Ο ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΑΠ’ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ
… μέχρι που βγήκε έξω εκείνος με τα λερωμένα
τρέχανε τα αίματα από τα γένια του
ποτίζανε τις τρίχες τού στήθους
ένας βούρκος εκεί
ένα κόκκινο που κόχλαζε
έπαιζε ρόλο και το βαρύ ταμπάκο στο χρου-χρου της ανάσας
έκρυβε ό,τι μπορούσε η κάπα η βαριά
κι ένα χνούδι από χιόνι
έκρυβε κι εκείνος ό,τι μπορούσε
πήγαινε μονόπαντα, όπως τα έλατα όταν κατέρχονται
σαν μέσα από σπηλιά βγήκε
είχε και μια αρκούδα μέσα που κοιμότανε
είχε κι έναν μαρμαρωμένο
πολλούς χειμώνες στη σειρά κοιμούνταν αγκαλιά οι τρεις τους
έξω, το χιόνι ένα μέτρο
από τότε με τους κομιτατζήδες είχε να χιονίσει τόσο
από τότε με τον Ευρυβιάδη
όμως εκείνος ήτανε πιο παλιός
είχε μια έχθρα από παλιά με τους Μποτσαραίους,
δώσανε τα χέρια
ένεκα η πατρίς
τόσο παλιός ήτανε, τόσο γέρος
άμα τον κοίταγες έτσι όπως πρέπει να κοιτάνε οι άνθρωποι
νέος φαινότανε,
κάπου στην οροσειρά του Ορβήλου, με φλογέρα και καριοφίλι
μπορεί και Ίκαρος
θα ’λεγες – ετούτος δεν βγαίνει από σπηλιά
ετούτος ίπταται
και σάμπως να ’κλαιγε
είχε μια πίκρα το κλάμα του, φαρμακωμένο ήτανε
σαν όπως όταν η απελπισία γίνεται οργή
μα ήταν ανήμπορος
γέρος πολύ
γερνούσε κι άλλο από τα κλάματα
είχε κι εκείνη τη σπαθιά που του ’σκιζε το φρύδι και το μάγουλο
άγιος του ’σωσε το μάτι, έβλεπε
έβλεπε σωστά
τίποτα δεν έβλεπε από τα κλάματα
κι ο κάμπος κάτω, έξω απ’ τη σπηλιά, μέσα στο χιόνι
χωριά καμένα
οι εκκλησίες όλες ίσωμα
οι άνθρωποι σκυφτοί
δεν τον βλέπανε που κατέβαινε κλαίγοντας
δεν βλέπανε τίποτα
“τα μπασταρδάκια μου”, μουρμούριζε
σκούπιζε κάθε τόσο τα μάτια του
"τα μπασταρδάκια μου"
κατέβαινε γέρος πολύ, αλλιώς νέος
μέσα στα αίματα
κλαίγοντας
τίποτα δεν έβλεπε από τα κλάματα…
_____________
Στις 13 Οκτωβρίου του 1904, σκοτώθηκε στο χωριό Στάτιστα της Καστοριάς ο μακεδονομάχος Παύλος Μελάς.
Το αντέγραψα από τη σελίδα φβ του ποιητή, με τις ευχαριστίες μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου