25.6.24

Καραγάτσειο, ΑΛΕΞΗΣ ΓΟΥΔΑΣ

 


Α! κύριε, κύριε Καραγάτση,
ποιός θα βρεθεί να σας την κάτσει,
μικρός εσείς και μεις μεγάλοι
κράχτες στα σόσιαλ παπαγάλοι!
Τους τρόπους και τους χαρακτήρες,
λασπόνερα σε ανεμιστήρες
σας έχουν προ πολλού λερώσει
μα σεις στέκεστε εκεί στο πλάι
δίχως το αυτί σας να ιδρώσει.
Σεις, ζηλευτή αρρενωπότης
και περιποιημένη φάτσα.
Την αφοπλιστική γκριμάτσα
από τη μια μεριά θα βάλω
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα ανάλαφρη αρβύλα
την πανηλίθια κορεκτίλα
πάτημα, βήματος αιόλου
του κάθε πικραμένου κώλου.
Α! κύριε, κύριε Καραγάτση,
ποιός τελευταίος θα γελάσει;


ΑΛΕΞΗΣ ΓΟΥΔΑΣ



Δάνειο από το Νέο Πλανόδιον με τις ευχαριστίες μου 

23.6.24

Αντώνης Ζέρβας | Διάλογοι με τον Αρχίλοχο


 

Kράτησε εαυτέ μου, κράτησε.

Το πρόβλημα δεν είναι οι εχθροί σου,
όπως για τον Αρχίλοχο καλή του ώρα.
Αυτούς μπορείς να τους καταπαλέψεις,
αρκεί να πέφτουν πάνω σου ένας ένας.

Δεν πρόκειται για τη χαρά ή την απόγνωση
της νίκης και της ήττας έξω ή μες στο σπίτι.
Όχι! Μα τα ΄χουν έτσι καμωμένα πλέον
ώστε να μην υπάρχει χώρος για κανένα,
αν δεν φορέσει μέσα του συνθετική φανέλλα
κι αν δεν συγυρισθεί με τη σκουφέτα
της κοπαδιάρικης, σκυφτής, αναίματης αξίας ∙
αλλιώς, μπροστά αποκλεισμός και πίσω τρέλα.

Κράτησε εαυτέ μου, κράτησε,
Γιατί σε ξέρω πια ∙ ποτέ δεν θ΄ασπασθείς
τ΄αόρατο χέρι της κουλής Κυράς
που όλοι τρέχουν να κατασπασθούν
και όλους διωματάρικα τους κυβερνάει.

(Από το ποιητικό βιβλίο του Αντώνη Ζέρβα «Διάλογοι με τον Αρχίλοχο -Ίαμβοι», εκδόσεις Περισπωμένη, Αθήνα 2016. Το ποίημα μεταγράφηκε στο μονοτονικό σύστημα) 

.....


Ο Αντώνης Ζέρβας (1953-2022) γεννήθηκε στον Πειραιά το 1953. Σπούδασε κοινωνιολογία της λογοτεχνίας στο Παρίσι και αγγλική φιλολογία στο Λονδίνο (1970-1980). Οι δύο μεταπτυχιακές του εργασίες αφορούσαν στη «Λειτουργία της αναπαράστασης στα Pisan Cantos του Έζρα Πάουντ» και στα «Προβλήματα των ευρωπαϊκών πρωτοποριών του 20ού αιώνα: Ιμαγισμός και Βορτικισμός», αντίστοιχα. Το 1978 άρχισε υπό τη διεύθυνση του Henri Meschonnic τη διδακτορική του διατριβή με θέμα: «Η μετάφραση ως δομική δύναμη των Cantos του Έζρα Πάουντ», η οποία έμεινε ατέλειωτη. 

Μετά τη στρατιωτική του θητεία (1980-1982), ανέλαβε καθήκοντα συμβούλου διευθύνσεως στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών και ανέπτυξε ποικίλη δράση στον τομέα των πολιτιστικών θεμάτων τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Από το 1984 εργάστηκε στο μεταφραστικό τμήμα της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1972 με τις δύο ποιητικές συλλογές Τετράδιο και Τελχίνες, ουσιαστικώς όμως το πρώτο βιβλίο του ήταν η Ανάσταση της Κυρά Τσίνης (Καστανιώτης, 1983). Συνεργάστηκε με τα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, αρχής γενομένης από τη Συνέχεια (1973), και συμμετείχε στη συντακτική επιτροπή των περιοδικών Χώρα (1977) και Ίνδικτος. Είχε συμμετάσχει επίσης ως ομιλητής σε πολλά συμπόσια και συνέδρια. Τακτικός συνεργάτης της κυριακάτικης Καθημερινής και της κυριακάτικης Αυγής. Το μεταφραστικό του έργο συμπεριλαμβάνει Αμερικανούς, Γάλλους, Εγγλέζους και Ιταλούς ποιητές, φιλοσοφικές και φιλολογικές μελέτες. Τα Άσματα της Πίζας του Έζρα Πάουντ ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Μετάφρασης 1996.


το δανείστηκα από το https://booksitting.gr/2024/06/23/antonis-zervas-dialogoi-me-ton-arxiloxo-6-2024/

με τις ευχαριστίες μου


17.6.24

Οι χαμογελαστές πόρτες

 



ΠΟΡΤΕΣ

1.

Κάθε σπιτι έχει μια πόρτα. 

Αλλα…

Οι καλύτερες πόρτες είναι αυτές που χαμογελούν. 

Γιατί…

Γίνονται γρασίδι  για το μπουσουλημα των μωρών

Γίνονται φρεσκοψημένα μπισκότα που σε περιμένουν στο τραπέζι

Γίνονται η ευκαιρία να εισέλθεις στο μυστήριο -γιατί το κλειδί των χαμογελαστών σπιτιών είναι πάντα στην πόρτα 

Κι αν το μυστήριο χαμογελάσει σε καλεί κοντά του

Όχι για να το λύσεις αλλά μέσα του να αναλυθείς


Τα μυστήρια όπως και τα σπίτια  είναι ανεπίλυτα χαμόγελα


ΓΔ - jiagogina

12.6.24

Τομής Νικηφόρου, Είμαι όσα μου δόθηκαν



 είμαι όσα μου δόθηκαν


είμαι όσα μου δόθηκαν

μια στάλα κόκκινο στο απέραντο του μπλε

ένα ελάχιστο κομμάτι από το τίποτα

ήχους του κάποτε στον άνεμο σκορπίζω

με το δικό μου όνομα

γράφω για τον δικό σας πόνο

που ούτε δικός μου είναι ούτε δικός σας

δεν είμαι εγώ λοιπόν που σας μιλώ

γιατί εγώ είμαι όσα μου δόθηκαν

γιατί εγώ δεν ξέρω καν ποιος είμαι

τώρα απομένει να επιστρέψω

εκεί που κάποτε ξεκίνησα

να επιστρέψω εκεί που οφείλω

το εγώ που είμαι

και που ποτέ δεν γνώρισα


(από τη συλλογή Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο, 1999)

3.5.24



Καθημερινές ιστορίες σπάνιων στιγμών 

ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Καποτε στο ταβερνείο του Σεραφείμ, βγαλμένο από άλλη πεντηκονταετία. Τρώμε και πίνουμε και μιλάμε μαζί  του για ύδατα, ανέμους και αλλα θαυμαστά. Γελάμε. Ο Σεραφείμ ξάφνου μου προσφέρει Φλεβάρη μήνα δυο εκπαγλου σκοτεινιας κατακόκκινα τριανταφυλλα. Είναι νύχτα, ο Σεραφείμ γελάει βροντερά με εκείνο το αβυσσαλέο   γέλιο και κόβει με το ψαλίδι σαν χορευτής θαυματοποιός δυο κατακόκκινα ρόδα. Τα τυλίγει σε ασημοχαρτο.  Είναι το δώρο μου απόψε. «Παρ’ τα»,μου λέει, μοσχομυρίζουν». 
Τα παιρνω σχεδόν με οδύνη. 

Τα ρόδα στο γυάλινο βαζάκι δίπλα στο νεροχύτη. Πλένω, ξεπλένω πιάτα  και τα θαυμάζω. Μελετώ την ώρα που θα μαραθούν προσεκτικά, μην τα πετάξω νωρίτερα κι έχουν ακόμα  ανθό  να προσφερουν…. Και καθώς περνούν οι μέρες, τα ρόδα αντέχουν και δεν μαραίνονται. Κι όταν επιτέλους ρίχνουν τα πέταλα δεν μου κάνει ξαφνου καρδιά να τα πετάξω. Κοιτάζω προσεκτικά. Αχά! Έχουν  βγάλει ρίζα!

Τα φυτεύω μαζί  στο γλαστράκι. Την άνοιξη τα βγάζω στον κήπο.  Μαζί στην ίδια γλάστρα. Περνάει ο πρώτος χρόνος. 
Τα μεταφυτεύω σε γλάστρα. Πάλι μαζί.. Μεγαλώνουν.
Περνάει ο δεύτερος χρόνος 
Την τριτη άνοιξη δίνει  το καθένα ένα λουλούδι . Μικρό, αδύναμο, φλογερό, σχεδόν μαύρο. Τα γιατροπορευω και τους μιλώ. «Μεγαλώστε, δώστε ύψος, λαβώστε τους πόνους, απλώστε μίσχους».  
Τον τέταρτο χρόνο τα δίνω στη γη.  Έτσι με τις ρίζες  σγκαλιασμενες. Αρχίζει η μάχη με το χώμα. Βαθαίνουν οι κλώνοι,  σχεδόν βογκάν, οργάζουν, πασχίζουν, ανθοφορουν…
Κι έρχεται εντέλει  ένα σήμερα. Μάης μήνας πάλι,  Μεγάλη Παρασκευή. Χαμένα  τα χρονια μου και το μέτρημα. Ταπεινωμενο το μυαλό στην αναμέτρηση με το χρόνο. Μόνο ο  κύκλος των εποχών παρών.  Κι  αυτά τα ρόδα να γκρεμίζουν  ξανά όλους τους γκρεμούς. 
Για μια στιγμή; 
Ναι, για μια στιγμή.

ΜΥΣΤΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ:  η αγάπη είναι ένα Μαζί  σπάνιων στιγμών.
ΓΔ


12.4.24

Δεν πιστεύω

Κωνσταντίνου Παρθενη, Η αποθέωση του Αθανασίου Διάκου 


 Δεν  πιστεύω σε ένα θεό χωρίς  άνθρωπο ούτε σε άνθρωπο χωρίς θεό 

Πιστεύω στο φως που τρυπώνει στο κενό το ακένωτο το ομοούσιο του Κόσμου . Σ’ αυτό το φως της ποτιστικής θεότητας με ανθρώπινο χέρι κηπουρού συνηγορώ. 

Αλλα και χωρίς άνθρωπο το φως δύναται να εξανθρωπίσει την αγλωσσία. 

Και σίγουρα τότε  ο εξανθρωπισμός θα μιλάει ελληνικά 


Jiagogina 11/4/24

30.3.24

τέχνη μου πιστή

 

Τ

Τέχνη μου πιστή
τέχνη μυστική κάνε το Αδύνατο που αδυνατώ κάνε το Δυνατό Να ανθίζουν τα λουλούδια πάνω στα κύματα και να λαλούν τραγούδια πάνω στα μνήματα να ταξιδεύει το τρεχαντήρι δίχως τον ίσκιο του και να τρυπώνει το μολυτήρι μέσα στο δίκιο του

12.2.24

Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος: Μειοψηφίες κατά πλειοψηφιών, “κοινοτισμός” κατά Δημοκρατίας

 «Γίνονται φοβερά, εντελώς μεσαιωνικά πράγματα με την παρένθετη μητρότητα», λέει ο κ. Κωνσταντακόπουλος

12 Φεβρουαρίου



Ο αρθρογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, υπεύθυνος του blog www.konstantakopoulos.gr, μιλώντας στον 98.4 με αφορμή το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια, υποστήριξε πως «το αγγλοσαξονικό μοντέλο του πολέμου όλων εναντίον όλων, της κατακερματισμένης κοινωνίας, του “communautarisme” με τη γαλλική έννοια (ορισμένοι το μεταφράζουν tribalism στα αγγλικά), δηλαδή μια κοινωνία νοούμενη ως άθροισμα κοινοτήτων, ομάδων και φυλών, επιχειρεί να διαλύσει το ρεπουμπλικανικό, δημοκρατικό μοντέλο του κράτους-έθνους που προέκυψε από τη Γαλλική Επανάσταση, εκεί όπου η βασικότερη ιδιότητα κάθε ανθρώπου είναι η ιδιότητα του Πολίτη. Τα κοινωνικά κινήματα διαλύονται έτσι στα κινήματα των ταυτοτήτων, η (πραγματική) Αριστερά, έργο της οποίας θα έπρεπε να είναι η ένωση της κοινωνίας κατά του μεγάλου Κεφαλαίου και του Καπιταλισμού, καταστρέφεται, γίνεται μια μη κυβερνητική οργάνωση προώθησης διαφόρων υποθέσεων, καθώς πάμε από την πάλη των τάξεων στην πάλη των φύλων και των φυλών».  

.η συνέχεια ΕΔΩ


3.2.24

Χλόη Κουτσουμπέλη, Οι Γατες στην Παλαιστινη

 



Οι γάτες που περιπλανιούνται στη Λωρίδα είναι κόκκινες.

Έχουν ονόματα νεκρών παιδιών.

Τριγυρίζουν μέσα στα χαλάσματα

με τα μαλακά τους πέλματα

διασχίζουν το σεληνιακό τοπίο.

Οι γάτες στην Παλαιστίνη είναι φουσκωμένες με τοξικά αέρια

όμως κάποιος μπορεί να μετρήσει τα κόκκαλα στη ράχη τους.

Τις νύχτες ξεσκίζουν με τα νύχια το φεγγάρι

κυνηγούνε τις ουρές τους, ουρλιάζουν, αιωρούνται,

σχηματίζουν τεράστιο μπαλόνι,

στάζει αίμα,

ο αέρας το παρασύρει στις Άλλες Χώρες

όμως κανείς δεν το  βλέπει στον ουρανό.

.

Λάθος.

Αυτό είναι λογοτεχνία.

Δεν υπάρχουν γάτες πια στη Γάζα.

Σε λίγο άλλωστε ούτε μικρά παιδιά.

Δημοσιεύτηκεστις 3/2/24  στο περιοδικό   ΠΕΡΙ ΟΥ απ' όπου και το πήρα με ευχαριστίες

2.2.24

επιστολή


 (Θραύσματα ενός ποιήματος που δεν έχει ακόμα γραφτεί) 


IV

Επιστολή  της  Ιεραργώς στην αδερφή της


Όταν εσύ πονάς το σώμα μου το νιώθει κι αρπάζει φωτιά.  Οι δικοί σου πόνοι είναι και  δικοί μοι γιατί εγώ πόνους δεν γεννάω δικούς μου πια. Όμως έχω τόσους αντίλαλους οδύνης  στο μεδούλι της μνήμης  μου κι αυτοί μου υφαρπάζουν καθε χαρά όταν ξεσπάνε αναίτια και απροειδοποίητα χωρίς καμία αφορμή.

Νομίζω πως αν πατήσω γερά στα χνάρια που άφησες  πίσω μου -ή  μπρος  μου;-  θα καταφέρω να σε νιώσω, να σε συντροφέψω στη βαριά σου θλίψη, ίσως κιόλας να τη γιατρέψω.  Εμείς αυτή την ίαση σπουδάζουμε, γιατί το παρελθόν μας διώκει και διαρκώς το επουλώνουμε. 

Θέλω να σε μάθω κι εσένα,  μέσα στην αναχρονία μας, να επουλώνεις το παρελθόν, γιατί αυτό  είναι το φάρμακο όλων των πόνων, αδερφή μου.  

Ο κόσμος σου πεθαίνει.   

Αποφορά  τριγύρω, τίποτα αλλο.

Έλα στον κάμπο του Δαμαρανδί, να δεις το κυανό αγκαλιά με το  κύμινο, πώς ελευθερώνουν   ομολογίες  ψιθυριστές  της παλαιός   ξαστοχιάς, πώς ψηλώνουν οι παπαρούνες εν μιά νυκτί καλύπτοντας με αγιασμένο αίμα όλα τα λάθη, όλα τα πάθη.

Έλα στο Βιλεάν το όρος το βράδυ,  να ακούσεις  τις πευκοβελόνες  να τραγουδούν, να εξαπολύουν φυγή πράσινη στο στερέωμα και όλα  τα φίδια του βουνού να σηκώνονται όρθια  και να χορεύουν τα αρχαία   μονοπάτια.  

Άντεξε να παραστείς στον  κόσμο που ζει ταυτοχρονα με  την ανυπόστατη  κοινή μας  μοίρα. Να κλάψεις από χαρά που υπάρχει. Όχι με ελπίδα . Σε κανένα μέλλον, να ξέρεις, δεν θα βρεις παρηγοριά.  Καμίας καταστροφής λύτρωση δεν είναι ο θάνατος.   Αλλά συναινεί η ζωή  στο απειροελάχιστο. Στη μια στιγμή.  Τσάκωσέ την με το νύχι σου το κοφτερό  της γάτας, πουλάκι που δεν πρόφτασε  έρωτας που δεν αλήτεψε,  πιάσε τη. Χώρεσε τη σε ένα τρίμμα, σε ένα κρατήρα πιώμα, σε Άγια  Μετάληψη.   Κι εγώ εδώ μαζί σου.   

Χορδές  παλλόμενες,   φίδια του  Βιλεάν, ακέραια σώματα, να λικνίζουμε  απόψε το  ανεπαίσθητο κροτάλισμα των πεύκων. 

Ένα κορμί.

28.1.24

το πούπουλο μιας χήνας

 

 Θραύσματα ενός ποιήματος που δεν έχει ακόμα γραφτεί


Εμείς οι  θνητοί  της θερινής αστροποντίδας

 ΙΙΙ

Θυμούμαστε πάντα. Γαλουχηθηκαμε από παιδιά  στην ανάμνηση.  Η μόρφωση μας είναι αναμνηστική. Αγγίζουμε τα πράγματα με τ’ αχορδαχτυλα κι έρχονται μέσα μας εικόνες  - θραύσματα, εικόνες - θύρες, εικόνες - κλειδωνιές, που σιγά -σιγά ξετυλίγουν κοχλιες   κι αποθέτουν στ’ αυτί τόση χαρά και τόσο πόνο.    Τι αλλο είναι η ζωή; Ένα παραθυρμα με τόσα ροπτρα που ανοίγει στου καθεμιανού  τον πηγαιμό  ενα στασίδι. Κι εκεί αρχίζει ο βίος κι η μνήμη αυγατίζει.

Κι όσα  είναι παρελθόν κι όσα είναι μέλλον ανοίγουν βημα δεξί κι αριστερό και βαδιστής το σώμα οργώνει  φρέσκια αναπνοή ευγνωμοσύνης. Αυτό  είναι όλο.   Ούτε σπουδαία έργα, ούτε ποίηση θαυμαστή.  Ούτε δρόμοι καινούργιοι. Μόνο αγράμπελη. Επαγγελομαστε Ενεστώτα.

Κι όντας αποξεχνιομαστε λυσιμελεις στο τέλος,  εισέρχεται στον ουρανίσκο η νάρκη που παλιά την λέγαν θάνατο. Τώρα τη λέμε υδρόμελο, τη λέμε  φωταψια ανέπαφη. 

Κι όσα τα παίρνει η γη τα λούζει χώμα. Όσα φυσάνε σταχτες   τα φέγγει η φλέβα. Δικη μας, αλλωνών, προγόνων προπατόρων ή εγγονών, ποιος ξέρει.  Θνητός σαν είσαι το λίγο πάντα πίνεις. Ποιος ξέρει το πολύ του κόσμου να το πει; Ποιος είναι τόσο πιωμένος να μεθύσει σα θεός; Το ξέρουμε αυτό καλά πια τόσες αστροποντίδες. Τιμούμε το άγιο σκεύος του κορμιού. Κι όταν σωπάσει το σμιλεύουμε καμπάνα. Μάχιμος χρόνος να ναι ο θάνατος μας. Προσωρινός σαν ύπνος. 

Τα πιο βαρια μνημόνια, να  το θυμαστε  ΄σείς, προπάτορες, τα ζωγραφίζει στον αέρα  το πούπουλο μιας χήνας που πέφτει απ’ το κατάρτι στο κατάστρωμα. Το πλήρωμα όσο μπορεί θα το λαμπρύνει   με γραφή κι ανάγνωση, αλλά η  αγριόχηνα στο μεταξύ  έχει φύγει . 

Λάμνει  διαρκώς προς τον δικό της ζεστό  νότο.

jiagogina

29/1/24



Αναμνήσεις από ένα ποιημα που περιμένει να γραφτεί

 


Αναμνήσεις από ένα  ποιημα που περιμένει να γραφτεί 


II.


«Ο Ωρίων βαδίζει ξανά στις θάλασσές μας»


Έναστρη η θάλασσα ανασταίνει τα εξαφανισμένα  κήτη. 

Η φάλαινα φυσητήρας στον πελαγίσια ουρανό καλπάζει σαν Άγγελος κι η ουρά της ραβδίζει μυριάδες άστρα. 

Κανένα αστροπλοιο δεν μπορεί να την προσπεράσει. Όλοι οι κομήτες τη σέβονται. Κι εμεις οι κοινοί  θνητοί τα βραδιά της πανσέληνου θυσιάζουμε όλες τις χαρές του φεγγαριού για να την αγναντέψουνε έτσι μόνη να περιίπταται μέσα μας και να δακρύζει από χαρά.

Έχει περάσει ανεπιστρεπτί  ο καιρός που ο όμορφος Ωρίων καυχιόταν για τα άσφαλτα βέλη του. Τώρα περιπατεί στα νερά απρόσβλητος από δόλο.  Αθάνατος με τον τρόπο του κι εκθαμβωτικά μοναχός. 

Κι όλα τα πλάσματα  περιούσια στα πόδια της Αγίας Υπομονής γλείφουν πληγές αιώνων κι αιώνων για να γειανουν τον πόνο της Αγίας που ακόμα υποφέρει στο σώμα από τις αναμνήσεις τόσων μαρτυρίων. 

Μη με ρωτήσετε αν ζουμε πάνω ή κάτω εμείς εδώ, δεν ξέρω να σας πω. Έχει παρέλθει  ο καιρός  που τα νομίσματα να ρίχναμε στη γη για να αυγατισουν. Όταν τα ρίξαμε στον ουρανό ο θολος χάθηκε κι αρχίσαμε να βλέπουμε αλλιώς τον πλούτο. Κι ο κόσμος έγινε σου χέρι μας ένας μικρός σβώλος ατμισμένος από ανάσες αγριόχηνας.

Jiagogina 

28/1/24

23.1.24

ΠΑΙΔΙ ΜΕΛΤΕΜΙ



 ΠΑΙΔΙ ΜΕΛΤΕΜΙ


Χαράζεις τώρα τρυφερά ένα γέλιο
κι η κόχη των χειλιών σου λίγο τρέμει
Ξυπνάς ξαγριεύεσαι, Παιδί Μελτέμι,
ρημάζοντας των πόνων το θεμέλιο.
Λίγο να σε κρατήσω θέλω, τέλειο,
καθώς ψηλά φυσομανούν ανέμοι
στον θεριεμένον ήλιο χωρίς γκέμι
να σπέρνεις των φιλιών σου το ευαγγέλιο.
Λίγο να σε κρατήσω θέλω, ωραίο.
Επάνω ο ουρανός να πνέει ξένος
κάτω ν' αναστενάζει το Αιγαίο,
κι εσύ, ανάμεσα, του Αυγούστου μένος,
μόνο να μου γελάς ερωτευμένα
για μια στιγμή να μοιάζειι ο κόσμος Ένα.
jiagogina

ΧΑΛΕΠΙΟΣ ΠΕΥΚΗ



ΧΑΛΕΠΙΟΣ ΠΕΥΚΗ 

Ποτέ δεν ζήσαμε χωριστά. 
Κι όταν πέθανε βρέφος μεγάλωνε μέσα μου σε άβατο πένθος μεταξωτό. 
Κι όταν μεγάλωσε πολύ ξαναπέθανε. 
Κι ήταν πάλι βρέφος μα είχε άλλο σώμα. 
Με τόσο θάνατο τι να ‘κανα λαγκάδιασα κι εγώ μέσα στην τύρφη στα καμένα 
Κι έγινα κόκκος της 
Κι εκείνη πάντα εδώ αγέννητη νεκρή και γεννημένη 
Μεγάλωσε 
Ξανά 
Και πάλι πεύκη 
Αγριόριζα στο ρήγμα της πατρίδας μου  
Πριν φύγει 
Πέρασαν ασάλευτες ώρες 
Να μιλάμε μαζί 
Για της Μιράντας το σφαγμένο κορμί 
Το ελπιδοφόρο σώμα του έρωτα 
Τόσες αντοχές που έχει να υποτάσσεται στη ζωή 
Μέχρι να επαναστατήσει με θάνατο. 
Και τον Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν 
Που ακόμα και στους εξολοθρευτές δίδασκε παραμυθία -λες και τα παραμύθια μπορούν να εμποδίσουν την ανθρώπινη κακουργία- 
Και το Erbarme Dich που το μουρμούριζε λικνίζοντας ελαφρά τον κορμό 
Όχι με μετάνοια μάλλον με την ταπεινότητα που αρμόζει στα αιωνόβια 
Κι ο Γιόχαν Σεμπάστιαν λίγο πιο πάνω στο οροπέδιο να τη διευθύνει στην εκκλησία του ουρανού 
Ηδυσμένος ο λόγος της χαλέπιας πεύκης 
Κέντημα στον ψίθυρο των κέδρων 
Στης αγριοσυκιάς το εκκωφαντικό Αεί καρδιοχτύπι 
Η μνήμη της μια Νέα Ευγονική 
Πεύκη μου αδέρφι μου 
Τόσα τα μυστικά 
Πού να προλάβεις να τα μιλήσεις 
Ποιας μήτρας να γίνουν λαός 
Μέλλον το παρελθόν
 Και το παρόν ένα ανάερο ζύγι στο σώμα σου το αδιαπραγμάτευτο 
Λιγνό Στιγμιαίο Αρχέγονο Δάσος 
Στους χαλεπούς καιρούς ένα Αμήν
 3/9/23 
jiagogina


πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Περί Ου

Ένα ποίημα για το Γήρας


Το γερασμένο πρόσωπο βυθίζεται σε μια λιακάδα

Μια ίριδα μια κόρη μια κοπέλα 

Κι έχει για μαλλιά   μίσχους ρολογιας ανεστραμμενης

Ποσο κοντά στη χλωροφύλλη γερνώ,  σκέφτεται,  και φθονεί  την αντοχή   της πασιφλωριας


Μετά κοιτάζει μια φωτογραφία και δεν την αναγνωρίζει. 

Το νέο το πρόσωπο προτού γεράσει είναι άλλη ύπαρξη 

Και κάπου έχουν συναντηθεί 

Σε ένα χαντάκι με νερό σε ένα λαγούμι  χιόνι 

Είπε:

Κρατα αυτή την εικόνα γιατί έφυγε έγινε καπνός δεν την προφταινεις 

Κρατα την λέει ακόμα 

Να χεις να θρηνείς  και να  γέρνεις στη μοναξια της κλαιουσας 

Εσυ να παίζεις χιονοπολεμο ξεκαρδισμενη από τα γέλια  

Κι ο Νίκος με τον Πανο

Να ρίχνουν τούφες χιόνι  καταπάνω σου

Πάνω σε κεινη την αστραφτερή στιγμή που ήσουν εσυ 

Γιατί τώρα  κυλιέσαι με τα τέσσερα στο λευκό κιλίμι του χιονιού  

Και στρίβεις το κεφάλι για να αποφύγεις  μια μπάλα χρόνου

ΓΔ -jiagogina



21.1.24

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ, ΧΙΟΝΙ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ




 [Μνήμη Γιάννη Κοντού (1943 - 21/1/2015). Ένα ποίημά του Γιώργου Θεοχάρη δημοσιευμένο στο αφιέρωμα του ηλεκτρονικού περιοδικού Χάρτης στον ποιητή]

ΧΙΟΝΙ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
μνήμη Γιάννη Κοντού
Ήτανε ζωντανός με το μεγάλο του κασκόλ
στ’ όνειρο, μα ήξερα ότι δεν ήταν.
Ακολουθούσαμε μια κηδεία αγνώστου,
χειμώνας καιρός κι είχε χιονίσει τη νύχτα.
Το μάτι του λαμπύριζε. Παιδί με φαντασία ενήλικα,
καθώς οι ποιητές.
«Τι κάνεις Γιάννη;» τονε ρώτησα, «πώς είναι εκεί κάτω;»
«Έχει στον κάτω κόσμο άνοιξη, βρε Γιάννη;
έχει ανθισμένες κουτσουπιές;
Κίσσαβο και Μεταξοχώρι έχεις κάτω εκεί;»
«Δες, σκέψου, φαντάσου, τι υπέροχες ζωές
χιονοσκέπαστες έχει στους τάφους
και παρηγορήσου»
-αποκρίθηκε.
Ξύπνησα λυπημένος.
«Αχ, μωρέ Γιάννη, τι γύρευες
στης Ιπποκράτους τα υψίπεδα;
Της Γεωργίου Γενναδίου και της στοάς
Πανεπιστημίου και Χ. Τρικούπη,
των πεδινών εσύ παιδί,
του κέδρου τα αρώματα ξεχείλιζε η ψυχή σου,
στους χιονισμένους τάφους, Γιάννη, τι γυρεύεις;»
-μονολόγησα…

το δανείστηκα απο τη σελίδα φβ του Γιώργου Θεοχάρη
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...