Από το περιοδικό Νέο Πλανόδιον το δάνειο με τις ευχαριστίες του βλογ
Μακρύ ποίημα, σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό και γραμμένο λίγα μόλις χρόνια πριν τον θάνατό του, το «A mis soledades voy» του Λόπε (1632) θεωρείται από αρκετούς το καλύτερο λυρικό έργο του. Πάντως είναι σήμερα το δημοφιλέστερό του. Σ’ αυτό ο βαθύλαλος προσωπικός τόνος εναλλάσσεται με τον τόνο της διδαχής, και το αίσθημα της μόνωσης μετατρέπεται σε αυτοέλεγχο σωκρατικής και χριστιανικής έμπνευσης αλλά και σε κριτική των κοινωνικών ηθών, ιδίως του πλούτου και της υποκρισίας των ισχυρών.
Κ. Κ.
Lope de Vega, Απ’ τη μοναξιά μου βγαίνω
Απ’ τη μοναξιά μου βγαίνω
και στη μοναξιά γυρνώ,
μόνος μου για να μη νιώθω
πιάνομαι απ’ τον στοχασμό.
Στην ερμιά που μ’ έχουν ρίξει
οι άλλοι αγνοώ πώς ζουν,
δεν μπορούν τα βήματά μου
απ’ το εγώ μου έξω να βγουν.
Ω, καλός-κακός δεν είμαι·
μα μου λέει η λογική:
«νιώθεις φυλακή το σώμα
άμα είσαι όλος ψυχή!»
Τι έχω ανάγκη εγώ, το ξέρω·
μόνο νά, δεν ξέρω πώς
τη βλακεία του αντέχει
ο υπερόπτης κι ο μωρός.
Όλα αυτά που με σκοτίζουν
να τα διώξω είναι απλό·
όμως από την μωρία
πώς μπορώ να φυλαχτώ.
Λέει στ’ αυτί μου: «’Ενας είσαι!»
Τι κουβέντα απατηλή…
Μέτρο και αλαζονεία
σ’ έναν δεν χωρούν μαζί.
Βλέπω πόσο διαφέρουν
πλάι πλάι όταν σταθεί
στην αυτοαποστροφή μου
η δική του η έπαρση.
Από μας που τώρα ζούμε
ξέρει η φύση πιο πολλά,
κι οι σοφοί πού ’χουμε τάχα
είναι λόγια αδειανά.
Ο Σοφός είπ’ «’Ενα ξέρω,
ότι όλα τ’ αγνοώ!»
και, με την ταπείνωσή του,
πως το περισσό είν’ λειψό.
Όχι, για σοφό δεν μ’ έχω,
δύστυχος είμ’ ο φτωχός·
μα αν δεν είσαι ευτυχισμένος
πώς μπορείς να ’σαι σοφός;
Άλλο δεν θ’ αντέξει ο κόσμος,
έχουν δίκιο όσοι το λεν,
κρύσταλλο είναι ραγισμένο
κι αύριο θρύψαλλα, μηδέν.
Είναι αυτά σημεία της Κρίσης,
το παιχνίδι έχει χαθεί,
επειδή έχουν τόσα κάποιοι
κι άλλοι ’ναι σχεδόν γυμνοί.
Στα ουράνια λεν η Αλήθεια
φυγαδεύτηκε παλιά·
την καλωσορίσαμε έτσι
π’ ούτε που ξανάρθε πια.
Α, σε δυο αιώνες ζούμε,
έναν ξένο, έναν δικό:
από ασήμι είν’ ο ξένος
κι ο δικός από χαλκό.
Ποιος δεν θα βαρυθυμούσε
Ισπανός σωστός να δει
τι είδους άντρες ζούσαν πρώτα
και ποιοι ’ν’ τώρα οι ξακουστοί;
Όλοι παν καλοντυμένοι
κι όλοι δεκαρολογούν,
με το ένα αφεντεύουν
και με τ’ άλλο επαιτούν.
Το ψωμί μας με ιδρώτα
να το τρώμε είπ’ ο Θεός,
όταν έγινε το Κρίμα
κι άδειασε η Παράδεισος·
κι όμως κάθε αξία πατώντας,
δίχως σέβας καν ή αιδώ,
τις συνέπειες παλεύουν
ν’ αρνηθούν κάμποσοι εδώ.
Αρετή; Φιλοσοφία;
Λες κι είναι τυφλές γυρνούν
και βαστώντας μια την άλλη
διακονεύουν και θρηνούν.
Δύο πόλους έχει ο κόσμος
μα ίδιος νόμος κυβερνά.
Η καλή ζωή; ίσον εύνοια!
Το καλό σόι; λεφτά!
Να χτυπούν ακούω οι καμπάνες
μα το πλήθος των σταυρών
τώρα πια δεν με ξαφνιάζει
ή το σμάρι των νεκρών.
Στέκομαι, κοιτώ τις πλάκες,
άφθαρτες θά ’ν’ ες αεί,
όχι όμως κι όλοι ετούτοι
που από κάτω έχουν θαφτεί.
Μακαρίζω τους μαστόρους
που τις φτιάξαν τους σεμνούς!
Έτσι μόνο εκδικούνται
οι μικροί τους ισχυρούς.
Απεχθή θεωρούν τον φθόνο·
μα εγώ, το λέω, φθονώ
πάρε-δώσε όσους δεν έχουν
μ’ άρχοντα ή παλατιανό.
Που χαρτιά δεν τους σκοτίζουν,
σύμφωνα, λογαριασμοί,
κι άμα χρειαστεί να γράψουν
παίρνουν πέννα δανεική.
Που και δίχως πλούτη έχουν
μια φωτιά να ζεσταθούν·
που για δόξες και καυγάδες
μια πεντάρα δεν χαλούν·
που δεν γλείφουν τους μεγάλους,
δεν κλωτσούν τους ταπεινούς·
ούτε, σαν εμένα, κάνουν
ρεβεράντζες κι ακκισμούς.
Τόσο φθόνο έχω για κείνους
που ’ναι λίγο ό,τι κι αν πω,
απ’ τη μοναξιά μου βγαίνω
και στη μοναξιά γυρνώ.
(«A mis soledades voy», La Dorotea, 1632)
Μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου