28.3.23

Σοφία Τριανταφυλλίδου: ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



Γιάννης Γκόγκος
Γιάννης Γκόγκος*

Οι πρώτοι άνθρωποι



Είμαι η Λίλιθ.
Το αφράτο χώμα
που μες στους
χωμάτινους μηρούς μου
σαν μέλι γλυκό
σε πόθησα.
Είσαι ο Αδάμ.
Το ξερό χώμα
που αρνήθηκε
την ανάδευση.
Δεν τόλμησες
να εισέλθεις
στις σπηλιές μου
τις υδάτινες.
Τώρα στεγνός
και με λειψό
πλευρό
με φαντάζεσαι
σαν υγρό δαίμονα.
Η κατάρα
του κήπου μας
ένα μείγμα
αόρατο.
Τα παιδιά
διχασμένα
στο φύλο τους.
Ποτέ Εύα
και πότε Αδάμ
οδηγούνται
στο άφυλο.




Η οικογένεια


Η μητέρα μου
είχε για κεφάλι
ένα ταψί .
Εκεί μέσα
της άρεζε
να μας ψήνει.
Συνήθως μας έκαιγε
πολύ ή μας άφηνε
εντελώς άψητους
ποτέ δεν μας κράτησε
στην σωστή θερμοκρασία.
Κάποτε
ο φούρνος
χάλασε.
Πέταξε το ταψί
και δεν ξανασχολήθηκε
μαζί μας.

Ο πατέρας είχε
για κεφάλι
έναν φάκελο.
Μεγάλο και
 πολύχρωμο
μα που δεν έκλεινε.
Μια μέρα μισάνοιχτος
κατάφερε και
το έσκασε με την
πρωινή αλληλογραφία.
Έπειτα από πολλά
χρόνια σ’ έναν παρόμοιο
φάκελο μας ήρθε η είδηση
ότι απεβίωσε.

Ο αδελφός μου
είχε ένα
κεφάλι κόκκορα.
Ευθυτενής
με πολύχρωμη ουρά
και ένα κατακόκκινο λειρί.
Όμως βαρέθηκε
το κοτέτσι μας
και το έσκασε
για ένα μεγάλο
λιβάδι που δεν τον
ήξερε κανείς,
αλλά εκεί
ήταν ο μοναδικός
κόκορας.

Εγώ τα κατάφερα
και έγινα
σπουδαία ζωγράφος
αγαπημένο θέμα:
” Η οικογένεια”.

από το περιοδικό  ΠεριΟυ

*από τη σελίδα φβ του ζωγράφου

26.3.23

Τάσος Μάντζιος, Νικηταράς

 


ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

"Έμπρακτα η Πατρίς

αναγνωρίζουσα,

πως στον Αγώνα,

 έγραψε,

λαμπρές σελίδες

ήθους και ανδρείας,

ασμένως,

απονέμει στο άξιο τέκνο της,

τιμητικά,

μια άδεια επαιτείας"

22.3.23

Κούλα Αδαλόγλου, ΘΕΛΟΥΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΙ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ



ΘΕΛΟΥΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΙ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

Παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Με τα μικρά του δάχτυλα στη φλογέρα
παίζει τα κάλαντα
γελούν τα γαλανά της μάτια
τ' άψυχα χείλη
θρόισμα χαμόγελου
σ' όλον τον όροφο του πόνου.

Στον αύλειο χώρο
πρόσωπα χωρίς μάτια
χωρίς βλέμμα
χωρίς πρόσωπο
πινελιές Παπαδιαμάντη
περνάει αυτός σαν ήχος μελωδικός αναβλύζουν χαμόγελα στις
προθανάτιες μορφές.

Βρήκα στον νιπτήρα
μερικά τριχάκια από το μούσι που περιποιείται.
Πήρε φόρα η απομάκρυνση
και με ταράζει στους πτερυγισμούς.
Μ' ένα βετέξ στο χέρι
και βλέμμα στο κενό.
Θέλουν προσοχή οι αναδρομές."


"Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος", εκδόσεις Μελάνι

21.3.23

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ, ΠΟΙΑ ΜΕΡΑ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ



ΠΟΙΑ ΜΕΡΑ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ἐξ ἀποστάσεως χαιρετισμὸς
γιὰ νὰ διαβαστεῖ στὶς 21 Μάρτη
στὸ Μουσικὸ Σχολεῖο Κομοτηνῆς


Θέλει σκοτάδι ἡ ποίηση γιὰ νὰ γιορτάσει
βαθὺ σκοτάδι σὰν αὐτὸ
ποὺ πλάκωσε τὸν δύσμοιρο Οἰδίποδα
ὅταν νόμιζε πὼς θὰ γλυτώσει τὸν χρησμό
θέλει τῆς Μήδειας τὸ αἱματηρὸ γιορτάσι
ὅταν κατάλαβε πὼς ἔχασε γιὰ πάντα
τὸν γαμπρό
τοῦ Ἀχιλλέα τὴ μαύρη τρύπα τοῦ φιλότιμου
ὅταν τ’ ὡραῖο λάφυρο
τοῦ πῆρε τὸ ἀφεντικὸ ἀπ’ τὸ κρεβάτι

Ὄχι ἡ Ποίηση δὲν εἶναι σχολεῖο κατηχητικὸ
κι ὁ Ποιητὴς ρομαντικὸς γκαρσόνης
ποὺ θὰ μᾶς φέρει στὴ βεράντα τ’ ἀναψυκτικό
Χασάπης τῆς γλώσσας του εἶναι ὁ ποιητὴς
μαυρόψυχος ποὺ καίει τὸ λίπος του
νὰ φτιάξει ἕνα κερί
τὴν Ἐρινύα του πρὶν ἀπ’ ὅλα
νὰ φωτίσει

Νύχτα γιορτάζουμε τὴν ποίηση
μὲ ποιήματα κεριὰ
ποὺ οἱ ποιητὲς ὅλου τοῦ κόσμου
ἔχουν ἀνάψει γιὰ παρηγοριὰ
στοῦ σκοταδιοῦ τ’ ἀπίστευτο
τὸ μάκρος
Κοίταξε γύρω σου καὶ πίσω σου
καὶ δὲς
τί σιωπηλὰ τί ὄμορφα
καὶ τί πολλὰ ποὺ καῖνε
Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα σκέψου
ὅτι καὶ σὺ μπορεῖς ἂν χρειαστεῖ
νὰ φτιάξεις ἕνα




Γι’ αὐτὸ
μὴ μὲ ξαναρωτήσεις τώρα πιὰ
ποιά μέρα ἡ ποίηση γιορτάζει
Τὴν εἰκοστὴ πρώτη Μαρτίου ἁπλῶς τηροῦμε
ἑνὸς λεπτοῦ σιγὴ
ὅλοι μαζὶ πενθώντας
γιὰ ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες
καὶ τὶς νύχτες τῆς ζωῆς μας
τῆς Ποίησης
ποὺ στερηθῆκαν
τὸ κερί

Τὸ σπασμένο εἶναι πιὸ ἀνθεκτικὸ. Ποιήματα 1970-2022, ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 2023, σσ. 373-374.


Η Μαστροπεία

 


Η Μαστροπεία κατοικεί σε ένα μεγάλο σπίτι φρεσκοβαμμένο. Στον πάνω όροφο νεαρά κορίτσια εκδίδονται. Στο ισόγειο γίνονται ολες οι άλλες συναλλαγές.

Τα κορίτσια αυτοβούλως απήχθησαν από την παιδική τους ηλικία και θυσιάζουν τα αθώα τους μάτια σε εντόσθια τρομερού πένθους και οδύνης. Ζωντανά μοσχάρια ξεκοιλιάζονται μπροστά τους και το αίμα τους ραντίζει τοίχους κουρτίνες και τα άμφια ξένης ηδονής. 

Τα κορίτσια γελάνε με χείλη βαμμένα ροζ κι απο τα ματοτσίνορα τους πέφτουν δηλητηριασμένες ανεράιδες.

Στον κάτω όροφο με το παλτό στο χέρι ο χορτάτος πελάτης κοιτάζεται λίγο στον καθρέφτη κι ισιώνει τη γραβάτα του.  Μετά αποχωρεί, όπως ένας κοινός  υπάλληλος τράπεζης, ο επισκέπτης μιας γιορτινης μέρας, ή ο επιβάτης του τραμ. 

Όλα στη θέση τους, σεμενεδακια ενός κόσμου συναινετικού στη λευκότητα της χλωρίνης. 

Η καμινάδα του σπιτιού της Μαστροπείας  καπνίζει τώρα.  Κι έρχονται οι εφοριακοί  να  εισπράξουν δήθεν τον καπνικό φόρο. 

Οι τηλεοπτικοί φακοί καραδοκούν. Πότε θα ξεπροβάλει η ωραία Μαστροπεία; Η απελεύθερη γυμνόστηθη καλλονή;


Γεωργία Δεληγιαννοπούλου 

14.3.23

Ιφιγένεια

 


Πού να φύγεις πού να πετάξεις; 

Παντού κυνηγημένα πουλιά  αόρατοι οι κυνηγοί 

Να δραπέτευσε σ’ ένα όνειρο ο άσπρος κότσυφας παρέα με το λευκό τιγράκι;

Σκούριασαν οι τόποι 

Σκούριασε κι ο κοχλίας της χαράς 

Και συ Ιφιγενεια πού είσαι;

Άφαντος τόπος η Χώρα των Ταύρων 

Πώς θα επαναστατήσεις νεκρή;

 Γεωργία Δεληγιαννοπούλου 

7.3.23

ΧΑΡΗ ΜΕΛΙΤΑ, Ψοφίμια

 ''Αυστηρώς ακατάλληλος'' ποιητικός λόγος, λόγω της ημέρας.


ΨΟΦΙΜΙΑ


Συγγνώμη για τη γλώσσα μου

αλλά η σιωπή μου άνοιξε το στόμα της

μια κάννη εκπυρσοκρότησε

κοράκια κόκκινα ξεχύθηκαν στη νύχτα.

Νιώθω γυναίκα ρε!

Είμαι γυναίκα!

Σε προκαλώ

να με σκοτώσεις εν ψυχρώ

όπως εκείνη

και την άλλη

και την άλλη.

Τι με κοιτάζεις 

σαν παράξενο πουλί;

Υπόσχομαι 

πως δεν θα χρειαστεί

ν' αλλάξουμε κουβέντα

ως το μνήμα.

Είμαι γυναίκα ρε σου λέω

τι φοβάσαι;

Πυροβόλησε.

Γαμώ τα παντελόνια σας ψοφίμια.


από τη σελίδα φβ του ποιητή 

6.3.23

ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ;

 Ριζοβολιά δεν έχει ο πικρός μας τόπος

Βαστά ένα θραύσμα νεαρού φωτός που κάηκε 

Δυο στήθη τρυγόνας που μάτωσαν 

Τρία μερόνυχτα ρημαγμένης πατρίδας  

Χωρίς ανάσταση 

Κι ένα ακέραιο κορμί  

Να τριγυρνά  να μαζεύει διαμελισμένα λάθη 


Ώρα για θρήνο τώρα 


Μα αν ταξιδεύουν μες στο φως  οι οιμωγές 

Θα εξεγερθεί κι η στάχτη 


Η ποίηση  να αληθέψει επιτέλους 


Γεωργία Δεληγιαννοπούλου 

6/3/23

24.2.23

Δημήτρη Α. Δημητριάδη, Πανηγυρίζοντας άπτερες νίκες

 

Χαρά Παρθένη

Πανηγυρίζοντας άπτερες νίκες


Πάντα την εύνοιά μου θα την έλκουν αυτοί

που διατηρούν την έντασή τους

μέσα σ’ ανέμους απόκρυφους

μέσα σε κύβους

και φωταγωγούς

ή στο μολύβι

εκείνοι που βρίσκονται πάντοτε και παντού

τυλιγμένοι μ’ επιδέσμους αλλεπάλληλους

ανοίγοντας πανιά στη μέση της ερήμου

με συνεχείς πλεύσεις προς το άγνωστο

μαζί με τις μορφές που δημιουργεί ο καπνός του τσιγάρου τους

στην ατμόσφαιρα του σούρουπου

για να φέρουν στο φως

τη δική τους αστροφώτιστη νύχτα


τα άτομα δηλαδή

που αρκούνται σ’ ένα ζευγάρι μάτια

αιωρούνται

στροβιλίζονται

σκεφτικοί σαν τον υδράργυρο

αποφασιστικοί σαν το χαλάζι

κι όλο πυκνώνουν το χρόνο

σ’ ένα διαρκές ιλιγγιώδες τρεμόσβημα

ανακατεύοντας την τράπουλα

κουνώντας τα ζάρια και ξαναρίχνοντάς τα

ποντάροντας σ’ ό,τι έχουν και δεν έχουν

πανηγυρίζοντας μ’ ενθουσιασμό

άπτερες νίκες.

22.2.23

Γεωργία Δεληγιαννοπούλου, Παρτίδα



 Να σε πεθάνω θάνατε 

Να σε πεθάνω 

μανουσάκια κόβω  να σε εκδικηθώ 

Ποτίζομαι σε  δροσερό  σταμνί για να σε αρμέξω 

Ξεριζώνω παρελθόν ξεχορταριάζω μέλλον 

για τούτη τη στιγμή που τη βασίλισσα μου εσύ προγκάρεις 

Και εγώ 

με τον στρατιώτη μου θυσιασμένο 

σου κλέβω τον αντίλαλο σ’ ένα τραγούδι 

13.2.23

ΜΗΚΩΝ Η ΡΟΙΑΣ, Γεωργία Δεληγιαννοπούλου

 

 ΜΗΚΩΝ Η ΡΟΙΑΣ


Ερωμένη 

Μόνη ερωμένη 

Το αγόρι μου κάποτε  σγουρός έφηβος των Μυστηρίων 

Μελαχρινός  νιος  μετά με ωραίους αρμούς στο Όρος 

Αλάνι πάλι χαρούμενο στα σύδεντρα της Αρκαδίας 

Ασπρομάλλης παραθεριστής μια φορά στην Αγαπόνησο

Πάντα  εραστής

Σγουρό φιλί απήγανου 

Κι όρμος  λαίμαργης  μέλισσας 

 


Με προίκα τόσο έρωτα 

Πώς αλλιώς

Κατάστηθα του ανέμου 

Γέννησα το άλικο

Και τα σποράκια μου άφαντες

Φευγάτες  στιγμές

Επάνω σε κιλίμι ουρανού ανεστραμμένου

Δεν ζήτησαν ποτέ συζυγικά δεσμά  από το φως




9.2.23

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ, Ο ΠΛΑΤΥΣ ΔΡΟΜΟΣ


 

Ο ΠΛΑΤΥΣ ΔΡΟΜΟΣ

Μια φορά ήταν ένας πλατύς δρόμος που το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο ήταν «Οδός Απωλείας». Είχε την ιδιορρυθμία να ξεκινά από το πουθενά και να καταλήγει στο πουθενά – κοινό χαρακτηριστικό όλων των κοσμοθεωριών και όλων των δυνάμει δρόμων. Η ιδιορρυθμία αυτή του είχε διαμορφώσει ένα μάλλον ανώμαλο οδόστρωμα με κυκλοθυμικές παρακάμψεις, αδικαιολόγητες ενδοστρεφείς στροφές και επικίνδυνες υποσυνείδητες λακκούβες.
Κανένας δεν περνούσε ποτέ από αυτόν το δρόμο, ούτε καν οι τρέχοντες απροσανατόλιστοι τύποι που δεν ξέρουν ποιοι είναι και πού πηγαίνουν και που κανείς δεν ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει την πορεία τους.
Κάποτε όμως, ένα ζεστό βράδυ του Ιουνίου με αστροφεγγιά και σελήνη στο τρίτο της τέταρτο, κάποιος εμφανίστηκε. Ήταν σχετικά νέος και φορούσε πατίνια. Λεγόταν Ερρίκος, ασκούσε περιστασιακά το επάγγελμα του τραυματιοφορέα καλογραιών και είχε την ιδιορρυθμία να μιλά μόνος του, παρ’ όλο που δε βρισκόταν σε καθόλου καλές σχέσεις με τον εαυτό του.
«Αχά! Ένας δρόμος!» είπε, σκαρφαλώνοντας έξω από τη λακκούβα στην οποία είχε πέσει ερχόμενος από την έρημο με μεγάλη ταχύτητα.
«Αχά! Ένας περαστικός!» είπε ξαφνιασμένος ο δρόμος μ’ ένα λόξιγκα που εξομάλυνε κατά τι τη λακκούβα και βοήθησε τον Ερρίκο να σταθεί στα πατίνια του. «Καλέ μου περαστικέ» συνέχισε, «πώς κατάλαβες ότι είμαι δρόμος;»
«Γιατί, δεν είσαι;» ρώτησε ο Ερρίκος καχύποπτα.
«Τώρα και βέβαια είμαι, εφόσον με ονόμασες. Κι εσύ είσαι καλός και περαστικός, εφόσον σε ονόμασα. Έτσι πάει συνήθως. Όλες οι ιδιότητες είναι στιγμιαίες και ισχύουν μόνο αν τις τσακώσεις την κατάλληλη στιγμή και μόνο όσο συνεχίζεις να τις αναγνωρίζεις».
«Δηλαδή, βασικά, πριν και μετά τους προσδιορισμούς, ποιοι είμαστε;» ενδιαφέρθηκε να μάθει ο Ερρίκος, που ήταν επιρρεπής στη φιλοσοφία.
«Α, αυτά είναι τα αναπάντητα προαιώνια ερωτήματα. Εξάλλου, ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο υπάρχουμε κι εσύ ως περαστικός κι εγώ ως δρόμος, για να τα συζητάμε κατά τη διάρκεια της διαδρομής…»
«Πώς βρέθηκες εδώ στην ερημιά;» άλλαξε κουβέντα ο Ερρίκος.
«Είναι μεγάλη ιστορία» αναστέναξε βαθιά ο δρόμος, δημιουργώντας άλλη μια λακκούβα, που δεν περιελάμβανε, όμως, ευτυχώς, τον Ερρίκο. «Έχει να κάνει με κάποιο τυχαίο χωροχρονικό ασυνεχές… Εγώ που με βλέπεις ήμουν για αλλού…»
«Ίδια περίπτωση!» είπε ο Ερρίκος με συμπάθεια. «Και κατά πού πας;»
«Ιδέα δεν έχω» απάντησε αμήχανα ο δρόμος.
«Ίδια περίπτωση» ξαναείπε ο Ερρίκος, με ακόμα μεγαλύτερη συμπάθεια. «Δηλαδή, βρήκα το δρόμο μου! Ας προχωρήσουμε λοιπόν μαζί».
Ο δρόμος ξεκουλουριάστηκε και τεντώθηκε νωθρά.
«Προχώρα» είπε «κι εγώ θα σ’ ακολουθώ».
«Εντάξει. Σε μη φιλοσοφικό επίπεδο, όμως, συμβαίνει, ξέρεις, ακριβώς το αντίθετο…» παρατήρησε ο Ερρίκος.
«Το ξέρω. Δεν έχει όμως καμιά διαφορά το αποτέλεσμα» είπε ο δρόμος.
Πράγματι: προχώρησαν σε φιλοσοφικό επίπεδο αρκετό καιρό μαζί, πηγαίνοντας πότε δεξιά, πότε αριστερά, πότε ευθεία μπροστά, πότε πισωγυρίζοντας – και, βέβαια, ούτε και οι αλλαγές κατευθύνσεων επηρέασαν στο παραμικρό τον τελικό τους προορισμό: το πουθενά.
Ηθικό δίδαγμα: Το ταξί είναι τουλάχιστον πιο άνετο.

(Από το 40 ΚΑΠΩΣ ΠΕΡΙΕΡΓΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, εκδόσεις ΡΟΕΣ)
ανάρτηση από το φβ της συγγραφέως

4.2.23

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ, ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΦΥΛΛΟ


 


ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΦΥΛΛΟ

Μια φορά ήταν ένα φύλλο (μουριάς) που, από ορθογραφικό λάθος και παρανόηση, νόμιζε πως είναι το κάτι άλλο.
Είχε καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα γιατί πότε ένιωθε πιο ωραίο και πιο ισχυρό από τα άλλα φύλλα, και πότε (ανάλογα προς τα πού φυσούσε ο αέρας) καθόλου ισχυρό αλλά και καθόλου ωραίο.
Την πεποίθηση στη διαφορετικότητά του ενίσχυε και το γεγονός πως τα άλλα φύλλα δεν ήταν πολύ φυλλικά απέναντί του (γιατί πίστευαν πως τους κάνει τον έξυπνο, καθώς από κάποια ιδιοτροπία της φύσης το κοτσάνι του είχε διαμορφωθεί δεξιόστροφο, και το έκανε να λικνίζεται κάπως αλλιώτικα και να φαίνεται ότι πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα), και επέμεναν να το αναφέρουν πάντα ως «τρίτο φύλλο» –δήθεν επειδή ήταν το τρίτο φύλλο στο τρίτο κλαδί αριστερά–, διάκριση όμως που δεν έκαναν ούτε για το πρώτο, αλλά ούτε καν και για το τέταρτο φύλλο.
Το τρίτο φύλλο, πάντως, δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτήν την ιδιαίτερη μεταχείριση. Περιοριζόταν να κοιτάζει τα από κάτω του φύλλα, αλλά και τα από πάνω, αφ’ υψηλού.
Είχε περάσει αρκετά στη ζωή του (είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία μια καταιγίδα, έναν μεταξοσκώληκα και μια γίδα), και τις ελεύθερες ώρες του τού άρεσε να φυλλοσοφεί.
Κάποια νύχτα, μια πεταλούδα της νύχτας προσγειώθηκε άγαρμπα πάνω του. Το τρίτο φύλλο ξαφνιάστηκε:
«Τι τρέχει, κυρά μου; Στραβομάρα;»
«Συγγνώμη» είπε η πεταλούδα. «Είχα ένα ατύχημα. Στραμπούλιξα μερικά πόδια και την προβοσκίδα μου, και στάθηκα μια στιγμή κάπου να συγυριστώ. Δε φαντάστηκα πως θα ενοχλούσα».
«Φουχ! Είμαι αλλεργικός στα ζώα. Πήγαινε παραπέρα. Τόσα, λιγότερο ευαίσθητα, φύλλα υπάρχουν γύρω».
«Δεν είμαι ζώο, είμαι εφήμερο» είπε η πεταλούδα. «Και, πάντως, άσε με να πάρω μια ανάσα γιατί θα λιποθυμήσω».
«Τι είναι το εφήμερο;» ρώτησε το φύλλο, που ήταν φυλλοπερίεργο.
«Ο όρος προέρχεται από την αρχαία λέξη ‘‘εφημερίδα’’» του εξήγησε με πολύ εξασθενημένη φωνούλα η πεταλούδα.
«Αχά!» είπε το φύλλο φυλλύποπτα. «Έχω ακούσει σχετικά. Η εφημερίδα είναι κάτι που πουλάει φύλλα. Καλά το κατάλαβα πως η παρουσία σου εδώ είναι ύποπτη».
«Αλλά πρόκειται για παρανόηση!» βιάστηκε να προσθέσει η πεταλούδα. «Καμιά σχέση! Τα εφήμερα πετάνε, τις εφημερίδες τις πετάνε! Εξάλλου, οι εφημερίδες δεν πουλάνε πια φύλλα, πουλάνε βιβλία, σιντί, ντιβιντί – τέτοια...»
Το τρίτο φύλλο δε δεχόταν καμιά συζήτηση.
«Ένα ξέρω εγώ: κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από τις ρίζες του, κι ας είναι στρεβλωμένες. Είσαι επικίνδυνος τύπος, όπως και ο Τύπος. Λοιπόν, τέρμα οι φυλλολογικοί διαξιφισμοί. Δίνε του από δω και γρήγορα!»
Εκείνη τη στιγμή, ένα νυχτοπούλι εντόπισε τη μισολιπόθυμη πεταλούδα, εφόρμησε και την άρπαξε στο ράμφος του. Απ’ τη χαρά του τού ξέφυγε μια χοντρή κουτσουλιά κι έκανε το μισό φύλλο χάλια.
Ηθικό δίδαγμα: 1) Φύλλαγε τα φύλλα σου να ’χεις τα μισά. 2) Οι πεταλούδες της νύχτας φέρνουν συνήθως μπελάδες. 3) Μια μικρή παρανόηση μπορεί να σου προκαλέσει έμμονες ιδέες και μεγάλες παρανοήσεις. 4) Μια φυσιολογική πράξη μπορεί να σημαδέψει τη ζωή σου, αλλά μη δίνεις σημασία.
(Από το 40 ΚΑΠΩΣ ΠΕΡΙΕΡΓΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ - εκδόσεις ΡΟΕΣ)

27.11.22

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ, H ΦΤΩΧΕΙΑ



 H ΦΤΩΧΕΙΑ

Η φτώχεια με τραβάει προς τη λύτρωση.
«Σου φτάνει» λέει «ένα μικρό καλύβι στο βουνό
ή πιο σωστά να κατοικείς σε μια κουφάλα δέντρου.
Από βιβλία σου φτάνουνε ποιήματα
και παραμύθια.
Κ’ ίσως ούτε κι αυτά.
Σου πάει πιο καλά μια εντελώς
άδεια βιβλιοθήκη.
Αν και το τέλειο θα ήτανε τα ξύλα της
να επιστρέψουν το ταχύτερο στο δάσος».

Πηγή: Οι μεταμορφώσεις του μηδενός, Οδός Πανός, 2022

6.11.22

Έτσι που ο κόσμος τώρα δα

Έτσι που ο κόσμος τώρα δα ρημάζεται

-και το ηξερα από πάντα 

σχεδόν πριν γεννηθώ 

ότι η εποχή μου θα ήταν αυτό εδώ το γκρέμι  

κι εγώ ανίκανη  να το χτίσω - 

Έτσι που ο κόσμος  εκπτύσσεται  λοιπόν στην  αβυσσαλέα προοπτική του  

Εγώ ανήμπορη για μέλλον 

Οπισθοδρομώ εξ ανάγκης  στα πάτρια  χωράφια  

Τα απούλητα ακόμα και χορταριασμένα 

Τα πριν κατοικηθουν από μιαρή ζωή  

Τα  πριν  εγκαταληφθουν  στη λησμονιά  


Άλμα κάνω ηττημένο προς μια δημοσιά

άγριας μαργαριτουλας 

Ουράνια μεν 

Αλλά  με τόση μοναξιά

Μ’ αγαπά δε μ’ αγαπά  ν’ απεργάζεται 


Μονογενής κι απόκληρη συντάσσοντας ένα στρατό δακρύων 

Ποτιστικής βροχής   

ΓΔ



4.11.22

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΜΑΛΛΟΝ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΟ, Γεωργία Δεληγιαννοπουλου






Το σπίτι μου 

Λημέρι μιας απάτης 


Πλούσια  σοδειά δακρύων 

Θυσίασα πάνω στις πέτρες του 

Να τρέχει χωρίς κεφάλι ο πετεινός 

Το αίμα του να καίει τα σπλάχνα και το κεφάλι ο δήμιος να πετάει στο χάσμα

Ειπαν για να χτιστεί η ζωή γερή


Ζωή γιαπί 

λέω εγώ 


Κτίστες   χρόνων που λάθεψαν

Ύβριν ελληνική θα αρμολογούν 

Μεχρι το ύστατο κτίσμα 

Το κορμί 


Νέμεση του απήγανου προσδοκώ 

Και  ζωοτόκο  φρύγανο    φωσφόρου 

Κι ας καεί ο σταχτοτσικνιας μες στις νεφελες

30.9.22

Γιάννης Μπελεσιώτης 44

44

Στὴ μιὰ μεριὰ τοῦ χάρτη κάνουν πάρτυ
ἡ glamour fiesta τους θαμπώνει τὸν πλανήτη
θὰ ἀλλάξουν ὅλα, θὰ τὸ δεῖς, ὣς τὴν Τετάρτη
ἀφοῦ ὁ Πρόεδρος ὁρκίζεται τὴν Τρίτη

Ὁ ἐπὶ γῆς Θεὸς ἀλλάζει χρῶμα
κομψὰ ντυμένος μὲ ἕνα στὶλ ποὺ μαγνητίζει
θὰ διώξει βόμβες, πόλεμο κι ἀκόμα
ὅ,τι κακὸ τὴν οἰκουμένη βασανίζει

Θὰ ἀναστηθοῦν νεκροί. Διαμελισμένα
κορμιὰ θὰ ἑνώσουν τὰ χαμένα τους τὰ μέλη
Τὰ σπίτια θὰ ξαναχτιστοῦν ἕνα πρὸς ἕνα
καὶ θὰ διατίθεται πισίνα γιὰ ὅποιον θέλει…

Οἱ βόμβες θὰ ἐπιστρέψουν ὅλες πίσω
ὅταν πατήσει τὸ κουμπὶ rewind κι ἐμεῖς
θὰ ἀναρωτιόμαστε ὅλοι «πῶς θὰ ζήσω
σὲ τέτοιο κόσμο τόσο τέλειας κοπῆς…»

Στὸ Ἀφγανιστὰν θὰ σουλατσάρουνε τουρίστες
ἀπὸ U.S.A, ἀπὸ Europe καὶ Japan
θά ’ναι γεμάτες μὲ χορεύτριες οἱ πίστες
κι οἱ σερβιτόροι θά ’ναι πρώην ταλιμπὰν

Σὲ τέτοιο κόσμο πῶς θὰ ζήσω ποὺ ἔχω μάθει
νὰ βλέπω αἷμα ἐγὼ νὰ ρέει σὲ Blu–ray
Σὲ τέτοιο κόσμο πῶς θὰ ζήσω δίχως λάθη
Πάει καὶ τέλειωσε! Τὸ Σύμπαν καταρρέει…

Αὐτὲς τὶς ὧρες ἴσως θά ’ταν γιὰ καλό μας
κανείς μας τίποτα μὴν πεῖ. Νὰ μὴ μιλήσει
Ἂς κάνουμε ἀπὸ συνήθεια τὸ σταυρό μας
καὶ ἂς μουντζώσουμε μὲ τρόπο πρὸς τὴ Δύση

Περισσότερα στο Νέον Πλανόδιον

Απ’ όπου και η αντιγραφή

24.9.22

Μαχσά Αμινί, της Γεωργίας Δεληγιαννοπούλου


Μαχσά Αμινί,

σ’ ένα βουνό ψηλά 

με κοτρώνες  ματωμένες

και αγριολούλουδα  που κλαίνε 

σε θάψαμε 

να ταΐζει  το κορμί σου  

την ερημιά του μέλλοντος  


Καθώς όμως το όμορφο σώμα σου θα λιώνει και θα αυτοδιασπάται εις τα εξ ων συνετέθη 

καθώς τα ωραία σου μάτια θα σβήνουν από κάθε προοπτική 

χους εις χουν

και συ με παιδεμένη καρδιά  θα βογκάς ακόμα   με  το φύσημα του πρώτου ανέμου 

μην ξεχνάς  

τα μαύρο σου μαλλί το κορακισιο   ακόμα  μακραίνει

όπως μακραίνει ο ποταμός στο διάβα της πλαγιάς 

κι ας τον πετσόκοψαν 


Εσύ πέθανες μα το μαλλί σου συνεχώς μακραίνει 

Έτσι είναι η φύση του θανάτου 


Να το,  κοίτα 

πέφτει βαρύ απ’ το βουνό  

Θηρίο  καταρράκτης 

Όποιος νογάει γυμνός μέσα στο φως του θα λουστεί 


Έτσι είναι η φύση του θανάτου 

16.9.22

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΡΟ, ΗΛΙΑ ΚΕΦΑΛΑ


 

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΡΟ

Λέω γιὰ τὸ νερό:
Νὰ εἶναι ἀπὸ μέταλλο ἤ ὄχι;
Ὄχι; Τότε ποῦ βρίσκει δύναμη καὶ μὲ σηκώνει
Καὶ μὲ τσακίζει στὶς ἀκτές;
Νὰ εἶναι μήπως ἀπὸ σάρκα; Σίγουρα εἶναι
Ἀλλιῶς γιατὶ φωνάζει «ἂχ» καὶ «μὴ» κάθε ποὺ μπήγω
Τὸ μαχαίρι μου
Νὰ εἶναι πάλι ἀπὸ αἷμα; Δύσκολα λέω ὄχι
Γιατὶ ποῦ βρίσκει αὐτὸ τὸ ἄλικο καὶ βάφει
Τ’ ἀκροδάχτυλά του
Ἀλλὰ καὶ πάλι νὰ πεῖς δὲν εἶναι ἀπὸ κρασί;
Τόσα μεθύσια ἔκανε τοῦ ἥλιου
Στὰ φαρμακερὰ τοῦ Αὐγούστου μεσημέρια
Μοῦ φαίνεται ἔτσι ἁπλὰ πρέπει νὰ τὸ σκεφτῶ:
Ἀπ’ ὅλα εἶναι τὸ καθαρὸ νερὸ
Ἡ πιὸ μεγάλη θαλπωρὴ
Ἡ τελευταία ἐλπίδα τῶν πραγμάτων
Τὸ χῶμα ὁ ἀφρὸς ὁ ἄνεμος καὶ τὰ κεριὰ τῆς σπαραγγιᾶς
Καὶ τὰ νεροκολόκυθα
Ἀπὸ ὅλα εἶναι τὸ καθαρὸ νερὸ
Καὶ ἡ βροχὴ τῶν μπιζελιῶν καὶ ἡ ἀναπνοὴ τοῦ σίδερου
Καὶ ἡ μαύρη στέρνα τοῦ ἁλατιοῦ μὲ τὶς βαθιὲς χαράδρες
Καὶ αὐτὴ ἡ πικρὴ σταλαγματιὰ
Ποὺ στάζει μὲς στὰ μάτια μας
Καὶ ἡ νύχτα καὶ ἡ μέρα καὶ οἱ ἐποχὲς
Καὶ τὰ μοιρογνωμόνια τοῦ χρόνου
[Ἀπὸ τὴ συλλογή «Μεταλλαγή στο Άπροσδόκητο», 1982]
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...