12.4.24

Δεν πιστεύω

Κωνσταντίνου Παρθενη, Η αποθέωση του Αθανασίου Διάκου 


 Δεν  πιστεύω σε ένα θεό χωρίς  άνθρωπο ούτε σε άνθρωπο χωρίς θεό 

Πιστεύω στο φως που τρυπώνει στο κενό το ακένωτο το ομοούσιο του Κόσμου . Σ’ αυτό το φως της ποτιστικής θεότητας με ανθρώπινο χέρι κηπουρού συνηγορώ. 

Αλλα και χωρίς άνθρωπο το φως δύναται να εξανθρωπίσει την αγλωσσία. 

Και σίγουρα τότε  ο εξανθρωπισμός θα μιλάει ελληνικά 


Jiagogina 11/4/24

30.3.24

τέχνη μου πιστή

 

Τ

Τέχνη μου πιστή
τέχνη μυστική κάνε το Αδύνατο που αδυνατώ κάνε το Δυνατό Να ανθίζουν τα λουλούδια πάνω στα κύματα και να λαλούν τραγούδια πάνω στα μνήματα να ταξιδεύει το τρεχαντήρι δίχως τον ίσκιο του και να τρυπώνει το μολυτήρι μέσα στο δίκιο του

12.2.24

Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος: Μειοψηφίες κατά πλειοψηφιών, “κοινοτισμός” κατά Δημοκρατίας

 «Γίνονται φοβερά, εντελώς μεσαιωνικά πράγματα με την παρένθετη μητρότητα», λέει ο κ. Κωνσταντακόπουλος

12 Φεβρουαρίου



Ο αρθρογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, υπεύθυνος του blog www.konstantakopoulos.gr, μιλώντας στον 98.4 με αφορμή το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια, υποστήριξε πως «το αγγλοσαξονικό μοντέλο του πολέμου όλων εναντίον όλων, της κατακερματισμένης κοινωνίας, του “communautarisme” με τη γαλλική έννοια (ορισμένοι το μεταφράζουν tribalism στα αγγλικά), δηλαδή μια κοινωνία νοούμενη ως άθροισμα κοινοτήτων, ομάδων και φυλών, επιχειρεί να διαλύσει το ρεπουμπλικανικό, δημοκρατικό μοντέλο του κράτους-έθνους που προέκυψε από τη Γαλλική Επανάσταση, εκεί όπου η βασικότερη ιδιότητα κάθε ανθρώπου είναι η ιδιότητα του Πολίτη. Τα κοινωνικά κινήματα διαλύονται έτσι στα κινήματα των ταυτοτήτων, η (πραγματική) Αριστερά, έργο της οποίας θα έπρεπε να είναι η ένωση της κοινωνίας κατά του μεγάλου Κεφαλαίου και του Καπιταλισμού, καταστρέφεται, γίνεται μια μη κυβερνητική οργάνωση προώθησης διαφόρων υποθέσεων, καθώς πάμε από την πάλη των τάξεων στην πάλη των φύλων και των φυλών».  

.η συνέχεια ΕΔΩ


3.2.24

Χλόη Κουτσουμπέλη, Οι Γατες στην Παλαιστινη

 



Οι γάτες που περιπλανιούνται στη Λωρίδα είναι κόκκινες.

Έχουν ονόματα νεκρών παιδιών.

Τριγυρίζουν μέσα στα χαλάσματα

με τα μαλακά τους πέλματα

διασχίζουν το σεληνιακό τοπίο.

Οι γάτες στην Παλαιστίνη είναι φουσκωμένες με τοξικά αέρια

όμως κάποιος μπορεί να μετρήσει τα κόκκαλα στη ράχη τους.

Τις νύχτες ξεσκίζουν με τα νύχια το φεγγάρι

κυνηγούνε τις ουρές τους, ουρλιάζουν, αιωρούνται,

σχηματίζουν τεράστιο μπαλόνι,

στάζει αίμα,

ο αέρας το παρασύρει στις Άλλες Χώρες

όμως κανείς δεν το  βλέπει στον ουρανό.

.

Λάθος.

Αυτό είναι λογοτεχνία.

Δεν υπάρχουν γάτες πια στη Γάζα.

Σε λίγο άλλωστε ούτε μικρά παιδιά.

Δημοσιεύτηκεστις 3/2/24  στο περιοδικό   ΠΕΡΙ ΟΥ απ' όπου και το πήρα με ευχαριστίες

2.2.24

επιστολή


 (Θραύσματα ενός ποιήματος που δεν έχει ακόμα γραφτεί) 


IV

Επιστολή  της  Ιεραργώς στην αδερφή της


Όταν εσύ πονάς το σώμα μου το νιώθει κι αρπάζει φωτιά.  Οι δικοί σου πόνοι είναι και  δικοί μοι γιατί εγώ πόνους δεν γεννάω δικούς μου πια. Όμως έχω τόσους αντίλαλους οδύνης  στο μεδούλι της μνήμης  μου κι αυτοί μου υφαρπάζουν καθε χαρά όταν ξεσπάνε αναίτια και απροειδοποίητα χωρίς καμία αφορμή.

Νομίζω πως αν πατήσω γερά στα χνάρια που άφησες  πίσω μου -ή  μπρος  μου;-  θα καταφέρω να σε νιώσω, να σε συντροφέψω στη βαριά σου θλίψη, ίσως κιόλας να τη γιατρέψω.  Εμείς αυτή την ίαση σπουδάζουμε, γιατί το παρελθόν μας διώκει και διαρκώς το επουλώνουμε. 

Θέλω να σε μάθω κι εσένα,  μέσα στην αναχρονία μας, να επουλώνεις το παρελθόν, γιατί αυτό  είναι το φάρμακο όλων των πόνων, αδερφή μου.  

Ο κόσμος σου πεθαίνει.   

Αποφορά  τριγύρω, τίποτα αλλο.

Έλα στον κάμπο του Δαμαρανδί, να δεις το κυανό αγκαλιά με το  κύμινο, πώς ελευθερώνουν   ομολογίες  ψιθυριστές  της παλαιός   ξαστοχιάς, πώς ψηλώνουν οι παπαρούνες εν μιά νυκτί καλύπτοντας με αγιασμένο αίμα όλα τα λάθη, όλα τα πάθη.

Έλα στο Βιλεάν το όρος το βράδυ,  να ακούσεις  τις πευκοβελόνες  να τραγουδούν, να εξαπολύουν φυγή πράσινη στο στερέωμα και όλα  τα φίδια του βουνού να σηκώνονται όρθια  και να χορεύουν τα αρχαία   μονοπάτια.  

Άντεξε να παραστείς στον  κόσμο που ζει ταυτοχρονα με  την ανυπόστατη  κοινή μας  μοίρα. Να κλάψεις από χαρά που υπάρχει. Όχι με ελπίδα . Σε κανένα μέλλον, να ξέρεις, δεν θα βρεις παρηγοριά.  Καμίας καταστροφής λύτρωση δεν είναι ο θάνατος.   Αλλά συναινεί η ζωή  στο απειροελάχιστο. Στη μια στιγμή.  Τσάκωσέ την με το νύχι σου το κοφτερό  της γάτας, πουλάκι που δεν πρόφτασε  έρωτας που δεν αλήτεψε,  πιάσε τη. Χώρεσε τη σε ένα τρίμμα, σε ένα κρατήρα πιώμα, σε Άγια  Μετάληψη.   Κι εγώ εδώ μαζί σου.   

Χορδές  παλλόμενες,   φίδια του  Βιλεάν, ακέραια σώματα, να λικνίζουμε  απόψε το  ανεπαίσθητο κροτάλισμα των πεύκων. 

Ένα κορμί.

28.1.24

το πούπουλο μιας χήνας

 

 Θραύσματα ενός ποιήματος που δεν έχει ακόμα γραφτεί


Εμείς οι  θνητοί  της θερινής αστροποντίδας

 ΙΙΙ

Θυμούμαστε πάντα. Γαλουχηθηκαμε από παιδιά  στην ανάμνηση.  Η μόρφωση μας είναι αναμνηστική. Αγγίζουμε τα πράγματα με τ’ αχορδαχτυλα κι έρχονται μέσα μας εικόνες  - θραύσματα, εικόνες - θύρες, εικόνες - κλειδωνιές, που σιγά -σιγά ξετυλίγουν κοχλιες   κι αποθέτουν στ’ αυτί τόση χαρά και τόσο πόνο.    Τι αλλο είναι η ζωή; Ένα παραθυρμα με τόσα ροπτρα που ανοίγει στου καθεμιανού  τον πηγαιμό  ενα στασίδι. Κι εκεί αρχίζει ο βίος κι η μνήμη αυγατίζει.

Κι όσα  είναι παρελθόν κι όσα είναι μέλλον ανοίγουν βημα δεξί κι αριστερό και βαδιστής το σώμα οργώνει  φρέσκια αναπνοή ευγνωμοσύνης. Αυτό  είναι όλο.   Ούτε σπουδαία έργα, ούτε ποίηση θαυμαστή.  Ούτε δρόμοι καινούργιοι. Μόνο αγράμπελη. Επαγγελομαστε Ενεστώτα.

Κι όντας αποξεχνιομαστε λυσιμελεις στο τέλος,  εισέρχεται στον ουρανίσκο η νάρκη που παλιά την λέγαν θάνατο. Τώρα τη λέμε υδρόμελο, τη λέμε  φωταψια ανέπαφη. 

Κι όσα τα παίρνει η γη τα λούζει χώμα. Όσα φυσάνε σταχτες   τα φέγγει η φλέβα. Δικη μας, αλλωνών, προγόνων προπατόρων ή εγγονών, ποιος ξέρει.  Θνητός σαν είσαι το λίγο πάντα πίνεις. Ποιος ξέρει το πολύ του κόσμου να το πει; Ποιος είναι τόσο πιωμένος να μεθύσει σα θεός; Το ξέρουμε αυτό καλά πια τόσες αστροποντίδες. Τιμούμε το άγιο σκεύος του κορμιού. Κι όταν σωπάσει το σμιλεύουμε καμπάνα. Μάχιμος χρόνος να ναι ο θάνατος μας. Προσωρινός σαν ύπνος. 

Τα πιο βαρια μνημόνια, να  το θυμαστε  ΄σείς, προπάτορες, τα ζωγραφίζει στον αέρα  το πούπουλο μιας χήνας που πέφτει απ’ το κατάρτι στο κατάστρωμα. Το πλήρωμα όσο μπορεί θα το λαμπρύνει   με γραφή κι ανάγνωση, αλλά η  αγριόχηνα στο μεταξύ  έχει φύγει . 

Λάμνει  διαρκώς προς τον δικό της ζεστό  νότο.

jiagogina

29/1/24



Αναμνήσεις από ένα ποιημα που περιμένει να γραφτεί

 


Αναμνήσεις από ένα  ποιημα που περιμένει να γραφτεί 


II.


«Ο Ωρίων βαδίζει ξανά στις θάλασσές μας»


Έναστρη η θάλασσα ανασταίνει τα εξαφανισμένα  κήτη. 

Η φάλαινα φυσητήρας στον πελαγίσια ουρανό καλπάζει σαν Άγγελος κι η ουρά της ραβδίζει μυριάδες άστρα. 

Κανένα αστροπλοιο δεν μπορεί να την προσπεράσει. Όλοι οι κομήτες τη σέβονται. Κι εμεις οι κοινοί  θνητοί τα βραδιά της πανσέληνου θυσιάζουμε όλες τις χαρές του φεγγαριού για να την αγναντέψουνε έτσι μόνη να περιίπταται μέσα μας και να δακρύζει από χαρά.

Έχει περάσει ανεπιστρεπτί  ο καιρός που ο όμορφος Ωρίων καυχιόταν για τα άσφαλτα βέλη του. Τώρα περιπατεί στα νερά απρόσβλητος από δόλο.  Αθάνατος με τον τρόπο του κι εκθαμβωτικά μοναχός. 

Κι όλα τα πλάσματα  περιούσια στα πόδια της Αγίας Υπομονής γλείφουν πληγές αιώνων κι αιώνων για να γειανουν τον πόνο της Αγίας που ακόμα υποφέρει στο σώμα από τις αναμνήσεις τόσων μαρτυρίων. 

Μη με ρωτήσετε αν ζουμε πάνω ή κάτω εμείς εδώ, δεν ξέρω να σας πω. Έχει παρέλθει  ο καιρός  που τα νομίσματα να ρίχναμε στη γη για να αυγατισουν. Όταν τα ρίξαμε στον ουρανό ο θολος χάθηκε κι αρχίσαμε να βλέπουμε αλλιώς τον πλούτο. Κι ο κόσμος έγινε σου χέρι μας ένας μικρός σβώλος ατμισμένος από ανάσες αγριόχηνας.

Jiagogina 

28/1/24

23.1.24

ΠΑΙΔΙ ΜΕΛΤΕΜΙ



 ΠΑΙΔΙ ΜΕΛΤΕΜΙ


Χαράζεις τώρα τρυφερά ένα γέλιο
κι η κόχη των χειλιών σου λίγο τρέμει
Ξυπνάς ξαγριεύεσαι, Παιδί Μελτέμι,
ρημάζοντας των πόνων το θεμέλιο.
Λίγο να σε κρατήσω θέλω, τέλειο,
καθώς ψηλά φυσομανούν ανέμοι
στον θεριεμένον ήλιο χωρίς γκέμι
να σπέρνεις των φιλιών σου το ευαγγέλιο.
Λίγο να σε κρατήσω θέλω, ωραίο.
Επάνω ο ουρανός να πνέει ξένος
κάτω ν' αναστενάζει το Αιγαίο,
κι εσύ, ανάμεσα, του Αυγούστου μένος,
μόνο να μου γελάς ερωτευμένα
για μια στιγμή να μοιάζειι ο κόσμος Ένα.
jiagogina

ΧΑΛΕΠΙΟΣ ΠΕΥΚΗ



ΧΑΛΕΠΙΟΣ ΠΕΥΚΗ 

Ποτέ δεν ζήσαμε χωριστά. 
Κι όταν πέθανε βρέφος μεγάλωνε μέσα μου σε άβατο πένθος μεταξωτό. 
Κι όταν μεγάλωσε πολύ ξαναπέθανε. 
Κι ήταν πάλι βρέφος μα είχε άλλο σώμα. 
Με τόσο θάνατο τι να ‘κανα λαγκάδιασα κι εγώ μέσα στην τύρφη στα καμένα 
Κι έγινα κόκκος της 
Κι εκείνη πάντα εδώ αγέννητη νεκρή και γεννημένη 
Μεγάλωσε 
Ξανά 
Και πάλι πεύκη 
Αγριόριζα στο ρήγμα της πατρίδας μου  
Πριν φύγει 
Πέρασαν ασάλευτες ώρες 
Να μιλάμε μαζί 
Για της Μιράντας το σφαγμένο κορμί 
Το ελπιδοφόρο σώμα του έρωτα 
Τόσες αντοχές που έχει να υποτάσσεται στη ζωή 
Μέχρι να επαναστατήσει με θάνατο. 
Και τον Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν 
Που ακόμα και στους εξολοθρευτές δίδασκε παραμυθία -λες και τα παραμύθια μπορούν να εμποδίσουν την ανθρώπινη κακουργία- 
Και το Erbarme Dich που το μουρμούριζε λικνίζοντας ελαφρά τον κορμό 
Όχι με μετάνοια μάλλον με την ταπεινότητα που αρμόζει στα αιωνόβια 
Κι ο Γιόχαν Σεμπάστιαν λίγο πιο πάνω στο οροπέδιο να τη διευθύνει στην εκκλησία του ουρανού 
Ηδυσμένος ο λόγος της χαλέπιας πεύκης 
Κέντημα στον ψίθυρο των κέδρων 
Στης αγριοσυκιάς το εκκωφαντικό Αεί καρδιοχτύπι 
Η μνήμη της μια Νέα Ευγονική 
Πεύκη μου αδέρφι μου 
Τόσα τα μυστικά 
Πού να προλάβεις να τα μιλήσεις 
Ποιας μήτρας να γίνουν λαός 
Μέλλον το παρελθόν
 Και το παρόν ένα ανάερο ζύγι στο σώμα σου το αδιαπραγμάτευτο 
Λιγνό Στιγμιαίο Αρχέγονο Δάσος 
Στους χαλεπούς καιρούς ένα Αμήν
 3/9/23 
jiagogina


πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Περί Ου

Ένα ποίημα για το Γήρας


Το γερασμένο πρόσωπο βυθίζεται σε μια λιακάδα

Μια ίριδα μια κόρη μια κοπέλα 

Κι έχει για μαλλιά   μίσχους ρολογιας ανεστραμμενης

Ποσο κοντά στη χλωροφύλλη γερνώ,  σκέφτεται,  και φθονεί  την αντοχή   της πασιφλωριας


Μετά κοιτάζει μια φωτογραφία και δεν την αναγνωρίζει. 

Το νέο το πρόσωπο προτού γεράσει είναι άλλη ύπαρξη 

Και κάπου έχουν συναντηθεί 

Σε ένα χαντάκι με νερό σε ένα λαγούμι  χιόνι 

Είπε:

Κρατα αυτή την εικόνα γιατί έφυγε έγινε καπνός δεν την προφταινεις 

Κρατα την λέει ακόμα 

Να χεις να θρηνείς  και να  γέρνεις στη μοναξια της κλαιουσας 

Εσυ να παίζεις χιονοπολεμο ξεκαρδισμενη από τα γέλια  

Κι ο Νίκος με τον Πανο

Να ρίχνουν τούφες χιόνι  καταπάνω σου

Πάνω σε κεινη την αστραφτερή στιγμή που ήσουν εσυ 

Γιατί τώρα  κυλιέσαι με τα τέσσερα στο λευκό κιλίμι του χιονιού  

Και στρίβεις το κεφάλι για να αποφύγεις  μια μπάλα χρόνου

ΓΔ -jiagogina



21.1.24

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ, ΧΙΟΝΙ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ




 [Μνήμη Γιάννη Κοντού (1943 - 21/1/2015). Ένα ποίημά του Γιώργου Θεοχάρη δημοσιευμένο στο αφιέρωμα του ηλεκτρονικού περιοδικού Χάρτης στον ποιητή]

ΧΙΟΝΙ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
μνήμη Γιάννη Κοντού
Ήτανε ζωντανός με το μεγάλο του κασκόλ
στ’ όνειρο, μα ήξερα ότι δεν ήταν.
Ακολουθούσαμε μια κηδεία αγνώστου,
χειμώνας καιρός κι είχε χιονίσει τη νύχτα.
Το μάτι του λαμπύριζε. Παιδί με φαντασία ενήλικα,
καθώς οι ποιητές.
«Τι κάνεις Γιάννη;» τονε ρώτησα, «πώς είναι εκεί κάτω;»
«Έχει στον κάτω κόσμο άνοιξη, βρε Γιάννη;
έχει ανθισμένες κουτσουπιές;
Κίσσαβο και Μεταξοχώρι έχεις κάτω εκεί;»
«Δες, σκέψου, φαντάσου, τι υπέροχες ζωές
χιονοσκέπαστες έχει στους τάφους
και παρηγορήσου»
-αποκρίθηκε.
Ξύπνησα λυπημένος.
«Αχ, μωρέ Γιάννη, τι γύρευες
στης Ιπποκράτους τα υψίπεδα;
Της Γεωργίου Γενναδίου και της στοάς
Πανεπιστημίου και Χ. Τρικούπη,
των πεδινών εσύ παιδί,
του κέδρου τα αρώματα ξεχείλιζε η ψυχή σου,
στους χιονισμένους τάφους, Γιάννη, τι γυρεύεις;»
-μονολόγησα…

το δανείστηκα απο τη σελίδα φβ του Γιώργου Θεοχάρη

20.11.23

ΓΕΛΟΥΣΕ ΑΡΑΓΕ Ο ΚΥΡ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ; δυο λόγια για την παράσταση

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Georgia Deligiannopoulou (@georgiadel)Ένα “εκτάκτως δυσάγωγον” παιδί, ένας αυλόγυρος κοινωνικής και συναισθηματικής ασφυξίας, πειρασμοί μικρότερης ή  “μεγαλυτέρας ιδιοτελείας”, ένα γυναικείο μειδίαμα και πρόσωπο “ψιλολογιά”, μαζί κι η απέραντη ανθρώπινη σκληρότητα, αλλά και η τρυφερότητα… Όλα ψηφίδες από τον πολύτιμο κόσμο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

 

 




Ένα “εκτάκτως δυσάγωγον” παιδί, ένας αυλόγυρος κοινωνικής και συναισθηματικής ασφυξίας, πειρασμοί μικρότερης ή  “μεγαλυτέρας ιδιοτελείας”, ένα γυναικείο μειδίαμα και πρόσωπο “ψιλολογιά”, μαζί κι η απέραντη ανθρώπινη σκληρότητα, αλλά και η τρυφερότητα… Όλα ψηφίδες από τον πολύτιμο κόσμο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.



Γιατί όμως έχει θεατρικό ενδιαφέρον το έργο του κυρ-Αλέξανδρου; 


Ο  γλωσσικός πλούτος  που έχει το έργο του Παπαδιαμάντη για τον ηθοποιό είναι πάντα ένας αιφνιδιασμός και μια διαρκής πρόκληση. Όχι μόνο για να γίνει ομιλία η προσωδία του παπαδιαμάντειου λόγου, όχι μόνο για να μιληθεί η γλώσσα του που συμπυκνώνει πολύτιμη ελληνική κληρονομιά, ακμαία και ενεργή, όχι μόνο  επειδή ο «λόγιος» λόγος του εναλλάσσεται και συνομιλεί με μια προφορική λαλιά, γνήσια λαϊκή,  που μοιάζει σχεδόν στενογραφημένη, αλλά και γιατί τα πρόσωπά  του, ακόμα και τα σκαριφήματα των ηρώων του στα μικρά διηγήματα, έχουν στοιχεία ήθους που ξεπερνά το ηθογράφημα και αγγίζει την ψυχογραφία. Το ότι τα πρόσωπα των διηγημάτων του είναι εν δυνάμει ρόλοι αποτελεί μεγάλη θεατρική πρόκληση.

Για την παράστασή μας ο Μανώλης Γιούργος έχει διαλέξει  τρία μικρά διηγήματα δημοσιευμένα στις αρχές του 20ου αιώνα, τις Κουκλοπαντριές, το Κουκούλωμα και τον Πανδρολόγο. Τα δύο πρώτα είναι αθηναϊκά, το τρίτο σκιαθίτικο. Το ζητούμενο της επιλογής ήταν να αφηγηθούμε, με σατιρική διάθεση, μέσα από την αυτονομία της κάθε ιστορίας αλλά και την μεταξύ τους σύνδεση,   την ηθική ανθρώπινη περιπέτεια, τις αντινομίες και την πορεία, μέσα από τα παραμορφωτικά κάτοπτρα,  προς  μία συγχωρητική ζωή. Επισημαίνω μόνο το ειδικό βάρος του ονόματος που φέρει το νόθο παιδί του Κουκουλώματος: Ο Αριστογείτων, αυτό το “δυσάγωγον παιδί”, κατορθώνει με τη δυναμική του διεκδίκηση, να γίνει, σαν τον τυραννοκτόνο συνονόματό του,  φονέας της  πατρικής σκληρότητας.  

 

 

Και, άραγε, γελούσε ο κυρ-Αλέξανδρος;


Το “μορμολύκειον” ελλοχεύει, λέει ο Παπαδιαμάντης,  στην ανάποδη πλευρά του καθρέφτη. Το “τέρας” έχει όμως απέναντί του το υποκείμενο Πρόσωπο που αντικρίζει το γελοίο της παραμορφωμένης εικόνας. Με αυτή την παραμόρφωση λοιπόν θα κλαίμε και θα γελάμε και θα ξορκίζουμε την “ἀσχημία” της, έστω με σφιγμένα δόντια, γιατί ο κατοπτρισμός της υποδηλώνει  την υποκείμενη εγρήγορση του Προσώπου. Αν γελούσε ο ίδιος ο κυρ-Αλέξανδρος λίγη σημασία έχει. Τα σατιρικά του κείμενα όμως γελούν για λογαριασμό του με γέλιο καθαρτήριο.

 

20.11.23

Γ. Δ.





16.11.23

Στην ολόμαυρη Ράχη




 

Επιστρέφοντας 

στον παράλληλο δρόμο 

που τα άστρα χαιρετιόνται με τα βότσαλα

κι η άβυσσος ανάβει θάλασσες

κι ο ουρανός βυθίζει  ηφαίστεια 

Στο χάσμα 

Επιστρέφοντας

Κρατώντας  στα δεξιά το αγκάθι  του Χριστού  

κι αριστερά όρκους της Ερωμένης 

Πάντα ξυπόλυτη 

Πάντα χρόνων 7

σπαραγμό μοιράζοντας

Θυμίαμα ολόμαυρης ράχης στη στάχτη  των Ψαρών 

Όπου  τα τρόπαια  των  Δυνατών

Όπου τα ιερά Δελφίνια

Όπου κι οι αμάρτηρες ζωές 

Κι η Αννα κι ο Μιχάλης κι ο Χρήστος κι η Μαχσά

-Τόσο  βάρος σε   τόσο  μικρο νησί

Γι’ αυτό ρηγματώθηκε - 


Στο χάσμα εδώ

Μια Ρίμα  σκοτωμένη καναρινιού

Τινάζει με το πόδι  τη στάχτη 

Βαδίζει

Περιπατεί 

Μελετά το νοερό  κόσμο 


 Κι η στάχτη αναδεύεται μαζί της

-Ποιος ξέρει τι θα ξεγεννήσει 


(Παραμονή 17/11/23

Πενήντα χρόνια μετά) 

jiagogina

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...