29.8.19

Λιλίκα Νάκου: "Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω"

Το κείμενο αυτό είναι μια σειρά 4 άρθρων που έγραψε η Λιλίκα Νάκου για την εφημερίδα Ακρόπολι και που δημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες τον Φεβρουάριο του 1936. Θέμα του είναι το γκέτο των πορνών στα Βούρλα, το κρατικό πορνείο, που λειτούργησε εκεί για εξήντα περίπου χρόνια, και η προσωπογραφία κάποιων των εκεί γυναικών των οποίων το προτρέτο κάνει με πολύ σεβασμό και αγάπη η Νάκου. Ευχαριστώ το φίλο μου Δημήτρη Νικολούλια που βρήκε και μου προσέφερε τις σελίδες της εφημερίδας, απ' όπου και η αντιγραφή
Γ.Δ., 
Jiagogina


ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΙΣ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΗ ΕΝ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

εφημερίς Ακρόπολις, Φεβρουάριος 1936
ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΟΣ ΛΙΛΙΚΑΣ ΝΑΚΟΥ

Ο σύνδεσμος των Δικαιωμάτων της Γυναίκας ανέθεσε εις την δίδα Λιλίκαν Νάκου να επισκεφτεί τους κακοφήμους οίκους των Αθηνών και του Πειραιώς, διά να εξακριβώσει την επικρατούσαν εις αυτους κατάστασιν και εισφέρει με τις παρατηρήσεις της μιαν συμβολήν εις το κοινωνικόν πρόβλημα: Πρέπει να υπάρχουν αυτά τα σπίτια; Ή να καταργηθούν ; Η συνεργάτις μας δεν επήγε εκεί με τας διόπτρας μιάς ψυχράς ερευνητρίας. Η εκλεκτή καλλιτέχνις που επλούτισε τα ελληνικά γράμματα με δύο – τρία συναρπαστικά βιβλία, και η οποία εδημιούργησεν εις την Ακρόπολιν, μίαν ευγενεστάτην στήλην θερμού ανθρωπισμού και ευαισθησίας δι’ όλας τα όψεις του πόνου, επεσκέφθη τις γυναίκες της αμαρτίας, γεμάτη από συγκατάβασιν και κατανόησιν. Δεν βάζει εις μάτην επί κεφαλής της μελέτης της την φράσιν του Χριστού: «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω!». 
Με αυτήν την διάθεσιν είδε τον θλιβερόν πληθυσμόν των κακόφημων σπιτιών. Κατώρθωσεν ακόμη μέσα εις την λάσπην να ανακαλύψει μερικούς αδάμαντας και εις το σκοτάδι ακτίνας φωτός, που δείχνουν ότι η ανθρώπινη φύσις διασώζει ικανότητας αγνότητος και καλωσύνης μέχρι των τελευταίων βαθμίδων της καταπτώσεως. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Λ. Ν. εφιλοτέχνησε με το απέριττον ύφος της μερικάς θαυμασίας εικόνας από την ζωήν της αμαρτίας, τας οποίας θεωρούμεν ενδιαφέρον να δώσωμεν  από σήμερον εις τους αναγνώστας της Ακροπόλεως.

Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω!

1οάρθρο


Κακόφημα σπίτια του Πειραιώς. Τα Βούρλα! Λέξεις, ονόματα, που μας προκαλούν τον οίκτο ή τη φρίκη. Σπίτια που ζούνε γυναίκες καταδικασμένες στην ελεεινότερη ζωή. Μα τι ήξερα κι εγώ για τα σπίτια αυτά. Και περίμενα στο σταθμό του Πειραιώς, μπροστά, τον συνεργάτη μας που με ειδική άδεια θα με οδηγούσε να δω την κόλαση αυτή. Είχα ακούσει πως γίνονται συμπλοκές, ακόμα και την ημέρα, εκεί. Πως είναι επικίνδυνο μια γυναίκα μοναχή, να εισδύσει εις το «φρούριον», όπου εκατό γυναίκες μέσα στα Βούρλα ζούνε υπό την επίβλεψη αστυνομικής δυνάμεως. Είχα τόσα ακούσει.
Αλλά η ώρα περνούσε και κανένας δεν ερχόταν να με πάρει από το σταθμό.
Ρώτησα έναν αστυφύλακα αν πραγματικά είναι επικίνδυνο για μόνη μια γυναίκα να τριγυρίζει στις συνοικίες αυτές: «Καλύτερα να μην πάτε», μου απήντησεν ο πόλισμαν. Προχτές γίνηκε ένας φόνος. Ένας ψαράς, στις έντεκα το πρωί, σκότωσε μια γυναίκα. Χρειάζεται και ειδική άδεια… ή να πάτε με έναν χωροφύλακα… Οι ίδιες οι γυναίκες μπορούν να σας κακοποιήσουν. Έχει συμβεί και αυτό σε κάποια φιλάνθρωπο κυρία που ήθελε να πάει κοντά να τους μιλήσει.»
Να τι μου απήντησεν ο αστυφύλαξ. Και η ώρα περνούσε… Κόντευε μεσημέρι… Κοντοστάθηκα ακόμα λίγο και ύστερα απεφάσισα να πάω μοναχή. Ευχαριστήθηκα μάλιστα σαν καλοσκέφτηκα πως δεν είχα κανένα συνοδό άντρα κοντά μου. Πιο εύκολα θα μιλούσα με τις γυναίκες. Μια γυναίκα με την άλλη συνεννοείται πολύ καλύτερα, όταν δεν μπαίνει τρίτος, και προπαντός ένας άντρας! Αλλιώτικα θα κουβεντιάζαμε μαζί. Πιο ελεύθερα. Ίσως μάλιστα, ναι, ίσως, να μ’ άνοιγαν και την καρδιά τους οι γυναίκες αυτές!
Αλλά είχαν καρδιά; Είχαν ψυχή, ανθρωπισμό οι γυναίκες των κακόφημων οίκων; Από τους άνδρες δεν κατάλαβα ποτέ τίποτα απ’ όσα διηγούνται γι’ αυτές. Ή τις βλέπουν ως δοχεία ηδονής αναίσθητα, και τίποτα άλλο. Ή πάλι τις νομίζουν αγγέλους, επηρεασμένοι από τη φιλολογία. Γιατί καμιά από τις γυναίκες αυτές δεν ανοίγει την καρδιά της εύκολα εις τον πελάτη της. Άθελα κιόλας τον κοροϊδεύει, άθελα θέλει να του φανεί καλύτερη ή χειρότερη, πάνω στη διάθεση της στιγμής.
Πώς θα φερνόταν σε μένα μια γυναίκα; Γιατί να με χτυπήσουν ή να με διώξουν; Θα τους έλεγα, όπως άλλωστε είναι και η αλήθεια, πως δεν πήγαινα τόσο για «έρευνα», αλλά απλώς ως άνθρωπος στον συνάνθρωπό του… Να τι συλλογιζόμουν μέσα στο τραμ και στο δρόμο που με πήγαινε προς τα Βούρλα.
Ρωτώντας, λοιπόν, έφτασα στη Δραπετσώνα. Εκεί λίγο πάρα πάνω σ’ ένα στενό δρομάκι είναι τα Βούρλα.
Ένας τοίχος μεγάλος που περιτοιχίζει ένα απέραντο μέρος. Μια πόρτα μεγάλη. Στο βάθος κάτι σπιτάκια. Να τι πρωτοείδα. Ρώτησα μια γυναικούλα της συνοικίας αν τα Βούρλα είναι αυτά που βλέπω. Με κοίταξε με αντιπάθεια. Τέλος είπε μέσα απ’ τα δόντια της με κακία: «Εκειδά είναι οι παλιογυναίκες που ντροπιάζουν τη γειτονιά και μας χαλάνε τον αέρα!»
Κάθισε και με κοίταξε απειλητικά που έμπαινα κι εγώ μέσα στα Βούρλα. Δεν τις χωνεύουν στη γειτονιά. Να τι κατάλαβα. Ο χωροφύλακας που φύλαγε εκεί, όταν είπα τον σκοπό της επισκέψεως, με άφησε να περάσω. Τον ρώτησα σχετικά με τις γυναίκες: «Περάστε να δείτε μονάχη σας. Θα βρείτε καμιά να μιλήσετε… Φτάνει να τύχετε σε καμιά καλή!»
Και τράβηξα προς την απέραντη αυλή. Δεν ήξερα πού να κατευθυνθώ και προπαντός πώς ν’ αρχίσω την κουβέντα μου με τις γυναίκες. Καθόμουν κει πέρα ορθή, μη ξέροντας τι να πω. Έβρεχε τώρα σιγά. Η μέρα ήταν σκοτεινιασμένη και υγρή. Μεγάλα σύννεφα περνούσαν από τον ουρανό και άνεμος πολεμούσε να ξεριζώσει ένα μικρό δεντράκι – το μόνο – μέσα στη γυμνή κι απέραντη πλατιά αυλή. Μια γυναίκα με σηκωμένο το γιακά του πανωφοριού της και με μακρύ φουστάνι βραδινό, έμπαινε τρέχοντας προς την πόρτα. Κρατούσε τσιγάρα στα χέρια. Της φώναξα: «Δεσποινίς! Μια στιγμούλα, παρακαλώ… Γυρεύω μια κοπέλα που λέγεται Μαρία Τάδε… Μήπως την ξέρετε;;»
Η γυναίκα κοντοστάθηκε. Ήταν νέα βέβαια, αλλά με κουρασμένο πρόσωπο. Ήταν μελαχρινή και η έκφρασίς της καλή. «Μαρία;», είπε με βραχνή φωνή. «Μαρία; Μα είναι πολλές Μαρίες. Το παρατσούκλι της να μου πείτε. Εδώ ξεχνάμε τα ονόματά μας!»
Η βροχή τώρα είχε δυναμώσει. Η γυναίκα άρχισε να βήχει. «Κάνει και ψύχρα», μου λέει, «Δεν έρχεστε στο καφενείο; Εκεί θα ρωτήσουμε για ποια Μαρία λέτε…»
Ακολούθησα τη γυναίκα. Δεν μου μιλούσε τώρα παρά μονάχα μου έριχνε ματιές πού και πού. Ένιωθα πως με παρατηρούσε καλά – καλά! Περάσαμε όλην την πλατεία, μπήκαμε σε κάτι σπιτάκια, τα περάσαμε και αυτά και τέλος βρεθήκαμε σε ένα καφενείο. Πέντε έξι γυναίκες με ρόμπες καθισμένες στις καρέκλες κουβεντιάζαν. Μόλις μπήκα, τα μάτια τους καρφώθηκαν σε μένα.
«Ποια είναι τούτη;», ρώτησε μια χονδρή εχθρικά.
«Γυρεύω μια Μαρία Τάδε» είπα. «Την είχαμε στο σπίτι και ήθελα να την ξανάβλεπα γιατί την αγαπούσα».
Οι γυναίκες με περικυκλώσαν. Με κοίταζαν με αντιπάθεια. Η χοντρή φωνάζει, «Μπας κι είναι καμιά απ’ αυτές που έρχονται δω πέρα για να μας πούνε ν’ αλλάξουμε τάχα δουλειά, και πως είναι ντροπή…»
«Δεν έχω να κρίνω κανέναν», είπα γρήγορα, μην τύχει κι αγριέψουν κιόλας. Και πράγματι τι είμαι εγώ για να κρίνω και επικρίνω την τύχη και τη δυστυχία του συνανθρώπου μου; Πιάσαμε κουβέντα. Την πρώτη δυσκολία την είχα ξεπεράσει. Καθίσαμε γύρω από ένα τραπεζάκι του καφενείου. Οι γυναίκες άρχισαν να ρωτάνε εμένα ποια είμαι, τι δουλειά κάνω, πώς με λένε… Ο καφετζής έβαλε και μια λατέρνα να παίξει. «Άστηνε καημένε, πρωί – πρωί… Μουζική τέτοια ώρα! Άσε να κουβεντιάσομε με την γυναίκα!»
Μιλούσαν όλες μαζί και δεν καταλάβαινα τίποτα, γιατί άρχισαν να λογομαχούν αναμεταξύ τους. Η μελαχρινή, η πρώτη που συνάντησα, και που λεγόταν Μυρσίνη, με κάλεσε στο δωμάτιό της, «Έλα να πάρεις ένα καφέ σε μένα… Δεν έρχεται τώρα πελάτης…». «Ευχαρίστως», είπα, γιατί ήθελα να δω και τις κάμαρές τους.
Μαζί μας ήρθε κι ένα κοριτσόπουλο ως δεκαεφτά χρονών. Είχε μπούκλες. Τα μαλλιά τα είχε ριγμένα στους ώμους και τα έδενε με μια κόκκινη κορδέλα. Ήταν όμορφη, με γαλανά μεγάλα μάτια. Είχε ακόμα κάτι το μόρτικο και το παιδιάστικο μαζί. Με δυο κουβέντες που ανταλλάξαμε κατάλαβα πως ζούσε εκεί μέσα δίχως συνείδηση της καταστάσεώς της. Ιδέα δεν είχε του καλού και του κακού. Γελούσε και έμοιαζε καλά, να βρίσκεται πολύ καλά μέσα στα Βούρλα.
«Πόσο χρονών είσαι», τη ρώτησα, καθώς διασχίζαμε και πάλι την αυλή.
«Είμαι δεκάξι, μα λέω παραπάνω. Δε φαίνομαι για μεγάλη;» Και έκανε όπως κάνει ένα κοριτσάκι που θέλει να παίξει την κυρά. Και πηδούσε και γελούσε γύρω μου. Ήθελε όλο να μιλά: «Μένα να ρωτήσεις, κυρά, για τη Μαρία που γυρεύεις. Εγώ να σου πω. Εγώ να σε γυρίσω στις κάμαρες. Και να σου πω και την ιστορία μου!»
Άλλο που δεν ήθελα. Ωστόσο, είχαμε φτάσει στο δωμάτιο της Μυρσίνης. Ήταν σα κελί, στενό, μ’ ένα μικρό παραθυράκι. Τον περισσότερο χώρο τον έπιανε ένα μεγάλο κρεβάτι. Από πάνω ένας σταυρός κεντημένος σε καμβά. «Τα έπιπλα αυτά κάνουν επτά χιλιάδες», μου είπε αμέσως η Μυρσίνη με περηφάνια. «Εγώ θέλω οι πελάτες μου να βλέπουν ωραία έπιπλα Δεν μ’ αρέσει να είμαι κουρελού!», εξακολούθησε η Μυρσίνη. «Είναι άλλες που ξοδεύουν στους αγαπητικούς τα λεφτά τους. Εγώ δόξα τω Θεώ, έπεσα σε καλά χέρια, εκτός από μια φορά που μ’ έσπασε τα πλευρά στο ξύλο. Εκτός…»
«Και άλλη μια φορά τις μασέλες και σε πήγαμε στο φαρμακείο», της απάντησε η μικρή με τον κόκκινο φιόγκο. «Ναι, εκτός από όλα αυτά, και που άμα θυμώσει λιγάκι βγάζει μαχαίρι, είναι καλός ο Μήτσος. Παράπονο δεν έχω. Μα κάτσε να σου ψήσω έναν καφέ…»
Η Μυρσίνη έκανε την νοικοκυρά. Όπως η πόρτα ήταν ανοιχτή, μπήκε και μια άλλη κοπέλα. «Να σου συστήσω τη Θεανώ. Είναι φιλενάδα μου. Σαν βροντάει, σαν φοβόμαστε, σαν πέφτει ξύλο στο καφενείο, κλεινόμαστε μαζί δω πέρα και κάνομε συντροφιά»
«Και ποια ώρα σας κλείνουν τη νύχτα την πόρτα;», ρωτώ τα κορίτσια
«Εις τις δώδεκα δεν επιτρέπονται πια οι επισκέψεις. Μα από το πρωί είναι ελεύθερα. Οι πελάτες έρχονται καμιά φορά και πρωί… Αναλόγως βλέπεις, και τα παπόρια πότε πιάνουν Πειραιά…», λέγει η Μυρσίνη ψήνοντας τον καφέ.
«Τώρα, μετά την επανάσταση του Μάρτη, έκοψε η πελατεία», είπε η Θεανώ. «Πριν από το Μάρτη είχαμε σαράντα πενήντα πελάτες την ημέρα η κάθε μία… από εικοσιπέντε δραχμές, κάνουνε κάμποσα λεφτά…»
«Και δεν τα βάζετε κατά μέρος;», ρώτησα τα κορίτσια.
Τα κορίτσια γέλασαν. Σάματι, σαν πεθάνομε, τα λεφτά θα τα πάρομε μαζί;» Η Μυρσίνη είπε: «΄Γω θα είχα πιο πολλά. Μα να, έχω ένα παιδί σε παραμάνα. Όλο κι αρρωστάει… Τις προάλλες μου φύγαν πολλά λεφτά… Από κοκίτη έπαθε ιλαρά και το χτύπησε στα νεφρά. Μα ας γίνει καλά το πουλάκι μου…». Και η Μυρσίνη αναστενάζει. Η Θεανώ τότε είπε: «Να το δεις τι καλό παιδάκι είναι… Μια φορά το έφερε δω και πήγαμε όλες να το πνίξομε στα φιλιά… Θυμάσαι, Μυρσίνη;» Αλλά η Μυρσίνη έβηχε πάλι ξανά. «Δεν ξέρω τι έχω», είπε, «Κρύωσα… Είχα ένα πελάτη γρουσούζη προχτές που με ήθελε ξέντυτη. Και κρύωσα…» Η Θεανώ είπε: «Είναι μερικοί πελάτες που δε σε λυπούνται. Εγώ άμα βλέπω καλοντυμένον, φοβάμαι. Οι εργάτες, όχι. Κάθονται μια στιγμή, και φεύγουν».
Τα κορίτσια γέλασαν. Κείνη τη στιγμή κτύπησε η πόρτα. Ήταν πελάτης «Πάρ’ τον συ!», είπε η Μυρσίνη της φίλης της.
«Να μην εμποδίζω την πελατεία!», είπα τότε εγώ και σηκώθηκα να φύγω, «Δεν πρέπει να χασομερήσετε για μένα…»
«Όχι, όχι», φώναξε η Μυρσίνη, «γυναίκα που να κουβεντιάσουμε δεν βλέπουμε ποτέ εδώ… Κάθισε να τα πούμε… Πες μας κι εσύ τη ζωή σου. Πιες τον καφέ… ή μήπως συχαίνεσαι; Δεν έχω τώρα αρρώστια. Ο γιατρός μάς επιβλέπει κάθε μέρα».
  Η Θεανώ πήρε τον πελάτη της Μυρσίνης και έφυγε. Έμεινα τότε εγώ με τη μικρή την ξανθή και την Μυρσίνη. Είχαμε γίνει φιλενάδες, μια που μου μίλησε για το παιδί της. Άμα μιλούσε γι’  αυτό, γλύκαινε το πρόσωπό της. Μου έδειξε και τη φωτογραφία του. «Εδώ είναι μωρό. Είδες τι όμορφο που είναι; Κι εδώ, σε τούτη τη φωτογραφία, είναι πέντε χρονών. Του έχω αγοράσει ένα κοστουμάκι ναυτικό. Το λέω, ξέρεις πώς; Φράγκικο όνομα, από έναν Εγγλέζο ναύτη που ήταν καλός μαζί μου. Ήταν άρρωστο και αβάπτιστο τότε το παιδί, κι έκλαιγα. Του ΄δειξα τη φωτογραφία, κατάλαβε με τα νοήματα πως ήταν το παιδί μου, με άφησε  και έφυγε. Μου έβαλε και εκατό δραχμές στο χέρι και μου ΄δειξε την φωτογραφία: «Για το παιδί του άρρωστο, σα να να μου έλεγε. Έτρεξα πίσω του να μάθω τ’ όνομά του. Ο οδηγός του τον ρώτησε πώς τον λένε. Πάτρικ, θυμάμαι, μου είπε. Κι εγώ τον βάφτισα έτσι, μα τον φωνάζω Πίπη!»
Και η Μυρσίνη φίλησε τις φωτογραφίες του μικρού Πάτρικ ή Πίπη.

2οάρθρο

Είχε περάσει το μεσημέρι και ακόμα μιλούσαμε με τα «κορίτσια». Σηκώθηκα, τέλος, να φύγω. Αλλά οι γυναίκες με κάλεσαν να φάγω μαζί τους: «Έλα να δεις την τραπεζαρία μας!», μου είπε η Μυρσίνη.
Για να πάμε εκεί διασχίσαμε και πάλι την πλατεία, που είναι στη μέση του συνοικισμού αυτού. Διασχίσαμε ακόμα την καινούργια πτέρυγα των δωματίων που κατοικούσαν οι γυναίκες. Ήταν στη σειρά νεόκτιστες και καθαρές κάμαρες ασπροασβεστωμένες. Μπροστά ο διάδρομος πλακοστρωμένος με πολλές γλάστρες. 
Περνώντας σε κάθε πόρτα μπροστά στα δωμάτια διάβαζα και το όνομα της γυναίκας που το κατοικούσε. Οι περισσότερες πόρτες ήταν ανοικτές την ώρα αυτή. Είδα τις γυναίκες σαν καλές νοικοκυρές που συγύριζαν μέσα τα ρούχα τους ή τα δωμάτιά τους. Το εσωτερικό των δωματίων που επεσκέφθηκα ήταν πολύ καθαρό. Μερικές μάλιστα κάμαρες ήταν συγυρισμένες με γούστο. Ένα γούστο απλοϊκό, βέβαια. Μια κορνίζα φτιαγμένη έξαφνα από στάχια. Ένα κουτί στολισμένο με κοχλιδάκια, δώρον πιθανόν κανενός ναύτη.
Και πάντα στο κομοδίνο ή στην εταζέρα μια φωτογραφία ενός προσώπου προσφιλούς, που αν ήταν συγγενής, αλίμονο! Ποτέ πια δεν βλέπαν.
«Ποιος συγγενής, παιδάκι μου, θα καταδεχθεί να ΄ρθει δω πέρα να μας δει; Για μας, στο χωριό , λένε πως είμαστε πεθαμένες. Κανένας δικός βέβαια δεν θέλει να μας ξέρει!...»
«Τι λες! Ανάγκη που έχομε!», είπε η μικρούλα η Ξανθή, το κοριτσάκι των 16 χρόνων.
Η Θεανώ που ήταν μεγαλύτερη κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρει τι καημός που είναι να είσαι στον κόσμο έρημος και μονάχος! Είναι μικρούλα ακόμα…»
Απέναντι στην πλατεία ήταν άλλη μια σειρά δωμάτια. Περάσαμε από μπροστά. Όσες γυναίκες δεν είχαν μέσα πελάτη καθόντουσαν σε μια καρέκλα και περιμέναν.
Μπροστά σε μια κλειστή πόρτα είδα ένα παιδάκι  οκτώ ετών, με μια κατσαρόλα στο χέρι να περιμένει ορθό. Μια γυναίκα του έλεγε: «Μην πας μέσα, αγόρι μου, περίμενε. Η μάνα σου έχει μέσα έναν πελάτη. Τώρα, όπου να ΄ναι, θά ΄βγει….»
Κοντοστάθηκα εκεί να δω τι θ’ απογίνει με το παιδί. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και βγήκε ένας άντρας βιαστικός. Αμέσως κατόπι παρουσιάστηκε μια γυναίκα, νέα ακόμα. «Α, συ είσαι χρυσό μου; Λεφτά θέλεις παιδάκι μου;»
Και η γυναίκα μπήκε ξανά στο δωμάτιο. Σε λίγο πάλι βγήκε, έσκυψε, φίλησε το αγοράκι και κάτι του έδωσε. Ο μικρός έφυγε και η γυναίκα ορθή στο κατώφλι το κοίταξε και ύστερα αναστέναξε βαθιά.
Η Θεανώ με σκούντηξε. «Είναι δικό της. Έχει δυο παιδιά, η καψερή, και αυτή τα θρέφει… Τα έχει σε κάποιο σπίτι δω κοντά, σε μια γριά…»
Προχωρήσαμε τον πέτρινο διάδρομο και περνώντας μπροστά από τα δωμάτια διάβαζα τα ονόματα των γυναικών: Χρυσάνθη, Δέσποινα, και Μαρία, ονόματα που κάποια έρημη μάνα, ποιος ξέρει πού, προφέρει ακόμα με δάκρυα στα μάτια για τη χαμένη κόρη της. Ποιος θα το έλεγε ποτέ, σαν ήταν παιδούλες και παίζαν και γελούσαν αμέριμνες στα σοκάκια της Σμύρνης, ή στα χωριά των νησιών μας, ότι η Μοίρα, σκληρή, τους ετοίμαζε το θλιβερό κρεβάτι που τώρα κυλιώνταν;
Χρυσάνθη, Δέσποινα, Μαρία ή Κυριακούλα, γυναίκες αμαρτωλές, που ζείτε την πιο θλιβερή εξευτελιστική ζωή, που ένα πλάσμα του Θεού μπορεί να ζήσει. Πόσο ο πόνος σας πρέπει να είναι και δικός μας! Είσθε καταδικασμένες να υποφέρετε την πιο απάνθρωπη ζωή και όλους τους εξευτελισμούς.
Όμως τίποτα από αυτά δεν κατέστρεψαν στην ψυχή σας τον ανθρωπισμό, τη συμπόνια και τη στοργή. Με συγκίνηση άκουσα την ιστορία της Ασπασίας της Κουφής σαν έπαθε τύφο.
«Με κανένα τρόπο δεν ήθελε να την σηκώσουν να την πάνε στο νοσοκομείο», μου έλεγε η Μυρσίνη. “Θα πεθάνω έρημη μέσα στις νοσοκόμες!”, φώναζε. Τότε η Θεανώ, η Χρυσάνθη, και η μικρούλα που βλέπετε, και εγώ είπαμε με τη σειρά μας να την περιποιόμαστε και να μην αφήσουμε να την πάρουνε. Έτσι και έγινε. Δυο μήνες την ξενυχτούσαμε. Τώρα είναι καλά. Είναι μεγάλη στα χρόνια και την έχομε σαν μάνα».
Η ιστορία της κάθε γυναίκας που βρίσκεται στα Βούρλα είναι πολύ θλιβερή. Κοριτσάκια που από μικρά παραστρατήσαν, χωριατοπούλες άβγαλτες που μετά το «πάθημά τους» δεν τολμούσαν να γυρίσουν στο σπίτι από το φόβο του πατέρα ή του αδερφού. Η Ξανθούλα έτσι λέει της συνέβηκε. Είναι από ένα χωριό της Μυτιλήνης. Κυλίστηκε μια μέρα μ’ ένα αγόρι στα χορτάρια. Σαν κατάλαβε τι έπαθε, φοβήθηκε και έφυγε από το χωριό. Κάτω στη χώρα ζητιάνευε. Ήταν δεκατεσσάρων χρονών κοριτσάκι. Ύστερα μπήκε «δούλα» σε σπίτι. Μα η κυρά της σαν είδε πως ήταν έγκυος την πέταξε και πάλι στους δρόμους. Τι να γίνει; Μπήκε σε ένα σπίτι. Από κει γνώρισε έναν σωματέμπορο που την έφερε στον Πειραιά. Την έδερνε, της έπαιρνε όλα τα λεφτά.
«Στο τέλος, με τσάκωσε η αστυνομία για αδήλωτη και μ’ έφερε εις τα Βούρλα».
Αυτά μου έλεγε η Ξανθούλα, ώσπου να φτάσομε στην τραπεζαρία, που ήταν δίπλα από ένα κτίριο σκοτεινό και παλαιό. Το πρώτο που κτίστηκε εδώ μέσα. Οι σκάλες είναι σαραβαλιασμένες και φαγωμένες σαν να πέρασε ασκέρι κόσμος από δω. Το φως είναι λιγοστό.
«Εδώ μέσα είναι απελπισία», μου λέει η Ξανθούλα. Έχει και υγρασία. Κάθουνται όλες οι γριές».
«Πάμε πρώτα να φάμε, πεινώ!», είπε η Μυρσίνη, τραβώντας με από το χέρι. «Εγώ θα σου κάνω το τραπέζι, θα παραγγείλω ένα κοτόπουλο ψητό… Αν αρνηθείς, θα με προσβάλεις!»
Κάτω η τραπεζαρία ήταν μια πελωρία αίθουσα πλακοστρωμένη, με πολλά τραπέζια. Όλα ήταν κατακάθαρα και οι λευκοί μουσαμάδες λάμπαν. Ο κυρ-Αργύρης κρατούσε χρόνια το μαγαζί. Είναι ένα καλό γεροντάκι που μιλά στις γυναίκες με ένα τρόπο πατρικό. Στις φτωχές, που δεν έχουν πελατεία και, επομένως, ούτε να φάνε, κάνει ευκολίες. Ο κυρ-Αργύρης με έναν μικρό που τον βοηθεί, είναι οι μόνοι άνδρες μέσα στην τραπεζαρία. 
«Οι πελάτες δεν τρώνε μαζί μας ποτέ. Αν τύχει και έρθει κανένας αγαπητικός μας… μα κι αυτός δεν θέλει…»
Κοιτώ απ’ έξω από τα δυο παράθυρα με κιγκλιδώματα την αυλή και στο βάθος τους χωροφύλακες που φυλάνε σκοπό.
Ύστερα κοιτώ τους τοίχους, που είναι στολισμένοι με εικόνες όλο καράβια και φοβερά ναυάγια. Οι γυναίκες σιγά μπαίνουν μέσα για να φάνε. Τρώνε τρεις τέσσερις μαζί. Μιλάνε σιγά αναμεταξύ τους. κανένα άσεμνο αστείο. Σε λίγο παύουν ολότελα οι ομιλίες. Μια κατήφεια πλανιέται στην αίθουσα. Είναι η ώρα της ξεκουράσεως.
Σ’ ένα τραπεζάκι παρακάτω κάθονται δυο γυναίκες που μ’ όλο το φτιασίδι και την καραμπογιά στα μαλλιά, φαίνονται γριές. Τα ρούχα τους είναι τριμμένα. Είναι δυο θλιβερές υπάρξεις που δεν έχουν ούτε όρεξη να φάνε. Η Θεανώ με σκούντηξε.
«Δεν τις καψερές. Συχνά δεν έχουν ούτε να φάνε. Κανένας δεν τις θέλει. Είναι γριές. Καμιά φορά εγώ στέλνω κανένα πελάτη…»
«Και γιατί μένουν εδώ και δεν πάνε να δουλέψουν;»
«Τι δουλειά να κάνουν; Δούλες; Κανένα σπίτι δεν τις παίρνει. Εργάτριες πάλι να πάνε, δεν θα βαστήξουν, γιατί είναι άρρωστες από μητρικά».
«Καλά», λέω, «και σαν γεράσουν λοιπόν οι γυναίκες εδώ τι απογίνονται;»
«Γίνονται ζητιάνες στον δρόμο, αν δεν έχουν νου να μαζέψουν λεφτά»
«Και αυτές που έχουν λεφτά τι κάνουν;»
«Όσες μπορούν ανοίγουν σπίτια και εκμεταλλεύονται τα κορίτσια. Μα οι περισσότερες τρώνε τα λεφτά τους. Τις προάλλες ήρθε εδώ μια γριά και μας ζήτησε να κοιμηθεί και να φάει ψωμί. Είχα να φάει τρεις μέρες, μας έλεγε. Είχε κάνει δεκαπέντε χρόνια στα Βούρλα. Και ήρθε εδώ να πεθάνει κοντά μας. Γιατί πέθανε. Γύρευε μάλιστα και παπά. Μα δεν την πρόφταξε ούτε να την κοινωνήσει. Αμαρτωλή θα παρουσιαστεί μπροστά στο Θεό…»
«Άσε τις λυπητερές κουβέντες», είπε η Ξανθούλα των δεκάξι χρονών. «Εγώ δεν θα γεράσω ποτέ. Μου είπε μια γύφτισσα πως θα με σκοτώσει κάποιος! Τόσο το καλύτερο!»
Και γελούσε η Ξανθούλα, σαν να έλεγε το πιο αστείο πράγμα του κόσμου.

3οάρθρο

Σαν απόφαγαν είδα πως ένα από τα «κορίτσια» έκανε το σταυρό του. Παρετήρησα επίσης πως πολλές γυναίκες απ’ αυτές πριν να καθίσουν να φάνε «ψωμί» σταυροκοποιούνταν. Άθελα τότε τις ρώτησα κάτι, που και αμέσως το μετάνιωσα για τη λύπη που τους προξένησα:
«Πάτε, κορίτσια, καμμιά φοραά στην εκκλησία; Τα Χριστούγεννα τι κάνετε, εργαζόσαστε και κείνη την ημέρα;»
Τα «κορίτσια» δεν μίλησαν. Βάλαν κάτω το κεφάλι. Η Ξανθούλα, που πάντα γελούσε, σοβάρεψε για μια στιγμή. Σαν σήκωσε μάλιστα τα γαλανά παιδιάστικα μάτια της μου φάνηκαν – ή πραγματικά ήταν δακρυσμένα; -  γιομάτα δάκρυα.
«Πήγαμε μια φορά στην εκκλησία, εδώ στη γειτονιά. Πάει καιρός. Μα δεν το ξεχνάμε. Γιατί αμέσως, μόλις πατήσαμε κι οι τρεις, όλες  οι “τίμιες”  γυναίκες γυρίσανε, μας αγριοκοιτάξανε κι αρχίσανε να μας φτύνουνε στα μούτρα. Τότε εγώ έμπηξα τις φωνές και άρχισα να βρίζω. Η λειτουργία σταμάτησε. Τέλος, έγινε φασαρία και μας βγάλανε έξω από την εκκλησία, κακήν κακώς…»
Δεν μιλούσανε τώρα και οι τρεις γυναίκες. Η μεγαλύτερη είπε αναστενάζοντας: «Έχουν δίκιο, γιατί είμαστε αμαρτωλές. Ούτε ο παπάς δεν μας κοινωνάει εμάς. Στην εκκλησία, λοιπόν, πώς μπορούμε να μπούμε;»
Και άθελα θυμήθηκα τα λόγια του Χριστού: «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω!». Αλλά τα λόγια του Χριστού εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια τα είχανε ξεχάσει και, προ πάντων, οι Χριστιανοί. Και να τώρα, τις γυναίκες αυτές που με τόση αγάπη θα έκρινε ο Θεός, γιατί ήταν και αυτά πλάσματα απολωλότα, ούτε στον Οίκο Του να πάνε να κλάψουν δεν μπορούσαν.
Έξω τώρα έβρεχε σιγά. Η βροχή ακουγόταν να πέφτει πάνω στη σκεπή από τζίγκο και ο αέρας όλο και δυνάμωνε.
«Θα έχουνε φουρτούνα στη θάλασσα όξω όσοι είναι με τα καράβια», είπε η Μυρσίνη που αγάπαγε τους θαλασσινούς.
«Είναι καλοί άνθρωποι οι θαλασσινοί. Έρχονται, φεύγουν, δεν σ’ ενοχλάνε ποτέ. Μια φορά σε μένα ερχότανε ένας θερμαστής. Δεν είχε κανέναν στον κόσμο: Είμαι πεντάρφανο παιδί, μου έλεγε. Άσε με να σ’ αγαπώ. Κανένας δε με περιμένει σαν πιάσει το παπόρι στον Πειραιά. Όλοι πάνε στα σπίτια τους. Εγώ έρχομαι δω πέρα. Και καθόμαστε μονάχα και κουβεντιάζαμε. Αυτός μου χάρισε το κουτί με τα κοχλιδάκια. Μια μέρα μου είπε: Αν θέλει ο Θεός, θα σε παντρευτώ… Είσαι καλή γυναίκα και τ’ αμαρτήματά σου ο Θεός θα στα συγχωρέσει΄. Και έβγαλε και τούτο δα το δαχτυλίδι που φορώ και μου το έδωκε για αραβώνα. 
»Δεν πίστευα με τ’ αυτιά μου ό,τι άκουγα. Πώς να πιστέψω τέτοιο θάμα; Τότε έπεσα στην αγκαλιά του και ύστερα έπιασα και του φιλούσα τα χέρια. Με ένα στεφάνι στο κεφάλι και γίνερσαι κυρά τιμημένη.
»Περίμενα. Πέρασε καιρός. Πολύς καιρός. Α, είπα, λόγια μου είπε και αυτός της στιγμής. Και άρχισα να τον μισώ. Το βράδυ μεθούσα και έσπαζα τα ποτήρια. Από καιρό, λαβαίνω ένα γράμμα από την Αμερική. Η καρδιά μου αμέσως ένιωσε πως ήταν από αυτόν και ας ήμουν μεθυσμένη. Το γράμμα έλεγε: ΄Κυρία Μυρσίνη, ο Σταύρος πέθανε στο Ρίο Ιανέιρο από τύφο. Εγώ είμαι ένας φίλος του και ζω κάτω στα καζάνια. Μου είπε να σου γράψω πως να τον συγχωράς που πέθανε και δε σε πήρε. Μ’ άφησε μια φωτογραφία να σου δώσω. Τον φωτογράφισα νεκρό. Αυτά και μένω και υγείαν να χαίρεσθε. Μιχαήλ Βρούσκος, θερμαστής΄»
Το γράμμα η Μυρσίνη το είχε κρυμμένο μέσα σ’ ένα πάνινο φυλαχτό, με ένα κουμπάκι. Όταν την πιάναν τα μεράκια και την έσφιγγε η μοναξιά, το έβγαζε και το φιλούσε. Ήταν ένα κουρελιασμένο χαρτί χιλιοδιπλωμένο, που τα δάκρυα της Μυρσίνης είχαν σβύσει τα περισσότερα γράμματα.
Καμιά από εμάς τώρα δεν μιλούσε στη μισοσκότεινη τραπεζαρία του σπιτιού των αμαρτωλών γυναικών. Έξαφνα, ένα καράβι κάπου κοντά, εκεί στο λιμάνι, σφύριξε δυνατά. 
«Κακοκαιρία θα ΄χαν τα παιδιά», ξανάπε η Μυρσίνη. «Όλες αυτές τις ημέρες φύσαγε δυνατά και η βοή της θάλασσας τις νύχτες ακούγεται κι εδώ πάνω. Καμιά φορά, σαν δεν μπορώ να κοιμηθώ, συλλογάμαι όλα τα παιδιά που η δουλειά τους τα κρατά στα παπόρια. Συλλογάμαι τους θερμαστές στη σκληρή δουλειά τους. Μου έλεγε ο συγχωρεμένος πόσο λίγο χαίρονται τον ήλιο, σκλαβωμένοι μέσα στα τρίσβαθα του καραβιού». 
«Έρχονται δυο καράβια σήμερα από την Αμερική», λέει η Ξανθούλα. Μου το είπε ο καφετζής. Έρχεται και ένα εγγλέζικο. Τ’ απόγευμα θα έχομε πελατεία»  και άναψε λέγοντας αυτά το τσιγάρο της.
Σηκωθήκαμε να φύγομε. Για κανένα λόγο τα κορίτσια δεν με άφηναν να πληρώσω το φαγί μου.
«Άσε μας, να ζήσεις! Δεν έχουμε συχνά άνθρωπο δικόν μας να φιλεύομε. Μπας και δεν καταδέχεσαι;»
Η Μυρσίνη ήθελε και καλά να μου δείξει έξω το σκυλάκι της, το Λουλού, που το αγάπαγε, γιατί την πονούσε.
«Άσε, καημένη! Περισσότερο μ’ αγαπάει αυτό το ζωντανό, παρά όλοι οι άνδρες που έρχονται δω μέσα».
Η Θεανώ τότε είπε: «Αλήθεια είναι αυτό που λέει η Μυρσίνη. Η μοναξιά μας είναι μεγάλη. Γι’ αυτό πιάνομε και αγαπητικούς. Αλλιώς, είναι κανείς σαν την καλαμιά στον κάμπο. Και ψέματα να σου λέει ο αγαπητικός πως σ’ αγαπάει, και αυτό σου γλυκαίνει την καρδιά». 
«Καλά», λέω, «Μα όταν τύχει και ο αγαπητικός σάς τρώει τον παρά, σας εκμεταλλέυεται…;»
Η Θεανώ τότε απήντησε: «Πρώτα – πρώτα, δεν είναι όλοι οι αγαπητικοί κακοί. Ύστερα – ύστερα (και εδώ η Θεανώ είπε μια μεγάλη σοφία) η αγάπη, παιδί μου, σήμερα πληρώνεται. Οι πλούσιες δίνουν τις προίκες και τα κτήματα του πατέρα τους για ένα στεφάνι και λιγάκι αγάπη. Εμείς, εδώ που βρισκόμαστε, έστω και για μια ψεύτικη αγάπη να μην πληρώσομε;»
Τι ν’ απαντήσει κανείς στα λόγια αυτά της Θεανώς; Είναι γιομάτα αλήθεια και πικρία και ταιριάζουνε πολλές φορές στο στόμα πολλών κοριτσιών που θέλουνε λιγάκι αγάπη με παντρειά. 

ΣΤΗΣ ΑΣΠΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΥΦΗΣ

Κατόπιν πήγαμε να επισκεφτούμε την Ασπασία την Κουφή, που ξέρει ένα σωρό ιστορίες για ναυτικούς που αγάπησαν αμαρτωλές γυναίκες. Αυτή είχε διηγηθεί στον περίφημο νέον Έλληνα ποιητή μας Καββαδία ένα σωρό περιπέτειες τέτοιες, που τραγούδησε στην ποιητική συλλογή ΜΑΡΑΜΠΟΥ και που όσοι αγαπάνε την ποίηση την εξωτική, την ποίηση των λιμανιών, των κακόφημων σπιτιών και των αμαρτωλών γυναικών, σίγουρα έπρεπε να διαβάσουνε. 
Η Ασπασία η Κουφή με δέχτηκε με χαρά, σαν της μίλησα για τον ποιητή. Ό,τι έβγαινε πελάτης από το δωμάτιό της. Μου έψησε τον απαραίτητο καφέ, μου έδειξε το βιβλίο με τα τραγούδια του Μαραμπού και μου είπε πόσο αγαπά να διαβάζει.
«Τον Θεατή, το Μπουκέτο και την Οικογένειατα διαβάζω τακτικά. Κι πολλές εφημερίδες. Θα ήθελα να έγραφα κιόλας, για να πω τον πόνο μου».
Κάθομαι πάνω στο πλατύ κρεβάτι. Το δωμάτιο είναι μισοσκότεινο και μυρίζει απολυμαντικό.
«Είμαι, ξέρεις, πολύ καθαρή και συχασιάρα εγώ. Όλα τα απολυμαίνω. Είμαστε πιο καθαρές, για να ξέρεις, και από αυτές των διακοσίων δραχμών. Τι τάχα; Επειδή πάνε σ’ αυτές χαζοί που θέλουν να πληρώσουν ακριβά; Εδώ πέρα είμαστε καλά. Πληρώνουμε σαράντα δραχμές την ημέρα νοίκι για το δωμάτιο και τον γιατρό. Τροφή, πλυστικά, φυσικά είναι ξέχωρα.  Μα το καλό είναι εδώ πέρα πως δεν έχομε στο κεφάλι μας κανέναν να μας εκμεταλλεύεται, ό,τι κερδίσομε είναι δικά μας  Το χειρότερο πράγμα για μας – ο μπαμπούλας – είναι οι διευθύντριες των σπιτιών, αυτές που λένε μαμάδες. Γιατί οι μαμάδες εκμεταλλεύονται τα κορίτσια που χρεώνονται για εφόρω ζωής σ’ αυτές. Εδώ ζούμε η καθεμιά μ’ αυτά που κερδίζομε. Εγώ είμαι δω μέσα δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια! Όταν κλείσαν τα σπίτια εγώ χρεώθηκα. Μας κυνηγάνε οι σωματέμποροι, μας κυνηγάνε οι μαμάδες, μας κυνηγάνε όσοι πουλάνε τα ναρκωτικά…»
«Πώς βάσταξες δεκαπέντε χρόνια δω μέσα, κυρία Ασπασία;», τη ρώτησα. «Πώς δεν έφυγες;»
«Πού να πάω, παιδί μου; Όπου και να πάμε εμείς είμαστε σαν τα κυνηγημένα σκυλιά!»
«Γιατί δεν σκέφτηκες ποτέ να εργαστείς;»
«Μια φορά το συλλογίστηκα. Μα από δω πέρα, όπως ξέρεις, δεν μπορούμε να βγούμε. Δεν μας αφήνει η αστυνομία, αν κάποιος δεν εγγυηθεί για μας. Ποιος θέλει  να εγγυηθεί για μας; Και ποιος ακόμη χριστιανός θέλει να μας παντρευτεί; Πού να πάω, λοιπόν; Να, βλέπεις τούτες τις φωτογραφίες;»
Κι έσκυψα πάνω στον τοίχο από το κρεβάτι, να δω τι μου έδειχνε η κυρία Ασπασία. Ήταν τέσσερα παιδάκια. 
«Είναι του αδερφού μου. Είναι ανάπηρος του πολέμου. Ούτε χέρια, ούτε πόδια  του απόμειναν.  Στην αρχή ούτε ήθελε να με ξέρει, σαν ξέπεσα εδώ μέσα. Μου μηνούσε πως, αν με βρει ποτέ στο δρόμο του, θα με σκοτώσει.
»Σαν γύρισε από τον πόλεμο, στα χάλια που είναι ο καψερός και βρήκε τη γυναίκα του πεθαμένη και τα τέσσερα μικρά του στο δρόμο, το έμαθα εγώ. Του έστειλα τότε λεφτά. Μου τα γύρισε πίσω με βρισιές. Μα σαν πέθανε το ένα παιδάκι του και δεν είχε να το θάψει, πήρε τότε τα λεφτά. Ήρθε εδώ κι έκλαιγε: “Είμαι ένας εξευτελισμένος, είμαι για φτύσιμο. Γιατί να μην σκοτωνόμουν τότε στη μάχη, που αφήκα τα ποδάρια μου;”
»Εγώ τότε έπεσα στα γόνατα να με συγχωρέσει και του είπα να λυπηθεί τα παιδάκια του, κι εγώ θα τα κοιτάζω και ας είμαι μια αμαρτωλή, και ας μην τα φέρει ποτέ να τα δούμε. Και αλήθεια, δεν τα ξέρω τα χρυσά μου, παρά από τούτες τις φωτογραφίες. Αλλά στέλνω κάθε μήνα λεφτά. Το μεγαλύτερο το σπουδάζω. Θέλω να τον κάνω γιατρό. Ποτέ δεν θα μάθει για μένα και ποτέ πως υπάρχει στον κόσμο μια γυναίκα αμαρτωλή που όλοι την φωνάζουν εδώ πέρα η Ασπασία η Κουφή. Και ο Θεός πάλι, σαν έρθει η ώρα μου και παρουσιαστώ μπροστά του, θα με κρίνει. Θα του πω: Κύριε, ελέησόν με. Μα έσωσα τα παιδιά του αδερφού μου από την πείνα. Τα κοριτσάκια του δεν θα γίνουν παλιογυναίκες σαν και μένα, γιατί στα χέρια τους έβαλα βραχιολάκι, τη δουλειά. Και η δουλειά σώζει τη γυναίκα από τον εξευτελισμό».
Να τι μου είπεν η Ασπασία η Κουφή, καθισμένη δίπλα μου στο πλατύ κρεβάτι που μύριζε μόσχο και απολυμαντικό.

4οάρθρο

Πέρασα, λοιπόν ,την ημέρα μου κοντά στα κορίτσια. Βράδιασε κιόλας και ακόμα καθόμουν με την Ασπασία την Κουφή. Μου έλεγε διάφορες ιστορίες. Κι εγώ σάστιζα με τη σοφία που η πείρα της ζωής της είχε δώσει και με ποιο βλέμμα καρτερίας - θα έλεγα μάλιστα άφοβα, με ποια διάθεση φιλοσοφική - κοίταζε η γυναίκα αυτή τη ζωή. Καμιά έχθρα. Δεν ήξερε και αυτή γιατί τα πράγματα στη ζωή ήταν τόσο άσχημα φτιαγμένα. Ποιος έφταιγε και ποιος δεν έφταιγε δεν την απασχολούσε. Όμως, σαν χτύπησε την πόρτα της μια από τις γριές που είδα στο τραπέζι και της ζήτησε ένα σάλι γιατί κρύωνε, η κυρία Ασπασία της χάρισε το πανωφόρι της.
«Δεν το θέλω, πάρ’ το, έκανα άλλο», της είπε.
Και σαν έκλεισε η πόρτα, μου είπε:
«Έτσι της το είπα. Μα, ξέρω, τουρτουρίζει η φτωχή και είναι άρρωστη. Σάματι τα ρούχα θα τα πάρω μαζί μου;»
Η ιδέα του θανάτου ένιωσα πως βασανίζει πολύ τις γυναίκες αυτές. Είναι γιατί ως αμαρτωλές φοβούνται πως ο Θεός θα τις αποδιώξει από την άλλη ζωή, όπως τούτος εδώ ο κόσμος; 
Δεν ξέρω.
Αλλά σε ό,τι και να πούνε, πάντα ο νους τους θα πάει αυτού. Τα ρούχα, τα λεφτά, τα έχουνε. Αλλά ακούς να σου λένε με ένα ύφος βαριεστημένο: «Δε βαριέσαι! Σάματι θα τα πάρουμε μαζί μας;»
Τη Θεανώ, που είναι είκοσι χρονών κορίτσι, όμορφο και πολύ έξυπνο, όταν άκουσα και μου είπε και αυτή κάτι τέτοιο, πάλι σάστισα. Να πώς ήρθε η κουβέντα: Ήταν βραδάκι κιόλας και οι γυναίκες ετοιμάζονταν να πάνε στο καφενείο, όπως κάθε βράδυ. Εκεί μαζεύεται η πελατεία. Κάθονται κάτω  στην αίθουσα γύρω από τα τραπεζάκια. Είναι άνδρες εργατικοί ως επί το πλείστον. Δεν πάνε για να «διασκεδάσουν», αλλά για να πιούνε μονάχα ένα καφέ στο καφενείο, να δούνε τα κορίτσια, κι ύστερα φεύγουνε.
Κουρασμένοι άνθρωποι, βαλαντωμένοι από το ξεφόρτωμα των καραβιών, από την αγγαρεία, βαριεστημένοι από τη ζωή τους την ίδια. Πάνε εκεί για να ξεκουραστούνε. Άμα λοιπόν η πελατεία μαζευτεί στο μαγαζί, ο καφετζής βάζει την λατέρνα και παίζει. Οι σκοποί της λατέρνας, ανατολίτικοι, γιομάτοι μεράκι. Τα κορίτσια τότε ανεβαίνουν πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα και κάθονται. Έχουν καλοσυγυρισθεί και μερικές βάλανε και στα μαλλιά ένα φιόγκο από κορδέλα, κόκκινο ή μπλε. 
Και η λατέρνα όλο παίζει θλιβερούς σκοπούς. Οι άνδρες δεν μιλάνε, σοβαροί, μερακωμένοι ή βλοσυροί. Κοιτάζουν τις γυναίκες και καπνίζουν. Οι κουβέντες τους είναι σιγανές, αραιές. Μόνο σαν πιούνε, σαν μεθύσουν, σαν ξυπνήσει μέσα τους με το πιοτό το ανθρώπινο ζώο, τότε φωνάζουν, τα σπάνε όλα και γελούνε. Τότε ανάβει το γλέντι. Μα τώρα είναι ακόμα νωρίς.
Οι γυναίκες πάλι, καθισμένες πάνω στην εξέδρα, δεν προσέχουν κάτω τους άνδρες. Μένουν αδιάφορες ή καμώνονται τον αδιάφορο. Το βρίσκουν αξιοπρεπέστερο. Μιλάνε σιγά αναμεταξύ τους ή ακόμα η μια σιάζει τον φιόγκο της άλλης, σκουπίζει την πούδρα της πλαϊνής της, ή σιάζει η ίδια τα μαλλιά της, πάντα με αδιαφορία. Όμως και το παραμικρότερο νεύμα που θα της κάνει ο πελάτης αμέσως θα το δει. Δεν θα κατέβει όμως αμέσως. Θα σιάξει πάλι το φιόγκο της πλαϊνής και αργά θα σηκωθεί, αργά θα κατεβεί τα σκαλιά της εξέδρας για ν’ ακολουθήσει τον άνδρα…
Εδώ στο καφενείο το βράδυ δεν αναγνωρίζω τις πρωινές γυναίκες που τόσο καλόκαρδα με δέχτηκαν. Έχουν αλλάξει. Είναι διαφορετικές τελείως από το πρωί: Εδώ πρέπει να δειχτούν αλλιώς πώς είναι. Έχουν βάλει πολύ φτιασίδι στο πρόσωπο και από μακριά λες και τις κάνει όλες ίδιες και πως φοράνε μάσκες. Τα πονεμένα μάτια της Μυρσίνης έχουν αγριέψει από το βάψιμο. Και της Θεανώς το εξυπνότατο βλέμμα, που λες πως κάποτε πηγαίνει ως το βάθος των πραγμάτων, έχει σκληρύνει. Η Ασπασία η Κουφή, στα πράσινα ατλαζωτά ντυμένη, μένει πραγματικά ατάραχη, καθώς τίποτα από ό,τι συμβαίνει γύρω της δεν ακούει.
Η Θεανώ που με βλέπει μονάχη σε ένα τραπεζάκι καθισμένη σε μια γωνιά, έρχεται σε λιγάκι κοντά μου. 
«Θα σου δείξω τον αγαπητικό μου, άμα ρθει. Τον αγαπώ. Και ξέρεις γιατί; Μου έμαθε σιγά – σιγά αυτός πρώτα το αλφάβητο. Το είχα καημό. Δε βαριέσαι, μου λέει… Τι να το κάνεις το αλφάβητο; Θέλω να μάθω να γράφω, του λέω. Όταν δεν έρχεσαι συ, όταν είμαι μοναχή, όταν με πιάνει το μεράκι, θέλω να  βάλω στο χαρτί το τι τράβηξα ως τα τώρα σε τούτον τον μαύρο κόσμο. 
»Ο αγαπητικός μου γέλασε. Δεν με καταλάβαινε. Του είπα: Να! Θέλω από καιρό τώρα να γράψω ένα προς ένα τη ζωή μου. Άμα πεθάνω κάτι να βρεθεί κι από μένα… Άκου κουταμάρες που λες! Σαν πεθάνεις, στα σκουπίδια όλα τα δικά σου θα πεταχτούν, μου είπε. 
»Αλλά μου έμαθε, και τώρα γράφω. Αγόρασα και ένα τετράδιο και κάθισα μια νύχτα ολάκερη και έγραφα, έγραφα και κουράστηκα, κι έπεσα λιγοθυμισμένη στο κρεβάτι. Έκλαιγα κι έγραφα. Ναι, θυμήθηκα τη μάνα μου που έχασα στην καταστροφή εκεί της Σμύρνης. θυμήθηκα το χωριό και το βράδυ κείνο που μπήκαν οι Τσέτες σε μας…»
Η λατέρνα τώρα έπαιζε ένα ταγκό. Ήταν και αυτό γιομάτο νοσταλγία. ΄Ένας πελάτης φώαξε τη Θεανώ.
«Δε βλέπεις; Κουβεντιάζω με τη γυναίκα», του λέει. Και ο πελάτης διάλεξε άλλην.
«Τι λες! Σκοτίστηκα! Δεν έχω όρεξη για να δουλέψω απόψε. Έτσι, με πιάνει κάποτε το μεράκι. Σε είδα απόψε εσένα δω μέσα… Είπες πως γράφεις, πως δουλεύεις. Θα ήθελα κι εγώ να έγραφα, κι εγώ να δούλευα. Θα ήθελα κι εγώ να διάβαζα, να έβγαινα στον κόσμο με ψηλά το κεφάλι, θα ήθελα…»
Της έπιασα το χέρι. «Θεανώ», της λέω, «Δείξε μου το τετράδιό σου…»
Η Θεανώ τραβήχτηκε απότομα: «Ποτέ! Ποτέ! Τα γράμματά μου είναι όλα αράδα! Είναι για να γελάς και να με κοροϊδεύεις ύστερα από καιρό…»
Αλλά επέμενα… «Μα εγώ τα γράφω σαν με πιάνει, σου λέω, το μεράκι και θέλω να πεθάνω. Αχ, πώς θέλω κάποτε να πεθάνω!», μου κάνει η Θεανώ. Τα μάτια της τώρα είναι θολά από μια ξαφνική, αλλά άγρια θλίψη. Το νεανικό της πρόσωπο έχει ολότελα χαθεί κάτω από το πολύ φτιασίδι. Δε μου μιλά. Ίσως να μου έχει κακιώσει. Ένας άλλος πάλι πελάτης της γνεύει να πάει κοντά του. Μα κείνη σήκωσε τους ώμους σαν θυμωμένη και με δείχνει.
«Θεανώ», της λέω, «Μην κάθεσαι μαζί μου. Ίσως να θυμώσουν οι άνδρες».
«Τι λες! Δεν πάνε να θυμώσουν! Δεν καταλαβαίνεις πως θέλω να μείνω κοντά σου… Φοβάμαι πως θα πεθάνω και έτσι κανένας δεν θα μάθει ποτέ τη ζωή μου, ποτέ κανένας δεν θα μάθει το τι τράβηξα έρημη στους πέντε δρόμους…»
Κι πάλι ο φόβος του θανάτου την έχει κυριεύσει και έχει μεγαλώσει τις κόρες των ματιών της. Ξαφνικά, μου λέει: «Έλα μέσα στην κάμαρά μου. Θα σου διαβάσω το τετράδιό μου…»
Και σηκώθηκε, κάτι είπε στον καφετζή και την κυρία Ασπασία και φύγαμε. Οι άνδρες όλοι μας κοιτάζανε καθώς κλείναμε πίσω μας την πόρτα.

Κι εκείνο το βράδυ είναι που θα μείνει αλησμόνητο στη ζωή μου. 
Γιατί ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα βρισκόμουν εγώ στο δωμάτιο μιας γυναίκας που πουλά τη σάρκα της, καθισμένη δίπλα της, να την ακούω να μου διαβάζει την ιστορία της. Δεν ένιωθα μόνο συγκίνηση από οίκτο, συμπόνια ανθρώπινη. Όχι. Αλλά ένιωθα τη συγκίνηση που δίνει η τέχνη. Μάλιστα, η τέχνη. 
Η ιστορία που είχε γραμμένη η Θεανώ, με τα στρογγυλά, παιδιάστικα γράμματά της, με όλη την απλοϊκότητά της και αφέλεια, γινόταν τέχνη, αληθινή. Τέχνη δραματική, μέσα στην απλότητά της. Ήταν ένα κομμάτι ζωντανό από τη ζωή. Ένα κομμάτι κιόλας της Ιστορίας ενός λαού μαζί. Ένα ντοκουμέντο δραματικό της καταστροφής της Σμύρνης, που το έζησε ένα παιδί, η Θεανώ, που ήταν έξι χρονών τότε. 
Η Θεανώ κόμπιαζε συχνά και η ίδια σε ό,τι είχε γραμμένα. Όμως ξεπερνούσε την δυσκολία, όπως το αληθινό της τάλαντο είχε ξεπεράσει τις δυσκολίες του να μάθει το αλφάβητο και να το γράφει, εκθέτοντας μάλιστα τις ιδέες της.
Η Θεανώ διάβαζε δίπλα από τη λάμπα του πετρελαίου, γιατί το ηλεκτρικό είχε χαλάσει στην κάμαρά της. Το φως της λάμπας γλύκαινε τώρα το πρόσωπό της. Καθώς μάλιστα ήταν σκυμμένη κι έβλεπα τον αδύνατο λαιμό της με τα καστανά μαλλιά, θα έλεγες πως μπορούσε να είναι και ένα κοριτσάκι. Μα το κοριτσάκι αυτό, των είκοσι δύο χρονών, διάβαζε τα πιο δραματικά γεγονότα που συνέβηκαν ποτέ σ’ ολόκληρο τον ελληνισμό, και που αυτή εδώ, ήταν ένα από τα πάμπολλα, αλίμονο, θύματα.
Από μακριά ακούγονταν πάντα να παίζει η λατέρνα τους θλιβερούς σκοπούς. Ακούγονταν και γέλια και φωνές αντρικές. Το γλέντι στο καφενείο είχε φαίνεται ανάψει. Πόρτες ανοίγαν και κλείναν γύρω μας. Άνθρωποι μπαίναν στα διπλανά δωμάτια. Το σπίτι των αμαρτωλών γυναικών ζούσε τώρα το βράδυ μια πυρετώδη, έντονη ζωή. Η Θεανώ όμως δεν άκουγε τίποτα από αυτά. Είχε κλειδώσει από μέσα την πόρτα. Και δυο τρεις πελάτες που χτύπησαν, τους φώναξε θυμωμένη, διακόπτοντας για λίγο το διάβασμά της. «Άλλος είναι μέσα!». Και τα βήματα απομακρύνονταν.
Το α΄κεφάλαιο της ζωής της Θεανώς το δίνω στους αναγνώστες μου, όπως μου το έδωκε η Θεανώ. Τελείως άφτιαχτο. Μόνο που έβαλα τις λέξεις στη σειρά, δηλαδή τις ξεχώρισα. Γιατί ήταν όλα αράδα στη γραμμή. Θα ήταν, νομίζω, αμαρτία αν έσιαζα τεχνικά τίποτα εγώ, από ό,τι έγραψε η Θεανώ. Να τι γράφει το τετράδιο:
«Το 1922, στην Καταστροφή της Σμύρνης, ήμουν έξι χρονών. Μέσα στη νύχτα ακούγαμε κραυγές, πατιρντί. Μάνες, παιδιά, γέροι, φωνάζανε: Οι Τσέτες, οι Τσέτες! Τρέξετε να φύγουμε, γιατί βάζουνε φωτιά στη Σμύρνη!
Γυναικόπαιδα, μάνες, τρέχουνε. Και οι Τούρκοι αρπάζουνε τον καθένα αιχμάλωτο.
Τότε πήρανε και τον μπαμπά μου από την αγκαλιά της μάνας μου. Έκλαιγε, δερνότανε, αλλά τι να ΄κανε; Και τότε μείναμε μάνα και κόρη κλειδωμένες στο σπίτι.
Στις δυο μέρες, μου λέει η μάνα μου: Κάθισε, κόρη μου, να πάω να δω αν φεύγουνε τα παπόρια, να φύγουμε κι εμείς.
Την ώρα που έφευγε, τη συναντά η συνυφάδα της, μαλλιοτραβηγμένη και σκοτωμένη από το κλάμα. Και της λέει: Μυρσίνα μου (αυτό ήταν το όνομά της), πήρανε τον άνδρα μου αιχμάλωτο. Κακή μας μοίρα. Τώρα τι θα κάνομε; Έχω τρία παιδιά. Το ένα πέντε χρονών, το άλλο εφτά, και ένα λεχούδι δέκα μερών.
Και τότε η μάνα μου είπε: Έλα μαζί μου, Χρυσάνθη. Αυτό ήταν το όνομά της. Και τα παιδιά θα τα φυλάξει η Θεανώ. Και τότε με φώναξε και μου είπε: Θεανώ, να φυλάξεις το λεχούδι της θείας σου κι εμείς θα ΄ρθούμε αμέσως. Πάμε να δούμε αν φεύγουνε τα παπόρια.
Και φύγανε και μ’ αφήσανε με τα τρία παιδιά.
Και τώρα τι να κάνω; Σκέφτηκα…Κλείδωσα πόρτες, παράθυρα, και καθίσαμε μέσα. Η μάνα μου αργούσε να ΄ρθει. Και ύστερα δεν ήρθε καθόλου.
Κατά τη νύχτα ακούσαμε πατημασιές. Πράγματι ήταν οι Τσέτες. Αλλά ο Θεός μας φύλαξε από κάθε κακό. Και το μωρό το λεχούδι, σαν να ΄χει καταλάβει, δεν έβγαζε τσιμουδιά. Μόνο κουνούσε τα χεράκια του και γούρλωνε τα ματάκια του. Λες κι έλεγε και ρωτούσε: είναι έξω! Σωπάτε.
Και είχε πέσει στο σπιτάκι μας μια ησυχία και χλωμάδα. Και έλεγες πως δεν υπάρχει κανένας.
Και σε μια στιγμή ακούμε απόξω να χτυπάνε με τα όπλα την πόρτα και τα παράθυρα. αλλά δεν ακούστηκε από μας καμιά φωνή. Και αναγκαστήκανε οι Τσέτες και φύγανε. Και λέγανε περπατώντας: Δεν είναι μέσα τα Γκιαούρια.
Περάσανε τρεις μέρες και νύχτες και μέναμε μέσα. Και κανένας δεν φάνηκε. Τότες αναγκαστήκαμε να βγούμε έξω. Πήρα στην αγκαλιά μου το λεχούδι και σταματήσαμε σε έναν δρόμο που περνούσαν καρότσες. Κουβαλούσανε κόσμο στα παπόρια για να τον γλυτώσουνε από τους Τσέτες.
Για μια στιγμή μου ήρθε η ιδέα ν’ αφήσω το μωρό που κρατούσα. Πράγματι, αφήνω το μωρό και γυρίζω πίσω στον δρόμο. Ήταν τα άλλα παιδιά που με περιμέναν τα καημένα σαν μητέρα τους. Ξέρανε τα κακόμοιρα τι έτρεχε στον κόσμο.
Πήγα κοντά τους, τους μίλησα. Τα ΄πιασα από το χέρι και κατεβήκαμε πάλι στο δρόμο. Περιμέναμε να περάσει καμιάν άμαξα. 
Περνά μια καρότσα. Παρακαλούσαμε, γυρεύαμε, Καλέ, πάρτε μας μαζί σας.
Αλλά καμιά σωτηρία. Τραβούσαν το δρόμο τους και μέναμε μόνα.
Άξαφνα πέρασε κι άλλη καρότσα. Αλλά κι αυτή δεν ήθελε να σταματήσει. Αλλά οι επιβάτες μέσα μάς θέλανε. Και μας ρώτησαν: Δεν έχετε μάνα;
Κι εμείς τους απαντήσαμε: Όχι, οι μητέρες μας δεν ήρθανε ακόμα.
Και τότες καταλάβανε. Και τότες μας πήρανε στην Χιό.
Καμιά φορά σαν ξύπνησα είδα να βρίσκομαι στην αγκαλιά των Εγγλέζων, στα παπόρια. Εγώ όμως δεν καταλάβαινα πού βρισκόμουν και έβαλα τα κλάματα. Ρώτησα τους Εγγλέζους: Πού είναι τα παιδιά και το λεχούδι;
Μα δεν καταλάβαιναν ελληνικά. Και τότε τους έκανα νόημα με το χέρι. Και τότες μου απαντήσανε πως τα πήρανε στο ορφανοτροφείο. Και μένα θα με κρατούσαν κοντά τους.
Για να μην κλαίω, με πήρανε από το χεράκι για περίπατο. Ήτανε αψηλοί οι Εγγλέζοι και καπνίζανε. Και τότες άκουσα πίσω μου να με φωνάζουνε: Θεανώ, Θεανώ! 
Και γυρίζω και βλέπω τη θεία μου στην παραλία. Με φιλούσε και με ρωτούσε: Πού είναι η μαμά σου, παιδάκι μου;
Κι εγώ είπα: Δεν ήρθε ακόμα.
Από πού δεν ήρθε;
Από την παραλία, είπα τότε εγώ.
Κατάλαβε και άρχισε να κλαίει. Και με πήρε από τους Εγγλέζους. Και ύστερα ήρθαμε στον Πειραιά και ζητιανεύαμε πόρτα – πόρτα στον ξένο κόσμο. Και ύστερα πούλαγα σπίρτα στον δρόμο και στην Αθήνα  και ζούσαμε.
Μα ύστερα γνωρίσαμε έναν σωματέμπορο που όλο τριγύριζε τη θεία μου»
Η φωνή της Θεανώς σαν τέλειωσε το διάβασμα είχε κοπεί. Τα δάκρυα κυλούσαν πάνω στο φτιασίδι. Με το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι έκλαιγε τώρα σαν παιδί.
«Ήθελα να ξανάβλεπα το χωριό μου, τη μάνα μου, το λεχούδι που άφησα, ο Θεός ξέρει πού…», έλεγε στα κλάματά της,
Έξω το γλέντι είχε δυναμώσει. Οι πελάτες μπαινοβγαίναν πάντα στα διπλανά δωμάτια.
Άφησα τη Θεανώ και έφυγα με βαριά την καδιά. Παρεκάλεσα ένα χωροφύλακα να με συνοδεύσει ως την παραλία, γιατί η ώρα ήταν προχωρημένη. Στο δρόμο συλλογιζόμουν τη Θεανώ και το τάλαντό της να γράφει.  Ίσως να πάει και αυτό χαμένο, σαν τη ζωή της.
Και γύρισα να δω από μακριά ακόμα μια φορά το σπίτι των αμαρτωλών γυναικών που χανόταν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Οι σκοποί τώρα κλειδώνανε την βαριά πόρτα και οι αργοπορημένοι πελάτες φεύγανε ένας – ένας.

Οι γυναίκες θα μένανε τώρα μονάχες, κάθε μια στο κελί της, με την κούραση της ή τον καημό της.

σχετικά με τα Βούρλα, μπορείτε να δείτε και αυτή την συνέντευξη της Τέτης Σώλου στο Δημήτρη Νικολούλια:                                                                                   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...