη μου, εγώ, μόνη μου, σκαρφίζομαι τρόπους, μανουβράρω, ξεφεύγω, επιβιώνω, ξεγλιστρώ, συγχωρώ όλους που με βρίζουν, φτάνω στον προορισμό μου. Όπως τώρα. Επινοητικότητα κι ευρεσιτεχνία!
Πατέντα! Τα κατάφερα! Βγήκα στην Κηφισίας.
Πίσω μου άλλοι δυο έξυπνοι Οδυσσείς με ακολουθούν κι έμαθαν κι αυτοί το κόλπο μου.
Φτου!
Δεν προφταίνω να χαρώ τη συνειδητοποίησή μου, ότι φέρω στο ακέραιο το γονιδιακό μεγαλείο της φυλής, και πέφτω σε καινούργιο μποτιλιάρισμα. Εδώ έχουμε άλλες ορδές, για το Άβενιου και το Γκόλντεν Χολ.
Λαμπιόνια, καρουσέλ, εκκωφαντική φωταψία, γιγαντοαφίσες που υπόσχονται παμμέγιστη διασκέδαση για σας και τα παιδιά σας, θεόρατα χριστουγεννιάτικα δέντρα, γιγάντια συντριβάνια, τεράστιες αψίδες, επιβλητικές επιγραφές που αναβοσβήνουν και υπόσχονται ένα θεσπέσιο "εδώ", ένα "πουθενά αλλού μην πας", κυκλώνουν το μυαλό μου μεθυστικά.
Ζαλίστηκα και βρέχει ακόμα. Οι υαλοκαθαριστήρες μου περιπλανώνται νωθρά στο παρ μπριζ και διαλύουν τη φαντασμαγορία. Ίσως και ν' αναστέναξα. Αφήνω πίσω μου το Ολυμπιακό Στάδιο.
Ο δρόμος επιτέλους άνοιξε.
.......................................................................
Ηχομονωμένη μέσα στο φιλόξενο περιβάλλον του καλού μου Ρούντι, δεν σκέφτομαι πια. Στο ραδιόφωνο η νωχέλεια του Γκαετάνο Βελόζο με χαλαρώνει. Ένας ξένος κόσμος, ο έξω, δε με αφορά πια. Μηχανικά αλλάζω τις ταχύτητες, πρώτη, δευτέρα, τρίτη, δευτέρα, νεκρά, και πάλι απ' την αρχή. Βελούδινη πορεία στη μεσαία λωρίδα, σφήνες οι άλλοι από τα δεξιά κι από τ' αριστερά, μπροστά φανάρια πορτοκαλιά, κόκκινα, πράσινα, πίσω προβολείς εκτυφλωτικοί.Πλέω κάπου μέσα μου. Κου κου ρου κου κου Παλόμα, χαϊδεύει με τη φωνή του ο Γκαετάνο. Κι έχω περάσει τα Σίδερα, τους Αμπελόκηπους, κι έχω στρίψει μηχανικά κι αφηρημένα στη Μιχαλακοπούλου. Εκεί ξυπνάει πάλι η οδολαγνεία μου. Θυμάμαι: Μιχαλακόπουλος Ανδρέας, πολιτικός και νομομαθής από την Πάτρα, εκ των πλέον εκλεκτών και ακεραίων πολιτικών της χώρας.
Αλλά δεν είναι αυτό. Δεν είναι η ακεραιότητα του ανδρός που με τραβάει στο δρόμο, όπως πριν η αδιαμφισβήτητη και αποδεδειγμένη γονιδιακή συγγένεια μου με τον Οδυσσέα. Είναι κάτι άλλο. Καθώς αφήνομαι στο φιδοειδή δρόμο το νιώθω: Είναι το υπόγειο ποτάμι. Τον Ιλισό νοσταλγώ, κι ας μην τον είδα ποτέ με τα μάτια μου. Κατηφορίζοντας το δρόμο παρέα με το Ρούντι, αισθάνομαι τον ποταμό να ζει μέσα στις στροφές του δρόμου και απότομα να καμπυλώνει, να φεύγει και ξανά να στρίβει απαλά κι εγώ είμαι ένα σκάφος, ένα φύλλο πάνω του, ένα μικρό εντομάκι σε κορμό. Κι εκεί στο Χίλτον περίπου χάρις στο ευφάνταστο του χαρακτήρος μου, σχεδόν τον ακούω πια τον Ιλισό να ρέει.
Μόλις όμως βγαίνω στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, σχεδόν αμέσως επανέρχομαι στην πραγματικότητα της πόλης. Λέω "σχεδόν αμέσως" κι όχι "αμέσως", γιατί περνάει ένα μικρό, ελάχιστο χρονικό διάστημα κατά το οποίο φέρνω στο νου μου το βασιλιά, εκεί στο Παλέρμο, στο ξενοδοχείο που πέθανε, τον Ιανουάριο του '23. Κάτι με ενοχλεί εκεί πολύ, πάρα πολύ, αλλά ευτυχώς μπαίνω ατάκα κι επί τόπου στο λεωφορειόδρομο, ξεπερνώ όλα τα στριμωγμένα αυτοκίνητα και φτάνω σε χρόνο ρεκόρ στο Ζάππειο, όπου κι αντιλαμβάνομαι επιτέλους ότι η Αθήνα είναι μια ωραία πόλη, με ράγες και τραμ, με Ζάππειο μέγαρο και με Στύλους του Ολυμπίου Διός. Νιώθω καλά ως Ευρωπαία και Ελληνίδα, αλλά πλέον βιάζομαι, γιατί έφτασα μεν στον προορισμό μου, εκεί, κάπου απέναντι από τους Στύλους μένει το Σοφάκι, αλλά πρέπει πρώτα να παρκάρω κάπου το Ρούντι.
Πού; Ο Ρούντι πρέπει να πω ότι είναι εκπαιδευμένος στα ελληνικά πράγματα, παρ' ό,τι γερμανός. Δεν έχει αναστολές να καβαλήσει πεζοδρόμια. Έχει ένα πρόβλημα με τα ψηλά πεζοδρόμια, κι αυτό το σέβομαι. Τα χαμηλά όμως τα παραδέχεται κι ευχαρίστως αναβάζει τις ωραίες του ρόδες πάνω τους. Έχει αποκτήσει χάρη σε μένα οδυσσεϊκή κουλτούρα. Πλην όμως στην περιοχή γύρω από το μουσείο οτης Ακρόπολης δεν υπάρχει ελεύθερο πεζοδρόμιο ούτε για δείγμα, πόσω μάλλον θέση για παρκάρισμα. Με όρους ομηρικούς η αναζήτηση πάρκιγκ μοιάζει με την μνηστηροκτονία. Είναι η τελική δοκιμασία. Και οπωσδήποτε χρειάζεται να έχεις τη βοήθεια της θεάς.
Μετά από δυο τρεις κύκλους στην περιοχή, βρίσκω τελικά θέση στην οδό Παρθενώνος. Εκπληκτική σύμπτωση! Και ο Ρούντι κι εγώ το κρίναμε ως εύνοια της θεάς, το ότι μας άφησε να παρκάρουμε στο δρόμο του ναού της. Πολύ ικανοποιημένη παρκάρω και προχωρώ προς το τέλος του ταξιδιού μου, περπατώντας προσεκτικά ανάμεσα στα λασπόνερα και στα σπασμένα πεζοδρόμια. Η βροχή έχει σταματήσει κι η ατμόσφαιρα είναι διαπεραστικά υγρή. Αλλά εγώ είμαι αισιόδοξη.
Ανηφορίζοντας προς την Ακρόπολη σε μια διασταύρωση λιγο κοντοστέκομαι να δω το φωταγωγημένο μνημείο. Προσπαθώ να το φανταστώ χωρίς τις πολυκατοικίες, χωρίς τις σκαλωσιές, χωρίς τα μπαρούτια που το διέλυσαν, χωρίς το Μοροζίνη, χωρίς τον Έλγιν. Δεν προφταίνω. Ένα τζιπ τρέχει δαιμονισμένα και πέφτει σε μια νερολακούβα δίπλα μου, περιλούζοντάς με νερό. Καθώς σκουπίζω τη ζακέτα, το πρόσωπο, τη μύτη μου, το λαιμό μου και τα μαλλιά, παρακολουθώντας το τζιπ να απομακρύνεται, σκέφτομαι μελαγχολικά ότι στη ζωή τα πράγματα κάνουν μυστήριους κύκλους.
Έχω σχεδόν φτάσει στην εξώπορτα της Σοφίας. Χτυπάω το κουδούνι μία, δύο, τρεις, κανείς.
Παίρνω στο κινητό.
"Πού είσαι, καλε, βρίσκομαι από κάτω, γιατί δεν μου ανοίγεις;"
"Μα δεν είμαι σπίτι, πουλάκι μου, γιατί δεν μου τηλεφώνησες πρώτα, έχω πάει σινεμά".
"Τι βλέπεις;"
"Τη γλυκειά έξαψη. Βάιντα".
"Αχ, κρίμα, ήθελα να τη δω κι εγώ".
"Ας έπαιρνες τηλέφωνο πρώτα, τι να σου κάνω. Λοιπόν, άντε, σε κλείνω τώρα, αρχίζει η ταινία. Α, να σου πω, άμα δεν την βαριέσαι πολύ την κυρία Πηνελόπη, που μένει απο κάτω, ξέρεις, την έχεις συναντήσει μια - δυο φορές σπίτι μου... Χτύπα της, μωρέ, το κουδούνι, ακριβώς δίπλα στο δικό μου. Βασιλειάδου. Κάν' της λίγο παρεούλα, πες της και χρόνια πολλά, έκλεισε προχτές τα ενενήντα, και θα 'ρθω κι εγώ σε δυο ωρίτσες. Εντάξει; Θα κάνεις και την καλή σου πράξη. Η καημένη! Γριά γυναίκα είναι... Άντε, σε κλείνω, γεια!"
Κλείνω το κινητό με μια έξαψη καθόλου γλυκειά. Τι δηλαδή; Όλα εις μάτην; Ποιο είναι το νόημα; Πώς θ' αντέξω πάλι την κυρία Πηνελόπη να μου λέει για χιλιοστή φορά τις ιστορίες της; Δε θυμάται καλά το Σοφάκι. Δεν είναι μια και δυο και τρεις φορές που έχουμε βρεθεί σπίτι της. Χίλιες δεκατρείς είναι! Δεν αρκούν οι καλές πράξεις που έχω κάνει τόσες φορές;
Α, ρε Σοφάκι, με παρέδωσες στεγνά στον Όμηρο.
Υπάρχει κι ή άλλη λύση, να φύγω. Να ξαναζήσω την Οδύσσεια μετ' επιστροφής και να πάω πίσω σπίτι μου να χουχουλιάσω με τις γάτες μου. Να προβώ σε μια μετ' επιστροφής φυγή διά μέσου της πραγματικότητας. Τι δηλαδή, μόνο ένα φινάλε μπορεί να έχει η Οδύσσεια; Ο Καβάφης; Τι μας λέει τόσα χρόνια ο Καβάφης; Το ταξίδι είναι που μετράει.
Καθώς χτυπώ το κουδούνι της κυρίας Πηνελόπης Βασιλειάδου σκέφτομαι ότι δεν αντέχω για σήμερα άλλη πραγματικότητα. Θα αρκεστώ στη δική της ιστορία του 20ου αιώνα σε συσκευασία πόκετ: από την καταστροφή της Σμύρνης που ήταν τριώ χρονώ και την κράταγε η μάνα της στην ποδιά της μέχρι που τους φέραν στη Μυτιλήνη με βάρκα, μέχρι τη Θεσσαλονίκη που μεγάλωσε, μέχρι τον αδερφό της το μεγάλο που τον φάγανε οι φασίστες και της τον φέρανε χωρίς κεφάλι, μέχρι τον αδερφό της το μικρό που έκανε μετά δήλωση κι έφυγε στη Γερμανία, μέχρι τον έρωτά της το μοναδικό που κάπου χάθηκε μέσα στα ανώνυμα σοκάκια της ιστορίας και δε γύρισε ποτέ... Μέχρι, μέχρι, μέχρι... Έλεος! Δεν άντέχω άλλα "μέχρι".
Γαμώτο!
Με πνίγει από παντού Ελλάδα...
Κι άρχισε να βρέχει πάλι.
Μελιστάλαχτη φωνούλα στο θυροτηλέφωνο.
"Πώς, έλα κορίτσι μου, με μεγάλη μου χαρά! Να σε κεράσω και λικεράκι. Τρίτο, ε; Στον τρίτο".
Και το κουδούνι της εξώθυρας ζουζουνίζει.
jiagogina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου