27.9.20

Πανος Σταθόγιαννης, ΕΙΧΑ ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΠΟΤΕ

Είχα ένα κορίτσι κάποτε.

Όταν σουρούπωνε, μου άρεσε να του γλείφω με τις ώρες τον ιδρώτα. Και κάτω, χώματα υγρά, και τρυφερά σαλιγκάρια, και των χόρτων τ’ ανθάκια λιωμένα. Και πάνω, αέρινες οροσειρές, πουλιά που έρχονταν από τον Νότο, εύρωστα ζώδια. 

Το σώμα της μύριζε θειάφι πάνω από εκείνο που, όπως ανακάλυψα αργότερα, μυρίζουν όλες οι γυναίκες και γίνονται αυτό που είναι. 

Τώρα πια δεν θυμάμαι το όνομά της. Νομίζω ότι ούτε και τότε το ήξερα. Δεν χρειαζόταν. Την αναγνώριζα αμέσως ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα κορίτσια από τα αράπικα μαλλιά της. 

Ακόμα πιο παλιά, όταν ήταν ακόμα χρυσαλλίδα, είχε παρακαλέσει πολλές φορές τον θεό της να την κάνει αγόρι. Ήθελε να παλέψει μαζί μου και να με νικήσει και ως αγόρι. Διότι, ως κορίτσι, με νικούσε ούτως ή άλλως.


Δυο φορές βάλαμε φωτιά στα σπίτια μας και φύγαμε μακριά. 

Μας γύρισαν πίσω με το ζόρι. Σουρούπωνε κι ένα ζευγάρι πέτρινων ανθρώπων καθόταν σ’ ένα παράθυρο και μας κοιτούσε. 

Εκείνη την είχαν δεμένη με άλλο αγόρι κι εμένα με άλλο κορίτσι. Μου πήρε χρόνια μέχρι να αντιληφθώ ότι, κατά βάθος, ήταν το ίδιο. Στην Ερεσό, νομίζω. Με ζύγωσε στεφανωμένη με σέλινα. 

«Δεν με λυπάσαι;» μου λέει. «Δεν απορείς; Μονάχα έτσι ξέρεις να υφίστασαι; Κατάπληκτος;» 

Κλάψαμε για λίγο μαζί. Ύστερα, πήγαμε ο καθένας στο σπίτι του. Το καμένο.


Είπανε κάποιοι ότι εκείνη ανελήφθη.

Δεν είναι αλήθεια. 

Την ακούω συχνά να τραγουδάει τα σούρουπα, καθώς επιστρέφω απ’ τα πεδία των μαχών. 

Δεν τη ζυγώνω. Γιατί τότε θα της παραχωρήσω το δικαίωμα να ορίσει τη μοίρα μου, κι αυτό είναι κάτι που δεν το αφήνεις ποτέ σε χέρια αθανάτων. 

Σου πρέπει ένα κορίτσι χθαμαλό, σκέφτομαι. Από εκείνα που σου στέλνουν επιστολές αρωματισμένες και κλαίνε για σένα. Μέχρι που κάποιος τρελός θεός δεν αντέχει το κλάμα τους και σε σακατεύει – τα αποσπά με βία από πλευρό σου και σου λέει:

«Ιδού η Νυξ, η Λίλιθ, η Εύα, η Στύγα. Δώσε της ό,τι άλλο όνομα θέλεις. Παρ’ τη όμως και βούλωσ’ το». 

Αυτό το δεύτερο κορίτσι γνωρίζει απέξω όλα τα τραγούδια του πρώτου κοριτσιού. Τα σούρουπα, όταν εγώ επιστρέφω με τα ματωμένα λάφυρα, εκείνο κάθεται πετρωμένο στο παράθυρο, κοιτάζει πέρα και τα επαναλαμβάνει επακριβώς. Σαν ηχώ τους. 

Συχνά τα λέει πρώτη. Και η άλλη, η αθάνατη, έπεται.


Στην πραγματικότητα, εγώ είμαι αυτός που κάθεται στο παράθυρο όταν σουρουπώνει. Μη σας μπερδέψει το μειδίαμά μου – είναι ένα τυπικό ευχαριστήριο στην ύπαρξη, δεν είμαι πραγματικό άγαλμα. 

Το βλέμμα μου προσέξτε. Πάει πιο πίσω από τις λίμνες με τα βουρκονέρια, πίσω ακόμα κι απ’ όλες τις δοκιμασίες μου με τη σμίλη. Βρίσκει εκεί ένα κορίτσι και το φέρνει στο παράθυρο, δίπλα μου. Μαζί αγναντεύουμε το σούρουπο. 

«Ποτέ δεν έφυγα», μου ψιθυρίζει στο αυτί. «Πώς να σ’ αφήσω μόνο σου; Θα σε συλλάβουν. Κοίτα τους άλλους που τους φέρνουνε δεμένους. Κοίτα τι μαζί που είναι. Κοίτα τι χώρια».

Αγνοώ ποιους εννοεί, όμως ξέρω ότι έτσι και βγω από το μάρμαρο, θα ξανακάψω το σπίτι μου και θα φύγω μαζί της.


***


Είχα ένα κορίτσι κάποτε που δεν το έχασα ποτέ. Με βρίσκει εκείνο διαρκώς μπροστά του. Και ξέρει όλα τα ονόματά μου.


----------------

"Τον έρωτα τον κοίταξα", εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015

Το πήρα από τη σελίδα φβ του ποιητή, με τις ευχαριστίες μου!.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...