18.5.25

Newέλληνες - Λογοθεσίες από τον ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

Το δανείστηκα από το Νέο Πλανόδιον  

Newέλληνες!

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

~

Newέλληνες!

Από τότε που κάποιοι πολύ προχωρημένοι τύποι διαλαλούν ότι μας ξεβλάχεψαν, ζούμε σε παρατεταμένη γλωσσική παρενδυσία. Αλλά τι να κάνουμε οι δόλιοι; Η γλώσσα μας ως γνωστόν είναι πάμπτωχη. Γι’ αυτό, διαπρεπείς κοσμικογράφοι και παρουσιαστές πρωινάδικων έχουν βαλθεί να μας απαλλάξουν από τη ντροπή της, αντιγράφοντας τις ιστορικές ομιλίες του Ζολώτα στην Ουάσιγκτον από την ανάποδη. Εκείνος μίλησε αγγλικά χρησιμοποιώντας ελληνικές λέξεις που έχουν δανειστεί οι Εγγλέζοι, αυτοί μιλούν ελληνικά με αγγλική μεταμφίεση. Διότι σύμφωνα με το new paradigm το αντίγραφο είναι καλύτερο από το πρωτότυπο. Έτσι αποτελεί common symptom να βγαίνουν με το telephone ανά χείρας και να δηλώνουν ότι έχουν μία epic διάθεση αλλά και μία melancholy γιατί πήραν σαράντα γραμμάρια και τώρα θα πρέπει να τρέχουν στον πλησιέστερο διαιτητικό meta-φούρνο! Επιπλέον έχουν mega problem επειδή αναγκάστηκαν να κόψουν κάποιον καλεσμένο on air αλλά συνεχίζουν να πουλάνε αέρα κοπανιστό, εξομολογούμενοι ότι στηθοδέρνονται μπροστά σε βυζαντινές icons που έφεραν από το χωριό τους. Παθαίνουν μία ecstasy όταν βλέπουν στο theater μία famous φίλη τους για την οποία μπορεί καμιά φορά να τρέφουν ανάμεικτα αισθήματα jealousy και sympathy αλλά γενικώς έχουν μεγάλο σεβασμό στους authentic characters.

Ξέρουμε βέβαια από την history ότι η anatomy αυτού του phenomenon δεν συνιστά και therapist method εφόσον οι politicians σε periods παρακμής έχουν micro horizon. Κάνουν παντού economy κι έχουν τόσο στρεβλό criterion και τόσο λίγο eroticism ώστε δεν αντιλαμβάνονται καν την problematic oligospermia της σύγχρονης Hellenic γλώσσας. Για να έρθουμε λοιπόν στα σύγκαυλά μας θα επαναλάβω την ξεχασμένη πατριωτική προτροπή: Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά, πιάσε το penis απ’ τα μαλλιά!

///

Δημοκρατικά αποφόρια

Παλιότερα οι εορταστικές εκδηλώσεις απηχούσαν το ρεύμα της πάνδημης συμμετοχής. Το τραγούδι τους γραφόταν με το δάχτυλο στο τζάμι — πάνω στα χνώτα της ενιαίας ανάσας κοινοτικού πνεύματος και προσωπικής διάθεσης. Η καλή φορεσιά αποκαλούνταν κυριακάτικη και η περιορισμένη της χρήση έδινε τον τόνο στη διαφορά μίας καθημερινής και μίας εξέχουσας ημέρας. Αργότερα η ομόθυμη γιορτή ξέπεσε, μαζί με την εθιμοτυπία της, σε ιδιωτική σχόλη. Αργία στην οποία ο καθένας ντύνεται όπως γουστάρει και περιφέρεται φωνάζοντας ανέμελα: Δε γ@μ@ς ψηλά καπέλα! Εσχάτως μάλιστα προοδεύσαμε σε τέτοιο βαθμό ώστε κρίνεται ανεκτό να εμφανίζεται κανείς με αθλητικά παπούτσια σε δεξίωση και μπλου τζιν σε επίσημη τελετή. Η ελευθεριότητα στη δημόσια συμπεριφορά θεωρήθηκε ριζοσπαστική και ο αγώνας εναντίον των ενδυματικών διακρίσεων φάνηκε να καταργεί τις διαφορές μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Μα η εντύπωση αποδείχτηκε απατηλή καθώς οι ταξικές διακρίσεις όχι μόνον εντάθηκαν υπέρ των ολίγων αλλά και κατέληξαν στην ισοπέδωση των πολλών. Το αδιαφόρετο έγινε απλώς αδιάφορο. Ο εορταστικός χρόνος αντικαταστάθηκε από την ελεύθερη ώρα και η αισθηματική πυκνότητα από τη χαλαρή διάθεση. Ως αποτέλεσμα το ψυχικό αίτημα της ανάτασης εκτοπίστηκε από την αθρόα καταναλωτική προσδοκία άρτου και θεαμάτων. Η ποιότητα υποβαθμίστηκε σε ζήτημα γούστου και ο μαζάνθρωπος δεν αναγνωρίζει καμία αξία που δεν αναγράφεται ως τιμή στην ετικέτα κοινόχρηστων εμπορικών προϊόντων. Η κατάργηση των διακρίσεων μεταξύ του υψηλού και του ευτελούς οδήγησε στην αγελαία αδιακρισία και στη συναφή απώλεια κάθε κριτηρίου. Διακεκριμένος δεν είναι πλέον ο πνευματικά ακέραιος χαρακτήρας αλλά ο ευρέως αναγνωρίσιμος κοσμικός μπούφος που ενώ στερείται από κάθε ονομαστή ιδιότητα, καλείται βλακωδέστατα επώνυμος. Στους δήθεν δημοκρατικούς καιρούς μας συντελέστηκε λοιπόν, τόσο σε συμβολικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, μία ευχάριστη πανωλεθρία. Και το ύφος της δημόσιας τελετής χωρισμένο από το κοινό αίσθημα, έχασε την αλλοτινή του αίγλη και κατάντησε φτηνή καρικατούρα.

///

Σφόδρα και ταχέως!

Οι γερασμένοι πολιτισμοί, όπως είναι σήμερα ο ευρωπαϊκός, μοιάζουν με στάσιμα νερά. Πάσχουν από παραλυτική ατολμία και διστάζουν να κουνηθούν από καλπάζουσα ευθυνοφοβία. Τίποτε μεγάλο δεν προκύπτει όμως όταν κατατρύχεται κανείς από τον φόβο μίας πιθανής αποτυχίας. Οι Κορίνθιοι το γνωρίζουν όταν υπενθυμίζουν στους Σπαρτιάτες τα πλεονεκτήματα που οδήγησαν τους Αθηναίους στην ακμή. Το ανήσυχο πνεύμα, τις γρήγορες αποφάσεις, την υψηλή διακινδύνευση και την αισιοδοξία τους στα δύσκολα. Διαπιστώσεις που εγείρουν αναπόφευκτες συγκρίσεις, αφού οι Αθηναίοι υπήρξαν κατά την θουκυδίδεια διατύπωση «παρά δύναμιν τολμηταί και παρά γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες», ενώ οι Ευρωπαίοι εμπιστεύονται τις τύχες τους σε ηγέτες επονείδιστα δειλούς, δύσκαμπτους και πελαγωμένους σε οπισθόβουλους υπολογισμούς. Συσκέπτονται αναβάλλοντας και αναβάλλουν συσκεπτόμενοι, σε διαβούλια και επιτροπές, κλειστές παρακάμαρες και ανιαρά συμβούλια, χωρίς να παίρνουν καμία κρίσιμη απόφαση. Δεν νοιάζονται σοβαρά ούτε για το περιβάλλον ούτε για την ανασυγκρότηση της οικονομίας σε βάση κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν μεριμνούν όχι για την πολιτική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά ούτε καν για την εδαφική της ακεραιότητα — κι έτσι εγκαταλείπουν ανερυθρίαστα ένα μέρος της Κύπρου υπό τουρκική κατοχή. Επικαλούνται, παγίως, τη σωφροσύνη ως πρόσχημα απραξίας και προβάλλουν την πλέον σαθρή της αντίληψη στη μουδιασμένη κοινωνία. Όταν όμως ο Χαρμίδης ορίζει την σώφρονα συμπεριφορά ως «τὸ κοσμίως πάντα πράττειν καὶ ἡσυχῇ, ἔν τε ταῖς ὁδοῖς βαδίζειν καὶ διαλέγεσθαι», ο Σωκράτης τον αποστομώνει λέγοντας πως η σωφροσύνη δεν συνίσταται στην απονευρωμένη ησυχιότητα και στην επανάπαυση της βραδύτητας αλλά στην ταχύτητα, στη σφοδρότητα και στην οξύτητα! Δεν είναι διόλου το φέρεσθαι «ησυχή και βραδέως» αλλά το πράττειν «σφόδρα και ταχέως»! Τούτος ο επαναστατικός ορισμός της σωφροσύνης απηχεί φυσικά τη δυναμική μιάς εποχής ακμάζουσας και ορμητικής. Στη δική μας είναι αταίριαστος και γι’ αυτό όχι μόνο δεν διδάσκεται στα σχολεία μας αλλά ίσα-ίσα αποσιωπάται συστηματικά. Τη συγκλονιστική του σημασία δεν μπορούν να την αναλάβουν κοινωνίες νωθρές και ανίκανες να στήσουν, κυρίαρχη και δραστική προς το κοινό συμφέρον, την Αγορά του Δήμου. Οπότε τον σφετερίζονται, με αιματηρή αποφασιστικότητα και προς ίδιον όφελος, τα αυταρχικά καθεστώτα και οι αγορές της ληστρικής κερδοσκοπίας των ολίγων.

///

Αυθεντικοί μποέμ

Περνώντας κανείς από τον κήπο του Λουξεμβούργου στο Παρίσι, ας μη παραλείψει να σταθεί για λίγο μπροστά στην προτομή του Ανρύ Μυρζέ και να θυμηθεί τους ήρωές του. Εκείνους τους μποέμ που «κυνηγούν από το πρωΐ ίσαμε το βράδυ το άγριο ζώο που το λένε πεντόφραγκο, κι όταν τελικά πεθάνει και ενταφιαστεί και η τελευταία τους πεντάρα, ξαναρχίζουν να γευματίζουν στο ξενοδοχείο της τύχης όπου το τραπέζι είναι πάντα στρωμένο». Ως αλήτες περιωπής έχουν το ένα πόδι στα αμφιθέατρα των ελευθέρων τεχνών και το άλλο στα σκυθρωπά σοκάκια, ανάμεσα στις γέφυρες και στα φτωχά τους πανδοχεία. Διάγουν σε μόνιμη σαρακοστή αλλά μόλις αρπάξουν έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά της Θεάς, καβαλάνε τις πιο πολυδάπανες φαντασίες και βρίσκουν πολύ μικρά τα παράθυρα για να πετάξουν τα λεφτά τους. Τσιμπάνε ψήγματα σοφίας από την παρέα αρχαιόφιλων Εβραίων και κάνουν βουτιές στη χρυσοφόρο βελάδα λεβαντίνων εμπόρων. Στα ζόρια τους ξοφλάνε εκκρεμείς λογαριασμούς με μια σειρά άρθρων στον Ασμοδαίο ή μια σπαθιά στον απαιτητικό δανειστή. Διασκευάζουν αφορισμούς του Βωβενάργκ για μια επαρχιακή φυλλάδα και πιρουέτες του Σαμφόρ για κάποιο εργάκι περιοδεύοντος θιάσου. Αλλάζοντας μάσκες είναι παντού εξίσου ευπρόσδεκτοι. Πίνουν αψέντι σε καταγώγια και τσάι σε αστικά σαλόνια. Συναναστρέφονται αδιακρίτως κυρίες που φορούν άσπρα γάντια για να παραστούν στην καρατόμηση κάποιου διαβόητου κακούργου και χαριτόβρυτα δεσποινάρια με μικρά δόντια και βουλιμικές προθέσεις. Φλερτάρουν ηθοποιούς που ισχυρίζονται ότι διαβάζουν την Άννα Καραμαζώφ(!) στο πρωτότυπο και εταίρες διατεινόμενες ότι μπορούν να εκτελέσουν άριστα μια Πολωνέζα του Σοπενχάουερ(!) σε διασκευή μαζούρκας. Ερωτεύονται ελαφρές μοδιστρούλες που βάφουν τα νύχια τους με όλα τα λάθη της ελευθερόστομης γραμματικής τους και ωραίες καπελούδες που στο γείσο τους ενεδρεύουν βελόνες. Μα δεν φοβούνται μήπως τρυπηθούν γιατί οι ίδιοι είναι παροδίτες και τα πάθη τους παροδικά σαν μπουρίνια. Κάποτε δωροδοκούνται αλλά ποτέ δεν αγοράζονται, αφού η αυριανή τους διάθεση εξαρτάται απ’ το σημερινό ξενύχτι. Καταναλώνουν βιαστικά την ύπαρξή τους, σαν σκονάκι που υπόσχεται καταιγίδα, στο διάλειμμα ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη πράξη μιας βιεννέζικης οπερέτας — και φεύγουν χωρίς να δουν το φινάλε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...