Αναμνήσεις από ένα ποιημα που περιμένει να γραφτεί
II.
«Ο Ωρίων βαδίζει ξανά στις θάλασσές μας»
Έναστρη η θάλασσα ανασταίνει τα εξαφανισμένα κήτη.
Η φάλαινα φυσητήρας στον πελαγίσια ουρανό καλπάζει σαν Άγγελος κι η ουρά της ραβδίζει μυριάδες άστρα.
Κανένα αστροπλοιο δεν μπορεί να την προσπεράσει. Όλοι οι κομήτες τη σέβονται. Κι εμεις οι κοινοί θνητοί τα βραδιά της πανσέληνου θυσιάζουμε όλες τις χαρές του φεγγαριού για να την αγναντέψουνε έτσι μόνη να περιίπταται μέσα μας και να δακρύζει από χαρά.
Έχει περάσει ανεπιστρεπτί ο καιρός που ο όμορφος Ωρίων καυχιόταν για τα άσφαλτα βέλη του. Τώρα περιπατεί στα νερά απρόσβλητος από δόλο. Αθάνατος με τον τρόπο του κι εκθαμβωτικά μοναχός.
Κι όλα τα πλάσματα περιούσια στα πόδια της Αγίας Υπομονής γλείφουν πληγές αιώνων κι αιώνων για να γειανουν τον πόνο της Αγίας που ακόμα υποφέρει στο σώμα από τις αναμνήσεις τόσων μαρτυρίων.
Μη με ρωτήσετε αν ζουμε πάνω ή κάτω εμείς εδώ, δεν ξέρω να σας πω. Έχει παρέλθει ο καιρός που τα νομίσματα να ρίχναμε στη γη για να αυγατισουν. Όταν τα ρίξαμε στον ουρανό ο θολος χάθηκε κι αρχίσαμε να βλέπουμε αλλιώς τον πλούτο. Κι ο κόσμος έγινε σου χέρι μας ένας μικρός σβώλος ατμισμένος από ανάσες αγριόχηνας.
Jiagogina
28/1/24
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου