(12)
ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΠΑΙΔΙ
8/7/07
Erbarme dich,
Mein Gott, um meiner Zähren willen!
Schaue hier,
Herz und Auge weint von dir
Bitterlich.
J.S.Bach, Κατά Ματθαίον Πάθη
Τηλεφώνησα στον Άνθιμο σήμερα να του πω πού είμαι να μην ανησυχεί.
Μου λέει «Ξέρω περί τίνος πρόκειται, Μηλίτσα μου. Η Γαρυφαλλιά είναι, αυτό σε κατατρώει.».
«Θα τα πούμε», του λέω, «όταν γυρίσω».
«Τι κάνει ο Παράδεισος της Αγάπης;;», ψιθύρισε.
«Καλά είναι…»
Δεν το εννοούσα. Είμαι πολύ μακριά τώρα δα απ’ αυτά τα παραμυθάκια. Κι απ’ τον Άνθιμο. Αλλά είχε δίκιο.
Αυτή του η κουβέντα με σμπαράλιασε. Τώρα το νιώθω πώς βρέθηκα εδώ. Η Γαρυφαλλιά είναι. Αυτός ο θρήνος που δεν αντέχεις πια να τον κραυγάζεις, ούτε να τον ακούς. Τον κρύβεις πίσω από χιλιάδες λόγια για να μην ουρλιάζεις. Αυτό με τράβηξε κοντά στην Μαργαρίτα. Γι’ αυτό την αγάπησα. Για τα γκρέμνα. Για την κατηφόρα.
Μα δεν ξέρω τι ψάχνω. Τώρα εδώ στην ησυχία, απλώς ακούω αυτό το κλάμα συνέχεια να με πληγώνει. Μέχρι πού μπορεί να με σκάψει; Πού τελειώνει η χαράδρα;
Αγαπημένο μου παιδί, σκέφτομαι, σε φέρνω στο νου μου κι η σκέψη μου πονάει. Δεν πονάει μόνο η καρδιά, πονάει μετά κι η σκέψη γιατί θυμάται τα όνειρα και τις αγκαλιές, όλα τα θυμάται, και το βασανισμό και τον πόνο, κι αυτό το μαρτύριο που γεννά η αβεβαιότητα. Η καρδιά πονάει όταν σκίζεται ο Κόσμος, η σκέψη πονάει όταν θυμάται πώς ήτανε πριν σκιστεί. Και πόσο πόνεσε αυτό το σκίσιμο.
Τόσος καιρός έχει περάσει κι ο χρόνος ασάλευτος μέσα μου. Την προσβολή που έκανα στον Κόσμο την επλήρωσα. Χρόνια στα έγκατα εξόριστη μαζί με τα σαυράκια του μυαλού μου έχω ξεμείνει σ’ έναν παιδότοπο κατοικημένο από ερείπια. Βογκάω μαζί με τις οχιές και κρύβομαι πίσω από τις ξερολιθιές, μη λάχει κι ανοίξει άξαφνα η γη και με πάρει και με φάει, λες και δεν είμαι ρημαγμένη από τους πόνους. Κι αυτό γιατί σ’ αγάπησα πάνω απ’ το κανονικό. Σ’ επιθύμησα πάρα πολύ κι η γη δεν της άρεσε, μ’ εκδικήθηκε.
Να χαθώ, η κακορίζικη στην τρύπα μου, να μαραγκιάσει η ψυχή μου, να πετρώσουν όλα μου τα όνειρα μέσα σ’ αυτό το κελί από σώμα. Ό,τι και να πάθω μου είναι λίγο. Γιατί εγώ, ναι, εγώ τον έσκισα τον Κόσμο. Και τώρα που βρέθηκα εδώ σ’ αυτόν τον τόπο το κρίμα ήρθε κι ορθώθηκε εντός μου, σ’ αυτό το νησί το αναθεματισμένο, που μακάρι να μην είχα πατήσει το πόδι μου, μακάρι να είχα αρνηθεί να έρθω, να δω αυτήν την εικόνα που είναι καθρέφτης της ψυχής μου, γκρέμια, γκρέμια, γκρέμια, πέτρες και ρημαδιό.
Θ’ ανέβω, χαρά μου, μέχρι την Αγία Μόνη να σου ανάψω ένα κεράκι. Αύριο. Σήμερα δεν αντέχω. Θα πάω μαζί με τον μικρό απ’ το μονοπάτι της Μαργαρίτας. Θ’ ανάψω και γι’ αυτή.
Επέμενε. Με τη δουλειά το ανέβαλλα. Έπρεπε να ‘ρθει ο θάνατος να μ’ αναγκάσει. «Πήγαινε, πήγαινε. Πήγαινε στο νησί. Πήγαινε στο χωριό μου».
Ορίστε, ήρθα. Με πήρε ένα αόρατο χέρι και μ’ έφερε. Η άτιμη! Ήταν αυτή μια! Κόντρα, συνέχεια κόντρα! Γιατί δε ζω μόνο το θάνατό της, ζω και το θάνατο τον δικό σου ξανά. Το ‘ξερε! Μ’ έφερε και τάχα αδιάφορα μ’ αφήνει και φεύγει κουτσαίνοντας με το μπαστούνι της αργοκίνητη και τετράχοντρη. Ίσκιος μέσα στα βάτα, μπαίνει μέσα στα φυλλώματα της αχλαδιάς, και τώρα προβάλλει πάλι μπρος μου, κι έγινε με μιας κοριτσάκι, βέλος, την κυνηγάει η μεγάλη της αδερφή, γελάνε, φοράει ένα τσίτι ραμμένο από τα χέρια της μάνας, τα μαλλιά της κουβάρι τα παίρνει ο αέρας, και τότε φύσαγε και τώρα φυσάει, ο ίδιος τρελός αέρας που έλεγε ότι της παίρνει το μυαλό και το σκορπίζει στους πέντε ανέμους και αυτή ζει με τα παράθυρα του νου της ορθάνοιχτα να μπαινοβγαίνουν ελεύθεροι οι αέρηδες στο μυαλό χωρίς ίσκιους, χωρίς ησυχία, χωρίς γυαλικά να τραντάζονται και να σπάνε. Τη θυμάμαι να το λέει και να γελάει. Έμαθε να ζει μ’ ένα μυαλό άθραυστο, γιατί εκεί που μεγάλωσε φύσαγε τόσο πολύ που μόνο αέρας χώραγε στο κεφάλι της! Ό,τι άλλο το ‘παιρνε και το σήκωνε!
Την ξέρω τη ζωή της, κοριτσάκι μου. Πέτρα την πέτρα τον κατέχω αυτό τον τόπο, σαν να τον έχω περπατήσει και τους ανθρώπους της κι αυτούς σαν να τους έχω ψηλαφίσει στα σώψυχα, τόσο καλά τους ξέρω. Την έμαθα τη Μαργαρίτα στις εξομολογήσεις της. Γιατί δεν είχε άλλον να τη νιώθει. Εμένα είχε. Κι εγώ αυτήν, για να σε μάθει εσένα.
Γέλαγαν τα μάτια της όταν μιλούσε για το ρέμα. Έριχνε κοτρώνες στο νερό και πηδούσε απέναντι πέτρα – πέτρα, και την έπαιρνε στο κατόπι και η κατσίκα, που μου ‘λεγε πως έσκυβε στο βυζί της να πιει γάλα κι ο Παναγιωτάκης ο μικρός που έκανε κατά γράμμα ό,τι και κείνη και μετά τους τις έβρεχε και των δυο η μάνα, γιατί δεν το πίνουν το γάλα άβραστο, πίνει κρυφά το γάλα, τώρα κυλιέται με την κατσίκα που της δαγκώνει το ρούχο, έρχεται η μεγάλη αδερφή να το σώσει, θα πέσει ξύλο, αν το μανίκι σκιστεί, το ξέρουν αυτό κι οι δυο, κι αν το μανίκι λερωθεί, πάλι θα πέσει ξύλο, τινάζει το ρούχο, σηκώνεται, με μάγουλα αναψοκοκκινισμένα, λαχανιασμένη αναπνοή, και τώρα με βλέπει, πανάθεμά με, τη συφοριασμένη, εμένα, εμένα, το φάντασμα από το μέλλον που ήρθε να ταράξει τις ξερολιθιές.
Κάτω χαμηλά στο λαγκάδι δυο ερημωμένοι νερόμυλοι. Του θειου της. Μετά το θάνατό του τους κληρονόμησε κι αυτούς. Τ’ αδέρφια της είχαν πεθάνει ο θείος δεν είχε παιδιά. Πέρασα από κει πριν, ξεδοντιασμένο το πλακόστρωτο, μαυρισμένο, αλλά οι νερόμυλοι στέκουν έτοιμοι να κελαρίσουνε νερό. Παραδίπλα το ρέμα φουρφουρίζει και κουτρουβαλιάζει κοτρώνες. Πάνω στέκει το σπίτι. Πεσμένα τα κυπαρισσόξυλα της στέγης, το βλέπω από δω πάνω σα να χάσκει με το στόμα ανοιχτό, ένα πρόσωπο που δεν πρόλαβε να κραυγάσει και το πέτρωσε ο καιρός. Κοντά στο ρέμα πλατάνια και πικροδάφνες το ακολουθούν πλάι – πλάι πιστά, δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτό. Σπαρμένα πιο πέρα κυπαρίσσια ανάκατα με λιόδεντρα, σε απόλυτη ευταξία. Ανηφορίζει το βουνό οργωμένο από τις ξερολιθιές. Στο απογευματινό φως ο ίσκιος τους ακολουθεί συνετά το διάβα των γραμμών. Όπως η Μαργαρίτα την ανηφοριά. Ψυχή στο βουνό απέναντι. Μόνο ερειπωμένα οικήματα διάσπαρτα. Και στάνες. Φύγαν οι άνθρωποι, φύγαν τα ζώα, μείνανε τα σκέλεθρα των σπιτιών.
Δεν το αντέχω αυτό. Αν το ‘ξερα, αν το ‘ξερα, δεν θα είχα έρθει. Ξεπηδάν εικόνες, εσύ, μωρό μου, στην αγκαλιά μου, ή από το χέρι που σε πάω στο σχολείο, ή δίπλα σου στο γραφειάκι του σαλονιού με το αναγνωστικό της Τρίτης Δημοτικού σε βοηθάω ν’ αποστηθίσεις, ή σου πλέκω τα μαλλιά κοτσίδα, ή σε κοιμίζω στην αγκαλιά μου το βράδυ, και όλες μαζί αυτές οι εικόνες κολυμπάν μέσα στα μάτια της Μαργαρίτας παίρνουν χρώματα, μπερδεύονται με τις δικά της όνειρα, καθώς καθόμαστε στον καναπέ του σαλονιού της με το μπαστούνι δίπλα και το γατί στον ώμο, πίνοντας καφεδάκι και ο γάτος χουρχουρίζει κι αυτή μπλέκεται με λαχτάρα μες στις δικές μου οπτασίες για να μοιραστεί μαζί μου τα δικά της φαντάσματα, και τα μάτια μου να τρέχουν βρύση, ένα κλάμα που δε φέρνει λύτρωση, αλλά που συνεχώς βαθαίνει αυτό το χάσμα, αυτή την τραχιά πληγή που συνορεύει με το στήθος. Όπως το ρέμα εδώ.
Δες τη! Τρέχει, μπαίνει τώρα μέσα στο ερειπωμένο σπίτι. Το τρελοκόριτσο!
Θυμάμαι.
Άνοιξη. Να ‘τηνε, με τα αδέρφια της βγαίνει απ’ το σπίτι και κυνηγιόνται μέχρι το νερόμυλο. Αντηχούν παντού γέλια. Είναι πέντε χρονώ. Πολύχρωμο χαλί στο χώμα τα λουλουδάκια.
Καλοκαίρι. Τρέχει πάνω στη ραχοκοκαλιά του ανέμου, παράλληλα στο ρέμα. Στέκει πού και πού σα να αφουγκράζεται κάτι και ξεδιαλέγει τα αγριοβατόμουρα. Τα τρώει και πάλι τρέχει. Είναι ένα πολύ γερό παιδί.
Τώρα φθινόπωρο. Όλη μαζί η οικογένεια ρίχνουν τις λινάτσες και μαζεύουν τις ελιές. Έχει βρέξει κι είναι τρυφερό το χορτάρι και νοτισμένο. Η μάνα τής ρίχνει δυο τρεις ξεγυρισμένες στον κώλο, γιατί αντί να μαζεύει ελιές χαζοκοιτά τα σαλιγκάρια.
Χειμώνας τώρα ξάφνου. Κουκουλωμένα με σκουφιά έχουν βγει και τα τρία παιδιά και κι η μάνα στο μήνα της από δίπλα μ’ ένα σακούλι και μαχαίρι. Χόρτα μαζεύει. Εκείνα τα αναγνωρίζουν κι εκείνη τα κόβει. Τους μαθαίνει και τα ονόματά τους.
Χειμώνας πάλι. Ακόμα νύχτα με τη λάμπα στο χέρι η μάνα τους ξεπροβοδίζει στην εξώπορτα. Μέσα κλαίει το νεογέννητο και περιμένει το βυζί. Η Μαργαρίτα στην πρώτη τάξη. Σαν τα κατσίκια κατηφορίζουν την πλαγιά, περνάν απέναντι το ρέμα μες στο σκοτάδι. Μία ώρα δρόμος για το σχολείο, ποδαρόδρομος. Με γρήγορο περπάτημα. Κι επειδή δεν είναι η Μαργαρίτα πια το μικρό, εφόσον υπάρχει άλλο μικρότερο, γι’ αυτό ας αφήσει τα κλαψουρίσματα. Να βιαστεί. Θα βγάλει το σκασμό, επιτέλους; Φωνάζει ο μεγάλος. Μες στο σκοτάδι ακούω το κλάμα της. Όλο τσαντίλα. Σ’ ένα μάγουλο σκάει ένα χαστούκι. Ο μεγάλος το έριξε; Πάντως το κλάμα σταματάει μαχαίρι.
Μετά ακούω μόνο ποδοκρότημα στη λασπουριά.
Τα ‘χω βαδίσει ετούτα τα λημέρια εδώ προτού έρθω. Έχω καθίσει στη θράκα, στην κουζίνα, κι η μάνα με κέρασε κρασί. Έχω κατέβει στο κατώγι στη μπόχα των γουρουνιών κι έχουμε κάτσει με τη Μαργαρίτα παρέα στα σανά. Έχω δει το μεγάλο να τη δέρνει αλύπητα επειδή του τσάκισε τη σφεντόνα να μη σκοτώνει τις γάτες. Έχω δει τον πατέρα το βράδυ μεθυσμένο να σηκώνει χέρι στη μάνα. Γροθιές στη μύτη, στα πλευρά. Πλέον η Μαργαρίτα πάει δευτέρα δημοτικού. Μετά ένα ηχηρό χαστούκι μπαίνει ανάμεσά τους και πιάνει τον πατέρα από το πόδι. Μην την βαράει άλλο ο πατερούλης τη μανούλα, παρακαλεί κλαίγοντας. Ήταν ήδη εξοικειωμένη με το ξύλο. Σου λέει, πόσο χειρότερα θα είναι από τις κλωτσιές που μου ρίχνει ο αδερφός μου, αν φάω κι εγώ καμιά. Όμως ήτανε χειρότερα. Κι εκείνη η πρώτη κλωτσιά κι όσες ακολούθησαν. Έχω δει τόσες φορές τη μάνα να σκουπίζει τα μάτια, αφού έχουν τελειώσει όλα, και να βαράει κι αυτή τη Μαργαρίτα που μπήκε μπροστά να την προστατέψει. Μην τολμήσει να το ξανακάνει, τσιρίζει.
Την απομόνωσαν όλη η οικογένεια. Λίγο – λίγο, όχι με μιας. Η αδερφή σιχαινόταν να τη βλέπει συνεχώς με μελανιές και στο σχολείο την απέφευγε, ο αδερφός την έλεγε κοπρόσκυλο γιατί του αντιμιλούσε και τον κοίταζε κατάματα όταν την έδερνε, κι ο πατέρας ξεμέθυστος ούτε που γύρναγε να την αντικρίσει. Μεθυσμένος, την τραβούσε και την έδερνε ακόμα κι όταν η μητέρα την έκρυβε πίσω απ’ τα φουστάνια της.
Η ανοσία στο ξύλο την έκανε να την κοπανάει απ’ το σπίτι για όλο και περισσότερες ώρες χωρίς να λογαριάζει τις συνέπειες. Κάθε απόγεμα η μάνα σκαρφαλωμένη στην ταράτσα τη φωνάζει κι αυτή δεν απαντά, καλά κρυμμένη κάπου μέσα στις φυλλωσιές, μαζί με τη σάκα και τα βιβλία. Η μάνα μετά ενώνει τα χέρια στο στόμα και φωνάζει τον πατέρα που είναι πάνω, στη στάνη μήπως την είδε. Να την η στάνη, καμιά πεντακοσαριά μέτρα από ‘δω, ψηλά πέρα, σιωπηλή τώρα, χωρίς κουδούνες και βελάσματα. Από κει πάνω βλέπεις τη θάλασσα, έλεγε η Μαργαρίτα. Τρία χιλιόμετρα δρόμος, κόβοντας από τους νερόμυλους κι ακολουθώντας το ρέμα.
«Κανείς δεν πάει στη θάλασσα μόνος του», την αγριοκοίταξε η μάνα. «Και ποτέ από το ρέμα. Ξέρω για κάποια σουσουράδα ότι όλη μέρα εκεί γύρω σουλατσάρει, μην της κόψω την ουρά!».
Τους βάζει κάτω όλους, στη θράκα της κουζίνας, για να τελειώσει μια για πάντα αυτή η ιστορία. Καθαρίζει πατάτες και τα ‘ χει γύρω της και τα τέσσερα κουτσούβελα.
«Το ρέμα όταν λιώνουν τα χιόνια γίνεται αδιάβατο. Μπορεί να σε παρασύρει και να σε πνίξει. Κι όσο ανεβαίνεις το ύψωμα, έχουν κάτι απότομες γωνιές οι πέτρες που, άμα πέσεις επάνω τους, μένεις στον τόπο και μετά σκας σαν καρπούζι μέσα στο ρέμα! Εκεί σκοτώθηκε παλιά ένα παιδί, χρόνια και χρόνια πριν, πριν γεννηθώ κι εγώ, πριν γεννηθεί κι η μάνα μου. Γλίστρησε στραβοπατώντας ένα κούτσουρο κι έπεσε. Και πνίγηκε το καημένο. Απ’ τον τρόμο του την ώρα του θανάτου το παιδί βρουκολάκιασε και ξέμεινε η ψυχούλα του εκεί πολύ θυμωμένη, γιατί έτσι συμβαίνει, όποιος πολύ φοβάται, μετά πολύ θυμώνει, κι έτσι κρύβει το φόβο του. Απ’ το κακό του λοιπόν αποφάσισε να τρομάζει τα άτακτα παιδιά που πάνε να βαδίσουν το ρέμα και να φτάσουν στην παραλία.
»Κι εγώ, παιδί ανυπάκουο κάποτε, όπως κι εσείς» γύρισε κι αγριοκοίταξε τη Μαργαρίτα, «το ‘σκασα μια μέρα απ’ τη δική μου μάνα κι άρχισα να προχωρώ μες στα κακοτράχαλα. Και καθώς τσάκιζα μ’ ένα ραβδί τις πικροδάφνες για ν’ ανοίγω δρόμο και σκαρφάλωνα άκρη – άκρη στο γκρεμό κι έβλεπα κάτω το ρέμα φουσκωμένο, ξαφνικά αντικρίζω μπροστά μου ένα αγόρι, ένα χλωμό παιδί, αγέλαστο μες στα πλατανόφυλλα. Και τ’ αγόρι φόραγε τριμμένα ρούχα και παλαιικά. ‘Φύγε’, μου είπε. ‘Είναι δικός μου ο τόπος εδώ κι όποιος έρχεται θα τον σκοτώνω!’. Και μου πέταξε μια πέτρα και με πήρε στο κούτελο και το κούτελο μάτωσε και τ’ αγόρι άρχισε να γελά με κακία. Και στη ζαλάδα μου πάνω σκουντούφλησα και παρ’ ολίγο να πέσω κάτω, στα νερά. Και το αγόρι, μυστήριο μεγάλο, χάθηκε αμέσως από μπρος μου. Το αποτέλεσμα, έφυγα τρέχοντας και σε κανέναν δεν είπα ποτέ τίποτα μέχρι τώρα που το λέω σε σας. Γι’ αυτό εσείς ποτέ, ποτέ να μην ξαναζυγώσετε στο μονοπάτι προς την παραλία. Άμα καλοκαιρέψει θα σας πάει ο πατέρας από το χωματόδρομο. Έτσι δεν κάνουμε κάθε χρόνο; Δεν είναι δα τώρα καιρός για θαλασσινό μπάνιο!»
Αλλά στο μυαλό της Μαργαρίτας όλα κάθονται ανάποδα. Άδειο από γυαλικά, άδειο κι από φόβο το μυαλό της. Δε την ένοιαζε το μπάνιο, την ένοιαζε το σκαρφάλωμα. Και τα φαντάσματα δεν τα φοβόταν, μόνο το νερό έτρεμε, μη βραχούν τα ποδάρια της και παγώσουν και μην την ταπώσει μέχρι τον άμμο ο μεγάλος και της κοπεί η ανάσα με τις μπουρμπουλήθρες. Κυρίως, όμως, έσκαγε από την περιέργειά της πώς ήταν αυτό το παιδί, το φάντασμα. Χειμώνα – καλοκαίρι, όλο κρυφά σουλάτσα έκανε στο ρέμα, με την ελπίδα ότι θα το συναντήσει. Πέταγε πέτρες στις κουμαριές για να το προκαλέσει, σερνόταν άκρη – άκρη μέχρι το νερό, μπας και καταφέρει και το κακιώσει με τα καμώματά της κι εμφανιστεί μπροστά της για να την εκδικηθεί.
Η καλή μου…
Φαγώθηκε να το βρει αυτό το παιδί, το φάντασμα, και να πιάσει κουβεντολόι μαζί του. Πως είναι ο κόσμος του, πού κοιμάται, τι τρώει, με ποιον παίζει. Θέλει να παίζουνε μαζί; Αυτά θα το ρωτούσε. Και χρόνο το χρόνο μάκραινε όλο και περισσότερο μέσα στο μονοπάτι μέχρι ένα Σάββατο κάποιου μήνα, κάποιου χρόνου, (μόνο αυτό θυμάται, μέρα Σάββατο, δεν έχει αύριο σχολείο), που έφτασε στο ύψωμα της Άγιας Μόνης. Πρώτα αντίκρισε το γαλάζιο τρούλο της εκκλησιάς. Αμέσως μετά στο βάθος τη θάλασσα. Και τότε απ’ τη χαρά της ξέχασε και το φάντασμα, ξέχασε και την τιμωρία που την περίμενε, επειδή θ’ αργούσε, κι άρχισε να κουτρουβαλάει την κατηφόρα μέχρι να φτάσει στους αμμόλοφους που καταλήγει το ρέμα. Εκεί κυλίστηκε στον άμμο. Μετά έτρεξε πολλή ώρα δίπλα στο κύμα. Μετά ανακάλυψε μια καμάρα πίσω από ένα βράχο που έμοιαζε με μικρό κρησφύγετο. Εκεί έκατσε μέχρι να ξελαχανιάσει. Ήταν ένα υπέροχο απόγεμα. Απανεμιά. Μάρτυρας άλλος κανείς. Μόνο τα κατσίκια. Μπορεί να ‘ταν και απ’ το κοπάδι του πατέρα.
Ποιος νοιάζεται; Αυτά δεν έχουν μιλιά να μαρτυράνε.
Μεγάλο το καμάρι της μετά. Αλλά με ποιον να το μοιραστεί το μυστικό; Να μιλάει κανείς με τα κατσίκια και να μερεύει μόνο τα γατιά δεν είναι ζωή. Θέλει ανθρώπου βλέμμα ο κόσμος, θέλει και μοίρασμα. Κι όχι σφαλιάρες. Αμέσως – αμέσως αποκλείουμε τον μεγάλο, αποκλείουμε και τη μεγάλη, λιγότερο μεγάλη από τον μεγάλο αλλά με βαρύ χέρι κι αυτή. Ποιος μας μένει;
Ο Παναγιωτάκης.
Θα ‘τανε τότε οχτώ χρονώ. Ο Παναγιωτάκης τρία. Την άκουγε την ιστορία με το φάντασμα κι άνοιγε τα μάτια του διάπλατα, λες κι όσο περισσότερο τα γούρλωνε, τόσο περισσότερα θα καταλάβαινε. Του μιλούσε εκείνη για σουρσίματα στο χώμα, ενώ γύρω ούτε ψυχή, για περίεργα ανεμίσματα στα φύλλα, ενώ γύρω ούτε ζουζούνι, του μιλούσε για τη φιδωτή ανηφόρα και τα κακοτράχαλα, για τότε που κοιμήθηκε κάτω από το πλατάνι και την πήρε η νύχτα κι έτρεμε απ’ το φόβο της στο γυρισμό με τα σφυριχτά σπασίματα των κλαριών, όλα του τα ‘πε, ό,τι ήξερε κι ό,τι φανταζόταν κι όσα ακόμα δεν μπορούσε να τα πει, γιατί δεν ήξερε τ’ όνομά τους, όπως αυτό το αίσθημα που τραντάζει την ψυχή, που σε κάνει να θες να φύγεις, να ελευθερωθείς απ’ όλα τα δεσμά, πιο πάνω κι απ’ τον τρούλο της Αγίας Μόνης, να δεις σκέτο ουρανό και σκέτη θάλασσα κι ακόμα πιο πέρα, να σταθείς, εσύ, ένα γεμάτο αναπνοή σώμα, ολόρθο, κι ας φυσάει αφηνιασμένα μέσα κι έξω απ‘ το κεφάλι σου. Να σταθείς μπροστά στο θαύμα.
Να ‘τος ο παντού κόσμος. Γενναίος κι αθρυμμάτιστος.
Πώς θα το λέγαμε αυτό, καρδιά μου; Ευτυχία; Το ‘χουν κι άλλοι, όχι μόνο εμείς, αυτό το αίσθημα, το να έχεις ζήσει του κόσμου την απόλυτη πληρότητα και μετά γκρεμός. Είναι όπως ένας ξεριζωμός, είτε σε διώχνουν απ’ τον τόπο σου, είτε αναγκάζεσαι μόνος σου να φύγεις. Και απ’ τον πόνο τον απαρνιέσαι τον τόπο που αφήνεις πίσω. Ή ελπίζεις ότι θα γυρίσεις σύντομα αλλά δε γύρισες ποτέ. Και μετά πώς να κρατήσεις τι; Η μνήμη είναι ένα κιούπι εύθραυστο. Άμα σου σπάσει, χάθηκαν οι τόποι, τι να κεράσεις; Θρύψαλα γίνεται η πατρίδα. Και καθώς περνάει ο καιρός συνηθίζεις να ζεις ανάμεσα σε πεσμένα αγκωνάρια. Τα βάζεις στο μουσείο, αλλά αυτό δεν είναι πια πατρίδα. Είναι απομεινάρια. Όπως αυτά εδώ.
Με τη Μαργαρίτα έχουμε κι αυτό το κοινό. Κι οι δυο ξεριζωθήκαμε. Εκείνοι φύγαν μόνοι τους. Ο πατέρας μετά τον πόλεμο ακολούθησε τον αδερφό του και μπάρκαρε. Η μάνα με τα παιδιά έφυγαν άρον - άρον στην Αθήνα. Εμείς αναγκαστήκαμε. Μυρίζουν ακόμα αίμα τα λιθόστρωτα του χωριού μου αν κάτσεις λίγο να οσφρανθείς. Κι αφήσαμε όλοι πίσω πέτρες. Και των δυονών μας τα σόγια κουβάλησαν σωρούς μπαγκάζια, ατελείωτες σειρές με μπαούλα μπροστά σε πλοία και σε λεωφορεία, μέχρι να φτάσουμε στην πόλη με τις φωταψίες. Δεν ήταν ρούχα, δεν ήταν θυμητικά αντικείμενα, δεν είχαν τέτοια τα μπαγκάζια μας. Ήταν ρίζες. Ριζούλες. Κουβαλούσαμε στα χέρια μας τις ρίζες των κορμιών μας να τις ρίξουμε κάπου, να σταθούμε. Τις ρίζες μας, αγάπη μου, που πέσαν όπως – όπως σε ξένο τόπο. Και μας τις πετσόκοψαν οι οδικοί άξονες και οι ρυμοτομίες.
Και γεννηθήκαν νέες φουρνιές παιδιά κι εγγόνια που πια δεν το υποψιάζονται καν το κύμα που τους έφερε εδώ. Μαθαίνουν τα βασικά, μεγαλώνουν, δουλεύουν, καρπίζουν. Και κρατάνε κι αυτά παραμάσχαλα στο χέρι ένα σκοτάδι από ριζίδια που αντέχουν την κακοπέραση και περιμένουν κάπου κάποτε να φυτευτούν. Μ’ αν τους το πεις, θα σε κοροϊδέψουν. Συνήθισαν τόσο που δεν νιώθουνε κανένα βάρος.
Εσύ δε θα ‘σουν έτσι. Θα σου ‘χα δώσει αγάπη, δεν θα ‘σουν μετέωρη, κι ας πόναγες απ’ τον ξεριζωμό. Θα στο μάθαινα αυτό, ότι πατρίδα είναι το πρόσωπο που λατρεύεις. Και θα οργώναμε με βόδια υπομονής το χρόνο. Αλλά η Ανάγκη δε μ’ αξίωσε…
Εμείς τα χωράφια στην Καστοριά και το σπίτι δεν καταφέραμε να τα μοιράσουμε σαν άνθρωποι. Πολλή χολή στο σόι. Τα αδέρφια και τα ξαδέρφια χωρίστηκαν μεταξύ τους και βριζόντουσαν. Ανέλαβαν οι δικηγόροι, εξώδικα, αγωγές διανομής, δεν ξέρω τι, κι έτσι κατάφεραν και πουληθήκανε μετά από πολλά χρόνια. Και ακριβά! Ποιος θα φανταζόταν ότι αυτά τα τραχοχώραφα θα αποκτούσαν τέτοια αξία! Και τώρα αν με πας στην Καστοριά και μου πεις πού μένανε οι παππούδες σου, ούτε που θυμάμαι. Δεν αναγνωρίζω πια ούτε που ήταν το σπίτι της μάνας μου. Ούτε καμία επαφή με συγγενείς έχω εδώ και χρόνια. Το παρελθόν μου ακυρώθηκε. Βρήκα ευτυχώς έναν καλό άνθρωπο, έναν Άνθιμο, να με μπολιάσει με λίγη απ’ τη δική του μνήμη. Εκείνος, τουλάχιστον, έχει ένα χωριό να επιστρέφει. Κι έχει μια σιγουριά. Εγώ κι η Μαργαρίτα, όμως, μάθαμε ότι η πατρίδα είναι ένας τόπος μόνο στην καρδιά.
Η τρελή! Σου μιλάω λες και μ’ ακούς, Γαρυφαλλιά, Γαρυφαλλάκι μου, μήπως κι εμφανιστείς πίσω απ’ τις πικροδάφνες για το φτου ξελεφτερία. Μπας και μ’ ελευθερώσεις, αγάπη μου! Γιατί είμαι εγώ μια κατά λάθος ζωντανή. Δε θα ‘πρεπε να ζω. Με τιμωρεί ο θεός να βλέπω τους αγαπημένους μου να χάνονται. Τώρα τη Μαργαρίτα! Μοιάζουν αιώνες οι οκτώ μέρες που λείπει. Κι έχω γίνει σαν τον Παναγιωτάκη, που έκλαιγε μόλις την έχανε απ’ τα μάτια του και μόνο εκείνην ήθελε για να φάει, για να ντυθεί, για να παπουτσωθεί. Σκιά της ο Παναγιωτάκης. Σκιά κι εγώ. Την ψάχνω μέχρις εδώ, στα πατρογονικά της που φυσάει ο αέρας, όπως τότε, μόνο που στο δικό μου κεφάλι όλα είναι θρύψαλα, ένα σπασμένο γυαλί και με πληγιάζει.
Ο Παναγιωτάκης, που λες, δεν το πρόδωσε το μυστικό. Περνούσαν γλυκά – γλυκά τα χρόνια και το μυστικό μεγάλωνε μαζί και με τους δυο κι ας μην είχανε δει ποτέ κανένα φάντασμα. Τον έπαιρνε μαζί της στις περιπλανήσεις πάνω απ’ το ρέμα η Μαργαρίτα, είχανε σχεδόν ανοίξει δρομάκι με το συχνό πήγαινε – έλα στην ανηφοριά. Κι αφουγκράζονταν τους ίσκιους μήπως από μέσα τους σκάσει μύτη το νεκρό παιδί κι εμφανιστεί επιτέλους να τους μιλήσει. Κατέβαιναν και μέχρι τη θάλασσα και τρέχαν παρέα με τα γίδια. Όταν φύσαγε βοριάς λούφαζαν στην καμάρα πίσω απ’ το βράχο και τρώγαν λίγο ψωμοτύρι.
Η Μαργαρώ ήταν πια γύρω στα έντεκα, κι όλο το ρέμα το ‘χε μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά, τις κόχες του, τις κοτρώνες του, και τα δέντρα, από τις ρίζες τους μέχρι τον ουρανό τους. Φάντασμα όμως ούτε για δείγμα! Άσε που το καλοκαίρι ερχόντουσαν δυο τρεις μοναχοί και μέναν στα κελιά της Αγίας Μόνης και λειτουργούσαν την εκκλησία, ανάβαν και κεράκια, ψέλνανε, βαρούσαν την καμπάνα. Αντέχουν τα φαντάσματα στη δύναμη της εκκλησιάς; Δεν αντέχουν, έλεγε με το μυαλό της, φεύγουν και γίνονται καπνός, και μ’ αυτό το ατράνταχτο επιχείρημα βεβαιώθηκε πια ότι δεν υπήρχε το νεκρό παιδί, ποτέ δεν υπήρξε, ήταν όλα ένα τέχνασμα της μάνας για να μην το σκάνε στο επικίνδυνο ψήλωμα και να της φεύγει η ψυχή να τους ψάχνει.
Είναι πια δεκατέσσερα, ο Παναγιωτάκης εννιά. Ξεκινάνε πάλι απόγεμα Σαββάτου, αύριο δεν έχουν σχολείο, τη βόλτα στο ρέμα. Θα ανηφορίσουν πρώτα σαν τα κατσίκια μέχρι τα γκρέμνα. Έτσι το λένε το σημείο γιατί κοιτάζοντας κάτω βλέπεις σε δυο μέτρα βάθος το ρέμα να γρυλλίζει κι ανάμεσα λιθάρια κοφτερά και ρίζες νεκρωμένες. Μετά, αφού πετάξουνε πέτρες και τις ακούσουνε να σκάνε στο νερό, θα ανεβούν πιο πάνω, στο πιο ψηλό πλατάνι του ρέματος. Θα σκαρφαλώσουν στις κλάρες του και θα περάσει έτσι αρκετή ώρα με τα πόδια τους να τα τραμπαλίζουν στο κενό και να λένε αστεία και να χαχανίζουν. Πέρα κάτω βλέπουν τους νερόμυλους και το θείο να δουλεύει. Αυτός ούτε που του περνάει απ’ το μυαλό πού είναι και τι κάνουνε. Γέλια. Μετά αποφασίζουν να ξεκουνηθούν. Θα προχωρήσουνε στο ξέφωτο για ν’ αφήσουν στη φωλιά της χελώνας μηλαράκι. Αν η χελώνα είναι εκεί, ακόμα καλύτερα. Θα παίξουν μαζί της. Μετά σφαίρα για την Αγία Μόνη. Δεν προλαβαίνουν να κατεβούν σήμερα μέχρι την παραλία, ούτε να κρυφτούν στην καμάρα, ούτε να παίξουν αμμοπόλεμο, ούτε να τρομάξουν τα βατράχια στο έλος, γιατί το καθυστέρησαν πολύ με το τεμπελίκι στο πλατάνι. Στην Αγία Μόνη όμως λίγο θα ξαποστάσουν πάλι, θα βγάλει η Μαργαρίτα ψωμοτύρι και δυο μήλα από την τσέπη και θα κολατσίσουν, ακουμπώντας την πλάτη στο ντουβάρι της εκκλησιάς και κάτω βλέποντας θάλασσα κι ουρανό. Μοναχούς δεν έχει τέτοια εποχή του χρόνου, με το πάσο τους.
Η ώρα πέρασε. Χάθηκε ο ήλιος.
«Αργήσαμε», σηκώνεται η Μαργαρίτα. «Θα μας πιάσει η νύχτα».
Να επιστρέψουν από την κατηφόρα; Σπανίως γυρίζουν από εκεί. Η κατηφόρα είναι απότομη και κοφτή και το πέρασμα στενό και κακοτράχαλο, γεμάτο στροφές. Ρίζες, τριμμένο χώμα που γλιστράει, μυτερά κοτρώνια. Πλάι, βαθιά κάτω, χάσκει το ρέμα. Ίσα που ακούγεται το νερό. Αλλά από δω φτάνεις στους νερόμυλους στο μισό χρόνο. Μόνο όταν έχεις αργοπορήσει πολύ, διαλέγεις αυτό το πέρασμα. Θέλει προσοχή και ψυχραιμία.
«Πάμε;»
«Και δεν πάμε!»
Η Μαργαρίτα μπαίνει μπροστά, βάζει λίγο το πόδι κόντρα και δίνει το χέρι στον μικρό. Αυτός με μικρά βηματάκια ακολουθεί.
«Μην πας σαν χεσμένος. Βιάσου. Έχουμε αργήσει».
Και ξανά ένα βήμα κάτω, το πόδι κόντρα και το χέρι να γραπώνει το χεράκι.
Αλλά εκεί κάτι ακούγεται. Ένα σούρσιμο. Υποχωρεί το έδαφος, μια πέτρα που η Μαργαρίτα την πατάει σαν αγκωνάρι γλιστράει και φεύγει, μια ρίζα μπερδεύεται στο πόδι της και το μαγκώνει, δεν ξέρει τι έγινε. Το έδαφος πάντως υποχωρεί και κατρακυλάνε πετραδάκια. Χάνει την ισορροπία της και πέφτει, και μαζί της ο Παναγιωτάκης. Το χέρι της τον κρατάει γερά απ’ το χεράκι. Πέφτει, γλιστράει, στην αρχή αργά, μετά, που η κατηφοριά γίνεται πιο απότομη, επιταχύνεται η πτώση αλλά το χέρι της κρατάει το χεράκι. Κάθετα σχεδόν το πέρασμα, τη ρουφάει, βυθίζεται, όλο και πιο άγρια κατρακυλάει, πέτρες τη γδέρνουν, νιώθει μια σουβλιά στο δεξί πλευρό, ένα τράνταγμα στο πόδι, αλλά με το μάτι ακόμα ελέγχει το χώρο, δεν έχει πανικό, το χέρι της ακόμα κρατάει το χεράκι. Πέφτει, κι άλλο πέφτει, για μια στιγμή γυρίζει ανάσκελα, χώμα την πλακώνει, της μπουκώνει το στόμα, της σκεπάζει τα τσίνορα, δε βλέπει, πάει να γαντζωθεί σε μια κλάρα, ανασηκώνει το κεφάλι, χτυπάει και ματώνει, τινάζεται απέναντι σ’ ένα βράχο, απ’ το βράχο απέναντι στ’ αγκάθια, αλλά το χέρι της κρατάει ακόμα το χεράκι. Ακούγεται ένας γδούπος, σαν να τραντάζεται λίγο το κορμί του Παναγιωτάκη, εκείνη ακόμα πέφτει, συνεχίζει να πέφτει κι έχει αρχίσει πια να φοβάται ότι δεν υπάρχει σωτηρία σ’ αυτήν την πτώση, κάνει την προσευχή της, γδέρνεται στα βάτα τα αγκαθωτά, την πληγιάζουν από παντού πέτρες, πέφτουν κοτρώνες από ψηλά σύρριζα στο κεφάλι της, στον ώμο, στις πλάτες.
«Τις ρίχνει το νεκρό παιδί που ‘σκασε μύτη μέσα από κάποια κουφάλα ενός παλιόδεντρου και μ’ εκδικείται που το αψήφησα», σκέφτεται και βογκάει, «πάτησα το λημέρι του».
Πέφτει, ουρλιάζει, πουθενά δεν μπορεί τώρα να γαντζωθεί, το ‘να της χέρι γδέρνει το χώμα, ματωμένο, το άλλο το χέρι κρατάει ακόμα το χεράκι.
Πόσο κράτησε η πτώση; Πήρε φαλάγγι όλη την κατηφόρα και τίποτα, καμιά ψυχή του ρέματος δε βρέθηκε να σταματήσει τα δυο παιδιά. Κόλλησαν στη γούβα, εκεί που η κατηφόρα τελειώνει, στις παρυφές του λαγκαδιού. Η Μαργαρίτα μάλλον λιποθύμησε κι έμεινε αναίσθητη για λίγο. Δε θυμάται πόσο. Άνοιξε τα μάτια της και ήταν νύχτα. Το σώμα της να μη νιώθεται απ’ τον πόνο. Σίγουρα κάποια κόκκαλα σπασμένα. Πρώτη σκέψη: ο Παναγιωτάκης. Το χέρι της του κρατάει ακόμα το χεράκι. Δόξα τω Θεώ, το παιδί είναι εδώ. Το παιδί είναι μαζί της. Το κράτησε, το έσωσε. Δεν γλίστρησε στο ρέμα όπως το νεκρό παιδί. Δεν τον έφαγε η άβυσσος.
«Παναγιωτάκη; Παναγιωτάκη;»
Σηκώνει το κεφάλι κι ο Παναγιωτάκης δεν απαντά. Προσπαθεί μες στο σκοτάδι να δει και βλέπει μόνο σκοτάδι. Ίσκιους δέντρων, ίσκιους του φεγγαριού, που μόλις ανέτειλε. Προσπαθεί κι άλλο, να συνηθίσει το μάτι της το γατήσιο τη νύχτα κι αυτός ο ίσκιος που του κρατάει ακόμα το χέρι ξεχωρίζει σιγά – σιγά. Μπρούμυτα ο Παναγιωτάκης έχει το κεφάλι του χωμένο στο χώμα. Δε σηκώνεται, δεν αντιδρά. Τα πόδια του τσιτωμένα προς την ανηφορική μεριά, το χεράκι του στο χέρι της. Το άλλο χέρι στραπατσαρισμένο από χτυπήματα χάσκει στο χώμα. Κοιτάζει πιο προσεκτικά. Κάτι σκούρο στο κεφάλι του, υγρό. Κάτι κουνιέται στο κεφάλι του. Ο Παναγιωτάκης δεν κουνιέται. Μόνο ένα σκούρο ρευστό φεγγαρόφωτο αναδεύει πάνω στο καύκαλό του.
Ουρλιαχτά σκίσαν το ρέμα εκείνη τη νύχτα.
Ήταν η νύχτα ενός Σαββάτου που επιτέλους η Μαργαρίτα μετά από τόση αναζήτηση αντίκρισε το νεκρό παιδί.
«Αν δεν τον κράταγα τόσο σφιχτά, μπορεί και να ζούσε, το πουλάκι μου!», μου έλεγε ξανά και ξανά.
Σπίτι της, απόγεμα, στο σαλόνι. Έχει πέσει σκοτάδι, δεν ανάβουμε φως. Τα δάκρυα της στάζουνε στο τρίχωμα του γάτου κι αυτός τινάζει το κεφάλι και πηδάει κάτω ακονίζοντας τα νύχια στο χαλί.
«Θα ζούσε. Αν δεν τον κράταγα…».
jiagogina - ΓΔ
απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα που έγραψα το 2007 με τίτλο ΖΕΡΟ. Το κεφάλαιο αυτό, το 12, με κ΄άποιες αφαιρέσεις ώστε να έχει θέση διηγήματος, πήρε έπαινο στο διαγωνισμό ΛόγωΤέχνης "11 λέξεις" (Απρίλιος 2013) -ελαφρώς παραλλαγμένο και λόγω περιορισμού λέξεων.
Εκδόθηκε, μαζί με όλα τα βραβευμένα διηγήματα από τις εκδόσεις Καλέντης.