αντιγράφω το άρθρο του ποιητή Γιώργου Χρονά από την Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας 11/6/2011 και σχολιάζω προκαταβολικά το εξής:
η προσωπική μετοχή, η άμεση κοινωνία με το όποιο έργο της τέχνης του λόγου είναι ο ένας και μοναδικός τρόπος για να διδάσκεται η ποίηση και η πεζογραφία στη μέση εκπαίδευση. Ανεξίτηλα είναι χαραγμένα στη μνήμη μου τα βουρκωμένα μάτια του αγαπημένου κύριου Ματθαίου Μουντέ, όταν, κοιτάζοντάς μας έναν -έναν, κρατώντας κλειστά στη θέση της καρδιάς τα "Ποίηματα και Πεζά" του Καρυωτάκη, εκδόσεις Ερμής, επιμέλεια Γ. Σαββίδη, όρθιος και ακουμπώντας ανάλαφρα στο πρώτο θρανίο, απήγγειλλε το "Σα δέσμη από τριαντάφυλλα", την "Ωχρά Σπυροχαίτη", ή κάποιο άλλο ποίημα, από στήθους, με τη βαθιά συγκίνηση όχι του από καθέδρας φιλολόγου, αλλά του συγκινημένου αναγνώστη που θέλει να κοινωνήσει τη συγκίνησή του αγαπητικά. Ο αναγνώστης, ο γνήσιος αναγνώστης γίνεται συνδημιουργός του έργου τέχνης, γιατί χάρις στη συγκίνησή του το Έργο αποκτά υπόσταση. Έτσι κι ο κύριος Μουντές εκείνες τις στιγμές μάς δίδασκε πώς να πεοσεγγίζουμε τη λογοτεχνία: βιωματικά, με το αίσθημα, με ιερότητα. Σε άλλο σημείωμα θα επεκταθώ πιο αναλυτικά.
η προσωπική μετοχή, η άμεση κοινωνία με το όποιο έργο της τέχνης του λόγου είναι ο ένας και μοναδικός τρόπος για να διδάσκεται η ποίηση και η πεζογραφία στη μέση εκπαίδευση. Ανεξίτηλα είναι χαραγμένα στη μνήμη μου τα βουρκωμένα μάτια του αγαπημένου κύριου Ματθαίου Μουντέ, όταν, κοιτάζοντάς μας έναν -έναν, κρατώντας κλειστά στη θέση της καρδιάς τα "Ποίηματα και Πεζά" του Καρυωτάκη, εκδόσεις Ερμής, επιμέλεια Γ. Σαββίδη, όρθιος και ακουμπώντας ανάλαφρα στο πρώτο θρανίο, απήγγειλλε το "Σα δέσμη από τριαντάφυλλα", την "Ωχρά Σπυροχαίτη", ή κάποιο άλλο ποίημα, από στήθους, με τη βαθιά συγκίνηση όχι του από καθέδρας φιλολόγου, αλλά του συγκινημένου αναγνώστη που θέλει να κοινωνήσει τη συγκίνησή του αγαπητικά. Ο αναγνώστης, ο γνήσιος αναγνώστης γίνεται συνδημιουργός του έργου τέχνης, γιατί χάρις στη συγκίνησή του το Έργο αποκτά υπόσταση. Έτσι κι ο κύριος Μουντές εκείνες τις στιγμές μάς δίδασκε πώς να πεοσεγγίζουμε τη λογοτεχνία: βιωματικά, με το αίσθημα, με ιερότητα. Σε άλλο σημείωμα θα επεκταθώ πιο αναλυτικά.
Ιδού τώρα το άρθρο του κύριου Χρονά:
Τα δάκρυα της Κυρίας Παπαδάκη
Από το στόμα της Κυρίας Παπαδάκη, καθηγήτριάς μου της Φιλολογίας, στο Δ' Γυμνάσιο του Πειραιά, άκουσα για πρώτη φορά το όνομα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Διάβαζε τη Σταχομαζώχτρα του και έκλαιγε. Κυρίως όταν έφτανε στη σελίδα που κόβει τον πάγο, που κρέμεται, από τη σκεπή, και δίνει στα δύο ορφανά παιδιά της κόρης της να φάνε -μίμηση τροφής- γλείφοντας το ψυχρό, γεμάτο παγωμένο νερό, σχήμα. Τα δάκρυά της καυτά, στο όμορφο πρόσωπό της, μ' έκαναν να ταραχτώ μια και μετέτρεπαν τη λογοτεχνία, τη διήγηση του συγγραφέα, σε πράξη, βίωμα, γεγονός. Την είδα να βγάζει το μαντίλι της από την τσέπη και μ' αυτό να τα σκουπίζει. Και όσο προχωρούσε στην ανάγνωση τόσο να ξεσπά για τη νεότερη τραγωδία που υπήρχε στο κείμενο. Εκτοτε, αυτή η εικόνα της κυρίας Παπαδάκη επαναλήφθηκε στη ζωή μου με φωτογραφίες στον ημερήσιο Τύπο από το Βιετνάμ, την Καμπότζη, την Ινδία, την Κολομβία, το Πέραμα, το Ιλιον... στις πρώτες ταινίες του Παζολίνι, του Αλέξη Δαμιανού, στη ζωή που έβλεπα μες στους δρόμους της πόλης, των χωριών, σε ειδήσεις στην τρίτη σελίδα.
Αυτή η σκηνή, με τα δάκρυα της Κυρίας Παπαδάκη, για τον βίο της Σταχομαζώχτρας, του Παπαδιαμάντη, δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό μου. Από τη σκηνή αυτή και κάποιες άλλες, παρόμοιες, έσπασε ο πάγος, το τζάμι της ψεύτικης ζωής, της όρασης των πραγμάτων που θα πορευόμουνα, διαλέγοντας, για να βαδίσω. Μπορεί να έχασα κάποια, αλλά κέρδισα το παν. Να μείνω άνθρωπος και να αγαπώ χωρίς ταμπέλες.
Διάβασα τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη πριν από τον Ντοστογιέφσκι. Προσαρμόστηκα στο φως της μέρας. Σ' αυτά που θα συναντούσα. Μελέτησα τη σιωπή, τη μοναξιά, τον άνθρωπο, τα ζώα, τη βροχή, το χιόνι. Την ελπίδα. Το φως που έρχεται, κάποτε. Και απαλύνει το σκότος.
**Από το περιοδικό Κουκούτσι, τχ. 4, Ιούλ.-Δεκ. 2011, που κυκλοφορεί τις επόμενες ημέρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου