Η γη παράγει
χώμα για να μας φάγει
Και να δοξαστεί
Γεωργία Δεληγιαννοπούλου
ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
"Έμπρακτα η Πατρίς
αναγνωρίζουσα,
πως στον Αγώνα,
έγραψε,
λαμπρές σελίδες
ήθους και ανδρείας,
ασμένως,
απονέμει στο άξιο τέκνο της,
τιμητικά,
μια άδεια επαιτείας"
Τα κορίτσια αυτοβούλως απήχθησαν από την παιδική τους ηλικία και θυσιάζουν τα αθώα τους μάτια σε εντόσθια τρομερού πένθους και οδύνης. Ζωντανά μοσχάρια ξεκοιλιάζονται μπροστά τους και το αίμα τους ραντίζει τοίχους κουρτίνες και τα άμφια ξένης ηδονής.
Τα κορίτσια γελάνε με χείλη βαμμένα ροζ κι απο τα ματοτσίνορα τους πέφτουν δηλητηριασμένες ανεράιδες.
Στον κάτω όροφο με το παλτό στο χέρι ο χορτάτος πελάτης κοιτάζεται λίγο στον καθρέφτη κι ισιώνει τη γραβάτα του. Μετά αποχωρεί, όπως ένας κοινός υπάλληλος τράπεζης, ο επισκέπτης μιας γιορτινης μέρας, ή ο επιβάτης του τραμ.
Όλα στη θέση τους, σεμενεδακια ενός κόσμου συναινετικού στη λευκότητα της χλωρίνης.
Η καμινάδα του σπιτιού της Μαστροπείας καπνίζει τώρα. Κι έρχονται οι εφοριακοί να εισπράξουν δήθεν τον καπνικό φόρο.
Οι τηλεοπτικοί φακοί καραδοκούν. Πότε θα ξεπροβάλει η ωραία Μαστροπεία; Η απελεύθερη γυμνόστηθη καλλονή;
Γεωργία Δεληγιαννοπούλου
Πού να φύγεις πού να πετάξεις;
Παντού κυνηγημένα πουλιά αόρατοι οι κυνηγοί
Να δραπέτευσε σ’ ένα όνειρο ο άσπρος κότσυφας παρέα με το λευκό τιγράκι;
Σκούριασαν οι τόποι
Σκούριασε κι ο κοχλίας της χαράς
Και συ Ιφιγενεια πού είσαι;
Άφαντος τόπος η Χώρα των Ταύρων
Πώς θα επαναστατήσεις νεκρή;
Γεωργία Δεληγιαννοπούλου
''Αυστηρώς ακατάλληλος'' ποιητικός λόγος, λόγω της ημέρας.
ΨΟΦΙΜΙΑ
Συγγνώμη για τη γλώσσα μου
αλλά η σιωπή μου άνοιξε το στόμα της
μια κάννη εκπυρσοκρότησε
κοράκια κόκκινα ξεχύθηκαν στη νύχτα.
Νιώθω γυναίκα ρε!
Είμαι γυναίκα!
Σε προκαλώ
να με σκοτώσεις εν ψυχρώ
όπως εκείνη
και την άλλη
και την άλλη.
Τι με κοιτάζεις
σαν παράξενο πουλί;
Υπόσχομαι
πως δεν θα χρειαστεί
ν' αλλάξουμε κουβέντα
ως το μνήμα.
Είμαι γυναίκα ρε σου λέω
τι φοβάσαι;
Πυροβόλησε.
Γαμώ τα παντελόνια σας ψοφίμια.
από τη σελίδα φβ του ποιητή
Ριζοβολιά δεν έχει ο πικρός μας τόπος
Βαστά ένα θραύσμα νεαρού φωτός που κάηκε
Δυο στήθη τρυγόνας που μάτωσαν
Τρία μερόνυχτα ρημαγμένης πατρίδας
Χωρίς ανάσταση
Κι ένα ακέραιο κορμί
Να τριγυρνά να μαζεύει διαμελισμένα λάθη
Ώρα για θρήνο τώρα
Μα αν ταξιδεύουν μες στο φως οι οιμωγές
Θα εξεγερθεί κι η στάχτη
Η ποίηση να αληθέψει επιτέλους
Γεωργία Δεληγιαννοπούλου
6/3/23
![]() |
Χαρά Παρθένη |
Πανηγυρίζοντας άπτερες νίκες
Πάντα την εύνοιά μου θα την έλκουν αυτοί
που διατηρούν την έντασή τους
μέσα σ’ ανέμους απόκρυφους
μέσα σε κύβους
και φωταγωγούς
ή στο μολύβι
εκείνοι που βρίσκονται πάντοτε και παντού
τυλιγμένοι μ’ επιδέσμους αλλεπάλληλους
ανοίγοντας πανιά στη μέση της ερήμου
με συνεχείς πλεύσεις προς το άγνωστο
μαζί με τις μορφές που δημιουργεί ο καπνός του τσιγάρου τους
στην ατμόσφαιρα του σούρουπου
για να φέρουν στο φως
τη δική τους αστροφώτιστη νύχτα
τα άτομα δηλαδή
που αρκούνται σ’ ένα ζευγάρι μάτια
αιωρούνται
στροβιλίζονται
σκεφτικοί σαν τον υδράργυρο
αποφασιστικοί σαν το χαλάζι
κι όλο πυκνώνουν το χρόνο
σ’ ένα διαρκές ιλιγγιώδες τρεμόσβημα
ανακατεύοντας την τράπουλα
κουνώντας τα ζάρια και ξαναρίχνοντάς τα
ποντάροντας σ’ ό,τι έχουν και δεν έχουν
πανηγυρίζοντας μ’ ενθουσιασμό
άπτερες νίκες.
Να σε πεθάνω θάνατε
Να σε πεθάνω
μανουσάκια κόβω να σε εκδικηθώ
Ποτίζομαι σε δροσερό σταμνί για να σε αρμέξω
Ξεριζώνω παρελθόν ξεχορταριάζω μέλλον
για τούτη τη στιγμή που τη βασίλισσα μου εσύ προγκάρεις
Και εγώ
με τον στρατιώτη μου θυσιασμένο
σου κλέβω τον αντίλαλο σ’ ένα τραγούδι
ΜΗΚΩΝ Η ΡΟΙΑΣ
Ερωμένη
Μόνη ερωμένη
Το αγόρι μου κάποτε σγουρός έφηβος των Μυστηρίων
Μελαχρινός νιος μετά με ωραίους αρμούς στο Όρος
Αλάνι πάλι χαρούμενο στα σύδεντρα της Αρκαδίας
Ασπρομάλλης παραθεριστής μια φορά στην Αγαπόνησο
Πάντα εραστής
Σγουρό φιλί απήγανου
Κι όρμος λαίμαργης μέλισσας
Με προίκα τόσο έρωτα
Πώς αλλιώς
Κατάστηθα του ανέμου
Γέννησα το άλικο
Και τα σποράκια μου άφαντες
Φευγάτες στιγμές
Επάνω σε κιλίμι ουρανού ανεστραμμένου
Δεν ζήτησαν ποτέ συζυγικά δεσμά από το φως
Ο ΠΛΑΤΥΣ ΔΡΟΜΟΣ
ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΦΥΛΛΟ
H ΦΤΩΧΕΙΑ
Έτσι που ο κόσμος τώρα δα ρημάζεται
-και το ηξερα από πάντα
σχεδόν πριν γεννηθώ
ότι η εποχή μου θα ήταν αυτό εδώ το γκρέμι
κι εγώ ανίκανη να το χτίσω -
Έτσι που ο κόσμος εκπτύσσεται λοιπόν στην αβυσσαλέα προοπτική του
Εγώ ανήμπορη για μέλλον
Οπισθοδρομώ εξ ανάγκης στα πάτρια χωράφια
Τα απούλητα ακόμα και χορταριασμένα
Τα πριν κατοικηθουν από μιαρή ζωή
Τα πριν εγκαταληφθουν στη λησμονιά
Άλμα κάνω ηττημένο προς μια δημοσιά
άγριας μαργαριτουλας
Ουράνια μεν
Αλλά με τόση μοναξιά
Μ’ αγαπά δε μ’ αγαπά ν’ απεργάζεται
Μονογενής κι απόκληρη συντάσσοντας ένα στρατό δακρύων
Ποτιστικής βροχής
ΓΔ
Λημέρι μιας απάτης
Πλούσια σοδειά δακρύων
Θυσίασα πάνω στις πέτρες του
Να τρέχει χωρίς κεφάλι ο πετεινός
Το αίμα του να καίει τα σπλάχνα και το κεφάλι ο δήμιος να πετάει στο χάσμα
Ειπαν για να χτιστεί η ζωή γερή
Ζωή γιαπί
λέω εγώ
Κτίστες χρόνων που λάθεψαν
Ύβριν ελληνική θα αρμολογούν
Μεχρι το ύστατο κτίσμα
Το κορμί
Νέμεση του απήγανου προσδοκώ
Και ζωοτόκο φρύγανο φωσφόρου
Κι ας καεί ο σταχτοτσικνιας μες στις νεφελες
44
Στὴ μιὰ μεριὰ τοῦ χάρτη κάνουν πάρτυ
ἡ glamour fiesta τους θαμπώνει τὸν πλανήτη
θὰ ἀλλάξουν ὅλα, θὰ τὸ δεῖς, ὣς τὴν Τετάρτη
ἀφοῦ ὁ Πρόεδρος ὁρκίζεται τὴν Τρίτη
Ὁ ἐπὶ γῆς Θεὸς ἀλλάζει χρῶμα
κομψὰ ντυμένος μὲ ἕνα στὶλ ποὺ μαγνητίζει
θὰ διώξει βόμβες, πόλεμο κι ἀκόμα
ὅ,τι κακὸ τὴν οἰκουμένη βασανίζει
Θὰ ἀναστηθοῦν νεκροί. Διαμελισμένα
κορμιὰ θὰ ἑνώσουν τὰ χαμένα τους τὰ μέλη
Τὰ σπίτια θὰ ξαναχτιστοῦν ἕνα πρὸς ἕνα
καὶ θὰ διατίθεται πισίνα γιὰ ὅποιον θέλει…
Οἱ βόμβες θὰ ἐπιστρέψουν ὅλες πίσω
ὅταν πατήσει τὸ κουμπὶ rewind κι ἐμεῖς
θὰ ἀναρωτιόμαστε ὅλοι «πῶς θὰ ζήσω
σὲ τέτοιο κόσμο τόσο τέλειας κοπῆς…»
Στὸ Ἀφγανιστὰν θὰ σουλατσάρουνε τουρίστες
ἀπὸ U.S.A, ἀπὸ Europe καὶ Japan
θά ’ναι γεμάτες μὲ χορεύτριες οἱ πίστες
κι οἱ σερβιτόροι θά ’ναι πρώην ταλιμπὰν
Σὲ τέτοιο κόσμο πῶς θὰ ζήσω ποὺ ἔχω μάθει
νὰ βλέπω αἷμα ἐγὼ νὰ ρέει σὲ Blu–ray
Σὲ τέτοιο κόσμο πῶς θὰ ζήσω δίχως λάθη
Πάει καὶ τέλειωσε! Τὸ Σύμπαν καταρρέει…
Αὐτὲς τὶς ὧρες ἴσως θά ’ταν γιὰ καλό μας
κανείς μας τίποτα μὴν πεῖ. Νὰ μὴ μιλήσει
Ἂς κάνουμε ἀπὸ συνήθεια τὸ σταυρό μας
καὶ ἂς μουντζώσουμε μὲ τρόπο πρὸς τὴ Δύση
Περισσότερα στο Νέον Πλανόδιον
Απ’ όπου και η αντιγραφή
σ’ ένα βουνό ψηλά
με κοτρώνες ματωμένες
και αγριολούλουδα που κλαίνε
σε θάψαμε
να ταΐζει το κορμί σου
την ερημιά του μέλλοντος
Καθώς όμως το όμορφο σώμα σου θα λιώνει και θα αυτοδιασπάται εις τα εξ ων συνετέθη
καθώς τα ωραία σου μάτια θα σβήνουν από κάθε προοπτική
χους εις χουν
και συ με παιδεμένη καρδιά θα βογκάς ακόμα με το φύσημα του πρώτου ανέμου
μην ξεχνάς
τα μαύρο σου μαλλί το κορακισιο ακόμα μακραίνει
όπως μακραίνει ο ποταμός στο διάβα της πλαγιάς
κι ας τον πετσόκοψαν
Εσύ πέθανες μα το μαλλί σου συνεχώς μακραίνει
Έτσι είναι η φύση του θανάτου
Να το, κοίτα
πέφτει βαρύ απ’ το βουνό
Θηρίο καταρράκτης
Όποιος νογάει γυμνός μέσα στο φως του θα λουστεί
Έτσι είναι η φύση του θανάτου
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΡΟ